Πριν από 250 χρόνια ο Ντέιβιντ Λόου άνοιξε το πρώτο Grand Hotel στην Ευρώπη

Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα τα ταξίδια στην Ευρώπη ήταν περίπλοκη υπόθεση - Το πρώτο Grand Hotel όμως άλλαξε τα πράγματα και σταδιακά όλοι μπόρεσαν να ταξιδέψουν

Ένα ζεστό πάπλωμα και ένα μπολ με αρωματικό νερό στο δωμάτιο: τέτοιες παροχές θεωρούνταν ο ορισμός της πολυτέλειας για όσους ταξίδευαν στην Ευρώπη κατά τα τέλη του 18ου αιώνα – και αυτές προσέφερε ο κατασκευαστής περουκών Ντέιβιντ Λόου, ο άνθρωπος που 250 χρόνια πριν, στις 25 Ιανουαρίου, άνοιξε ένα “Grand Hotel”, το πρώτο ξενοδοχείο πολυτελείας.

Το Grand Hotel του Λόου βρίσκεται στην Κινγκ Στριτ του Κόβεντ Γκάρντεν. Επρόκειτο για μία επιχειρηματική ιδέα που προέκυψε στον Λόου καθώς υποδεχόταν εύπορους πελάτες στο κομμωτήριό του και άκουγε τα παράπονά τους για τις ψείρες, τους κοριούς και τα βρώμικα αποχωρητήρια των ξενοδοχείων της εποχής.

Ο Λόου ήταν μάλλον αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε “trendsetter”: γύρω στο 1800 ανατέλλει στην Ευρώπη μία εποχή όπου οι άνθρωποι έκαναν και πάλι ταξίδια αναψυχής. «Όλος ο κόσμος ταξιδεύει», σημειώνει ο γερμανός συγγραφέας Τέοντορ Φοντάνε έναν αιώνα αργότερα. Βέβαια, με τη φράση «όλος ο κόσμος» εννοούταν «μονάχα ο κύκλος της καλής κοινωνίας στην οποία ανήκε ο Φοντάνε», όπως παρατηρεί ο κοινωνιολόγος και ιστορικός Χάσε Σπόντε, διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου για τον Τουρισμό στο Βερολίνο.

Παρ’ όλα αυτά τα όσα έγραφε ο Φοντάνε αποτελούν μία ένδειξη για το πόσο γρήγορα έγιναν δημοφιλή τα ταξίδια για την αστική τάξη του 19ου αιώνα, η οποία ακολούθησε το παράδειγμα της καλής κοινωνίας. Μέχρι την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μόλις το 10% του πληθυσμού ταξίδευε, σύμφωνα με τον Σπόντε.
Προβλήματα και κίνδυνοι για τους ταξιδιώτες

adlon

Ξενοδοχείο Adlon, Βερολίνο

Για καιρό τα ταξίδια δεν ήταν κάτι το αυτονόητο, όπως είναι σήμερα. «Όσοι δεν έπρεπε να ταξιδεύουν, προτιμούσαν να μην το κάνουν», δηλώνει ο Σπόντε, προσθέτοντας πως κατά τον Μεσαίωνα δεν πρέπει να ταξίδευε πάνω από το 1% του πληθυσμού. Διότι με την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατέρρευσαν και οι άλλοτε άριστες οδικές υποδομές. «Σχεδόν κανένας δρόμος δεν ήταν σε καλή κατάσταση, ενώ το ίδιο ίσχυε και για τις γέφυρες και τις άμαξες». Επιπλέον, τα ταξίδια ήταν επικίνδυνα και οι ληστές καιροφυλακτούσαν στις δασώδεις περιοχές.

Μόλις γύρω στο 1800 άρχισαν τα πράγματα στην Ευρώπη να εξομαλύνονται. Οι άμαξες ταξίδευαν πλέον τακτικά και σύντομα υπήρχε ένας ξενώνας ανά 30 με 50 χιλιόμετρα, στον οποίο μπορούσε κανείς να αλλάξει τα άλογά του και να διανυκτερεύσει. Στους εύπορους ταξιδιώτες πάντως δεν άρεσαν τα απλοϊκά καταλύματα, ούτε και το να γευματίζουν με τον απλό κόσμο. «Η προτροπή ήταν να ταξιδεύει κανείς οπλισμένος, όπως και να έχει λουκέτο για το δωμάτιό του», διηγείται ο Σπόντε.

Ο ιστορικός θεωρεί πως πράγματι ο Λόου πρέπει να ήταν πράγματι αυτός που εφηύρε τον όρο "Grand Hotel" στα τέλη του 18ου αιώνα. Εξάλλου, την εποχή εκείνη ξεκίνησαν να χτίζονται αριστοκρατικά παλάτια χωρίς περιφράξεις, τα οποία ονομάζονταν στα γαλλικά “hôtel”. Τότε ο Λόου αποφασίζει να νοικιάσει ένα τέτοιο κτήριο, το οποίο και ανακαινίζει. Παρά την καλή επιχειρηματική του ιδέα όμως βυθίζεται στα χρέη και πεθαίνει τελικά πάμφτωχος.
Τα Grand Hotels της Belle Époque

Το πολυτελές ξενοδοχείο στο Λονδίνο εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα – φιλοξενεί μια μάρκα πολυτελών καλλυντικών και διάφορα ακριβά διαμερίσματα. Ο νεολογισμός του Λόου έχει επιβιώσει επίσης: ο όρος “Grand Hotel” έχει καθιερωθεί για νεότευκτα, μεγαλοπρεπή κτήρια.

Ένα τέτοιο είδους κτήριο άνοιξε τις πόρτες και στη Γερμανία το 1807: πρόκειται για το Badischer Hof στο Μπάντεν-Μπάντεν. Κατά την περίοδο της Μπελ Επόκ της γερμανικής αυτοκρατορίας τα Grand Hotels γνώρισαν μεγάλη άνθηση. «Ήταν κτίρια που αντανακλούσαν με την αρχιτεκτονική τους την πολυτέλεια και την αισθητική της εποχής τους», εξηγεί ο Τομπίας Βαρνέκε, επικεφαλής της Ένωσης Ξενοδοχείων Γερμανίας (IHA).

Για τον Βαρνέκε όμως τα ξενοδοχεία αυτά έφεραν και μία μικρή κοινωνική επανάσταση: σε αυτά οι ταξικοί διαχωρισμοί δεν ήταν τόσο έντονοι, καθώς η αριστοκρατία και οι εύποροι αστοί διέμεναν μαζί. Με τις πολυτελείς αίθουσες χορού, τα λουτρά και τους κήπους τους τα ξενοδοχεία έγιναν για την υψηλή κοινωνία ένα κέντρο συναντήσεων, ανταλλαγής επιχειρηματικών ιδεών, αλλά και κουτσομπολιού και παντός είδους συναναστροφών ή ακόμη και τόπος τέλεσης εγκλημάτων. Τα ξενοδοχεία άφησαν το στίγμα τους και στη λογοτεχνία, όπου και προέκυψε ένα νέο είδος: τα ξενοδοχειακά μυθιστορήματα. Στον δε 20o αιώνα αποτέλεσαν κύριο θέμα και σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.

Πώς άλλαξαν τα μεγαλοπρεπή ξενοδοχεία;

Ο Σπόντε περιγράφει πως τα μεγάλα ξενοδοχεία καταφέρνουν με επιδέξιο τρόπο μέχρι σήμερα «να προσποιούνται πως κάθε επισκέπτης στα εκατοντάδες δωμάτια είναι ξεχωριστός και τυγχάνει ειδικής περιποίησης – ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μία βιομηχανοποιημένη υπηρεσία που λειτουργεί όπως ένα εργοστάσιο». Την ίδια στιγμή οι τεχνικοί, οι μάγειρες και το προσωπικό των δωματίων μένουν συχνά αθέατοι.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε σημείο καμπής: τα μεγάλα πολυτελή ξενοδοχεία φάνηκε να έχουν πια ξεπεραστεί και ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι από διάφορα κοινωνικά στρώματα αρχίζουν να πηγαίνουν «διακοπές». Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ταξίδευαν πλέον περίπου οι μισοί Γερμανοί πολίτες – ένα ποσοστό που σήμερα προσεγγίζει πια το 80% του πληθυσμού.

Στη σύγχρονη εποχή ο όρος “Grand Hotel” δεν φαίνεται να έχει διατηρηθεί: στη Γερμανία υπάρχουν 119 πιστοποιημένα πολυτελή ξενοδοχεία 5 αστέρων, ωστόσο πολύ λίγα εξ αυτών ονομάζονται ακόμη Grand Hotels.

Η Καρίνα Άνζος, διευθύντρια του ξενοδοχείου Adlon Kempinski του Βερολίνου, λέει πως η έννοια της πολυτέλειας έχει αλλάξει σήμερα, με την παροχή εξατομικευμένων υπηρεσιών να αποκτά μεγαλύτερη σημασία: πλέον «η μεγαλύτερη τέχνη είναι να εκπληρώνεις τις επιθυμίες των επισκεπτών, προτού καν τις διατυπώσουν». Στο Adlon εξακολουθούν να υπάρχουν και επαγγέλματα που συναντώνται ολοένα και πιο σπάνια σήμερα, όπως μπάτλερ, υπεύθυνοι για τα αυτοκίνητα των επισκεπτών και γκρουμ.

Οι εξέχουσες προσωπικότητες που μένουν στο ξενοδοχείο έχουν διαφορετική μεταχείριση – όμως κάθε επισκέπτης είναι βασιλιάς, διαβεβαιώνει η Άνζος. Και σήμερα δεν είναι μόνο οι εύποροι αυτοί που μπορούν να πληρώσουν μία διανυκτέρευση στο Adlon. Ο Σπόντε βέβαια βλέπει τα πράγματα από εντελώς διαφορετική σκοπιά. Για τον ίδιο τα 250 χρόνια από το πρώτο Grand Hotel είναι κατά κάποιον τρόπο η ιστορία του εκδημοκρατισμού της ταξιδιωτικής εμπειρίας.

Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς
Ουλρίκε φον Λετσίνσκι, dpa

Πηγή: dw.com

Πηγή: skai.gr