Κρίσιμη συνεδρίαση της ΕΚΤ την Πέμπτη: Αποφάσεις για επιτόκια - Πότε θα δούμε μείωση

Η μάχη με τον πληθωρισμό και οι προβληματισμοί της Κριστίν Λαγκάρντ

Την ερχόμενη Πέμπτη συνεδριάζει το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για τη νομισματική πολιτική και το επίμαχο ερώτημα θα είναι αν αυτή τη φορά συζητηθεί επίσημα η προοπτική μείωσης των επιτοκίων της.

Τον Σεπτέμβριο αυξήθηκαν για τελευταία φορά τα επιτόκια στον ανοδικό κύκλο που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2022, με το επιτόκιο καταθέσεων να φθάνει στο 4%. Στις επόμενες τρεις συνεδριάσεις, η ΕΚΤ επαναλάμβανε σταθερά ότι τα επιτόκια θα έμεναν σταθερά για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα για να συμβάλλουν στη σταθερή μείωση του πληθωρισμού, χαρακτηρίζοντας ως πρόωρη οποιαδήποτε συζήτηση για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.

Η επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, όπως και άλλα στελέχη της, τόνιζαν παράλληλα ότι πρέπει να έχουν τη βεβαιότητα ότι ο πληθωρισμός θα κινηθεί προς τον στόχο και δεν θα υπάρχει ο κίνδυνος αναζωπύρωσής του, πριν προχωρήσουν σε αλλαγή της πολιτικής. Και τη βεβαιότητα αυτή τη συνέδεαν κατά βάση με τα στοιχεία για τα αποτελέσματα των συλλογικών μισθολογικών συμβάσεων στο πρώτο τρίμηνο του 2024, από τα οποία θα μπορούν να έχουν μία καλή εικόνα αν θα είναι βιώσιμη η περαιτέρω αποκλιμάκωση των τιμών.

Η συζήτηση, πάντως, για το πότε θα αρχίσει ο κύκλος μείωσης των επιτοκίων έχει αρχίσει εδώ καιρό, με δηλώσεις των μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ στα μέσα ενημέρωσης. Από αυτές προκύπτει πως η επικρατέστερη άποψη παραμένει ότι η πρώτη μείωση θα γίνει στη συνεδρίαση του Ιουνίου, όταν θα είναι γνωστά τα στοιχεία για τις μισθολογικές αυξήσεις που θα αφορούν περίπου στο 40% των εργαζομένων στην Ευρωζώνη, εφόσον βέβαια συνεχιστεί η αποκλιμάκωση των τιμών.

Η εκτίμηση που υπάρχει είναι ότι οι μισθολογικές αυξήσεις θα είναι σχετικά συγκρατημένες και δεν θα υπονομεύσουν την πορεία ταχείας επανόδου του πληθωρισμού προς το 2%, αλλά αυτό μένει να επιβεβαιωθεί, ώστε να υπάρχει η σχετική βεβαιότητα για το σενάριο αυτό. Ενα πρώτο δείγμα ότι τα πράγματα θα κινηθούν στην κατεύθυνση αυτή είναι η επιβράδυνση των μισθολογικών αυξήσεων στο δ΄ τρίμηνο του 2023 στο 4,5% σε ετήσια βάση από 4,7% στο προηγούμενο τρίμηνο, σύμφωνα με στοιχεία που συλλέγει η ΕΚΤ.

Την εκτίμηση ότι η πρώτη μείωση θα γίνει τον Ιούνιο εξέφρασε και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Bloomberg. «Τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει στο 2% φέτος το φθινόπωρο. Η πρόσφατη επιβράδυνση των μισθών δίνει ελπίδα ότι είμαστε σε καλό δρόμο, αλλά δεν θα έχουμε αρκετές πληροφορίες για να αποφασίσουμε για μειώσεις των επιτοκίων πριν από το τέλος του δεύτερου τριμήνου, άρα τον Ιούνιο», είπε.

O κ. Στουρνάρας άφησε ένα μικρό παράθυρο να γίνει τον Απρίλιο η πρώτη μείωση των επιτοκίων, συνδέοντας το ενδεχόμενο αυτό με μία θετική έκπληξη όσον αφορά τα στοιχεία, προφανώς εννοώντας για τον πληθωρισμό του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου. «Μείωση των επιτοκίων τον Απρίλιο θα είναι μια επιλογή, μόνο αν τα στοιχεία αποτελέσουν έκπληξη», είπε.

Για τον Φεβρουάριο, τα στοιχεία που ανακοίνωσε την Παρασκευή η Eurostat έδειξαν μία περαιτέρω υποχώρηση του ετήσιου πληθωρισμού της Ευρωζώνης στο 2,6% από 2,8% τον Ιανουάριο, μία εξέλιξη που είναι οπωσδήποτε θετική. Αυτή, ωστόσο, είναι δύσκολο να αλλάξει το βασικό σενάριο της ΕΚΤ. Επομένως, μένει να φανεί αν θα υπάρξει μία μεγάλη μείωση τον Μάρτιο, η οποία θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει σε ταχύτερη μείωση των επιτοκίων.

Οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ θα παρουσιάσουν την επόμενη Πέμπτη τις νέες τριμηνιαίες προβλέψεις τους για τον πληθωρισμό, οι οποίες αναμένονται καλύτερες από αυτές του περασμένου Δεκεμβρίου και με βάση αυτές θα μπορούσε να γίνει και μία τυπική συζήτηση του θέματος των επιτοκίων την ερχόμενη Πέμπτη

Πρέπει να σημειωθεί τέλος ότι οι επενδυτές έχουν ανακρούσει πρύμνα από τις πολύ πιο αισιόδοξες προβλέψεις που έκαναν μέχρι πριν από λίγο διάστημα για τη μείωση των επιτοκίων και έχουν ευθυγραμμιστεί με την ΕΚΤ. Η εκτίμησή τους πλέον είναι ότι η πρώτη μείωση θα γίνει τον Ιούνιο και σωρευτικά για όλο το 2024 θεωρούν ότι αυτή δεν θα ξεπεράσει τη μία ποσοστιαία μονάδα.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ