Λίβυη: Ο πόλεμος που κάποιοι επέλεξαν να ξεχάσουν – Ο Καντάφι, οι ΗΠΑ και οι φύλαρχοι

Την πορεία της Λιβύης προς το χάος και τη διάλυση περιγράφει ο βραβευμένος δημοσιογράφος και συγγραφέας Ρίς Έρλιχ σε άρθρο του στο αμερικανικό περιοδικό progressive.

Ξεκινά από τον πρώην δικτάτορα Καντάφι και τη «στροφή» του από τον αντι-ιμπεριαλισμό στην αγκαλιά της Δύσης, έως την ανατροπή του και τις αποτυχημένες προσπάθειες επιβολής αρχηγών από τους δυτικούς στη Λιβύη.

Το άρθρο εξηγεί πως μια πολύ πλούσια σε πετρέλαιο χώρα και φυσικό αέριο χώρα τσακίστηκε από τον εμφύλιο μεταξύ φυλάρχων και μένει εγκλωβισμένη σε ένα πόλεμο ισχυρών ξένων δυνάμεων που εποφθαλμιούν να την ελέγξουν για τα δικά τους συμφέροντα.

Αναλυτές εξηγούν γιατί η Ουάσιγκτον, όχι μόνο σήμερα επί Τραμπ αλλά και κατά τη διακυβέρνηση Ομπάμα έχει επιλέξει να απεμπλακεί πλήρως από τη Λιβύη, κάτι που εκτιμούν ότι είναι ενδεικτικό μιας ''εξασθενημένης αυτοκρατορίας''.

Το άρθρο αναφέρεται επίσης στις ξένες δυνάμεις που παρεμβαίνουν στην περιοχή, στους μαχητές και τους μισθοφόρους που πολεμούν στα αντίπαλα στρατόπεδα στη Λιβύη.

Αναλυτικά το άρθρο του Ρις Έρλιχ

Έφτασα στο αεροδρόμιο της Τρίπολης στη Λιβύη σε αποστολή του ραδιοφώνου CBS με όλα τα χαρτιά μου. Είχα πρόχειρα ακόμη και τα τηλέφωνα των τοπικών αξιωματούχων μετανάστευσης σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά.

Και γρήγορα πήγε.

Υπάλληλος του αεροδρομίου μου είπε ότι με τα χαρτιά που έχω δεν επιτρέπεται να μπω στη χώρα, παρότι η επίσκεψή μου είχε εγκριθεί από την Λιβυκή Πρεσβεία στην Ουάσιγκτον.

Με έβαλε στην επόμενη πτήση από Τρίπολη και κατέληξα στη Βιέννη της Αυστρίας. Όπως φαίνεται οι φύλαρχοι που ήλεγχαν το αεροδρόμιο ήταν στα μαχαίρια με την Πρεσβεία στην Ουάσιγκτον και δεν αναγνώριζαν τις βίζες που εξέδιδε.

Ήταν 2012, όχι πολύ μετά την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι από τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές δυνάμεις και την επιστροφή της «δημοκρατίας» στη χώρα. Αλλά η Λιβύη ήδη όδευε προς την μετατροπή της σε ένα αποτυχημένο κράτος που ελέγχεται από αντιμαχόμενους πολέμαρχους, όπως επιβεβαίωσε και η εμπειρία μου στο αεροδρόμιο.

Το 2011, ο (Αμερικανός) πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα και οι φιλελεύθεροι παρεμβατιστές, δικαιολόγησαν ακόμη μια καταστροφική εισβολή ισχυριζόμενοι ότι προστάτευαν αμάχους από έναν αιμοσταγή δικτάτορα. Πολύ σύντομα όμως, οι ενέργειες της Ουάσιγκτον και των συμμάχων της δημιούργησαν χάος.

«Η Λιβύη είναι ένα αποτυχημένο κράτος» είπε ο Μπάραχ Μικάιλ αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Saint Louis της Μαδρίτης σε τηλεφωνική συνέντευξη που μου παραχώρησε. «Είναι μια χώρα με σφαίρες επιρροής, και όχι κυβέρνηση».

Σήμερα πλήθος εξωτερικών δυνάμεων ανταγωνίζονται για την κυριαρχία της Λιβύης, καμία από της οποίες δεν νοιάζεται ιδιαίτερα για το λαό της χώρας.

Η Τουρκία, το Κατάρ και Ο Αραβικός Σύνδεσμος στηρίζουν τη λεγόμενη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση που στην ουσία αποτελεί μια συμμαχία πολιτικών ισλαμιστών και εξτρεμιστικών ομάδων στην Τρίπολη. Η Ρωσία, η Γαλλία, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στηρίζουν τον στρατιωτικό δικτάτορα Χαλίφα Χαφτάρ με βάση τη Βεγγάζη.

Η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει συνεκτική πολιτική σχετικά με τη Λιβύη, κάτι που έχει λύσει τα χέρια των άλλων χωρών που παρεμβαίνουν εκεί.

«Ήταν ένα χάλι από την αρχή», μου είπε ο Βιτζάι Πρασάντ συγγραφέας του βιβλίου που εκδόθηκε το 2016 με τίτλο «ο Θάνατος του Έθνους και το Μέλλον της Αραβικής Επανάστασης». «δεν επρόκειτο για ξεσηκωμό κατά του Καντάφι. Ήταν ένας περιφερειακός πόλεμος».

Εξαιτίας των πλούσιων κοιτασμάτων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, οι ξένες δυνάμεις από παλιά επιδιώκουν να κυριαρχήσουν στη Λιβυη, μια χώρα με μόλις 6,9 εκατ. πολίτες. Πιο πρόσφατα, με την κατάρρευση της κεντρικής κυβέρνησης, τρομοκρατικές ομάδες εμφανίστηκαν, δημιουργώντας περιφερειακή αστάθεια. Επιπλέον, κυκλώματα που εκμεταλλεύονται μετανάστες χρησιμοποιούν τη Λιβύη σαν ενδιάμεση χώρα για την μετάβαση στην Ευρώπη.

Κάποτε η Λιβύη ήταν μέρος του αντι-ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Στις αρχές του 1970, ο Μουαμάρ Καντάφι πού πήρε την εξουσία με στρατιωτικό πραξικόπημα, συμμάχησε με ανερχόμενα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα κατά της πολιτικής των ΗΠΑ. Όσο ο καιρός περνούσε, γινόταν απλά ένας ακόμη διεφθαρμένος δικτάτορας που αναζητούσε δωροδοκίες από ξένες δυνάμεις.

Έως το 2003, ο Καντάφι είχε κάνει στροφή 180 μοιρών και συμμάχησε με την Ουάσιγκτον εγκαταλείποντας το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων και ανοίγοντας την οικονομία σε πρόσθετη εκμετάλλευση των δυτικών εταιριών.

«Ήταν σύμμαχός μας» μου είπε ο Μαρκ Ν. Κατς καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Τζορτζ Μέισον.

Όμως ο Καντάφι ήταν ένας αναλώσιμος σύμμαχος. Το 2011 μετά την ανατροπή δικτατορικών καθεστώτων στην Τυνησία και την Αίγυπτο από διαδηλώσεις της Αραβικής Άνοιξης, βγήκαν και οι Λίβυοι στους δρόμους. Δυτικές δυνάμεις είδαν την ευκαιρία να αντικαταστήσουν τον Καντάφι με έναν ακόμη πιο ευέλικτο κυβερνήτη.

Τον Μάρτιο του 2011, Γάλλοι, Βρετανοί και Αμερικανοί βομβάρδισαν από αέρος τη Λιβύη, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στις υποδομές της χώρας. Οι δυτικές δυνάμεις στήριξαν τις προσπάθειες να συνταχθεί ένα νέο σύνταγμα και να γίνουν βουλευτικές εκλογές. Η πραγματική ισχύς όμως, έμεινε στα χέρια τοπικών φύλαρχων. Η χώρα ξεκίνησε να διαλύεται.

«Άλλες χώρες προώθησαν Λίβυους που ζούσαν σε Αραβικές χώρες και στις ΗΠΑ», εξήγησε ο Πρασάντ. «Οι φύλαρχοι, δεν τους είδαν ποτέ ως αρχηγούς».

Η κυβέρνηση Ομπάμα ωστόσο αντιμετώπισε τη Λιβύη ως ένα σπουδαίο success story της πολιτικής της στις ανθρωπιστικές παρεμβάσεις με την τότε υπουργό Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντων να διακηρύσσει: «Ενεργοποιήσαμε μια πολιτική που είναι σωστή ιστορικά, σωστή από άποψη των αξιών μας, σωστή για τα στρατηγικά συμφέροντά μας στην περιοχή».

Η ιστορία έκρινε την εισβολή πολύ πιο σκληρά.

«Πώς μπορείς να λες ότι είσαι στη σωστή πλευρά της ιστορίας όταν μόλις κατέστρεψες μια χώρα;», διερωτάται ο Πρασάντ.

Ο στρατηγός Χαλίφα Χαφτάρ, ο ηγέτης του πανίσχυρου Εθνικού Λιβυκού Στρατού, ξεκίνησε μεγάλη επίθεση κατά της Τρίπολης τον Απρίλιο του 2019, υποσχόμενος μια σύντομη νίκη. Είχε την στήριξη Ρώσων μισθοφόρων και όπλα από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ο πρώην άνθρωπος της CIA ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί κοσμικές δυνάμεις αλλά επιτρέπει σε εξτρεμιστές να έχουν τον έλεγχο των τζαμιών σε περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του.

Τον περασμένο Ιανουάριο ενισχύθηκε η αντίσταση στην στρατιωτική επίθεση του Χαφτάρ, καθώς η Τουρκία έστειλε στρατεύματα και εξελιγμένα όπλα για να στηρίξει την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (GNA) με βάση την Τρίπολη. Για χρόνια, ο GNA ήλεγχε κάτι περισσότερο από την πρωτεύουσα. Αποτελείται από διάφορες ισλαμιστικές ομάδες και φυλάρχους, μεταξύ των οποίων η Μουσουλμανική Αδελφότητα και το Λιβυκό Ισλαμικό Μάχιμο Μέτωπο, που έχει στο παρελθόν σχετιστεί με την αλ Κάιντα.

Το GNA βασίζεται επίσης σε Σύρους εξτρεμιστές και Λίβυους που έχουν επιστρέψει στη χώρα αφού πολέμησαν την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία. Οι ταξιαρχίες αυτές, που είναι πολιτικά κοντά στην αλ Καιντα, ήταν οι πιο έμπειροι μαχητές, σύμφωνα με τον Βόλφγκανγκ Πουσζταϊ, πρώην σύνδεσμο άμυνας της Αυστρίας στη Λιβύη.

«Αυτοί οι τύποι είναι τρελοί», μου είπε σε τηλεφωνική συνέτνευξη από τη Βιέννη. «Αλλά ήταν η ραχοκοκαλιά του πολέμου κατά του Χαφτάρ τους πρώτους μήνες».
Το Πεντάγωνο στηρίζει τον GNA στην Τρίπολη και προσφέρει χαμηλού επιπέδου στρατιωτική συνεργασία. Αλλά γενικά η Ουάσιγκτον έχει αποσυρθεί από τη Λιβύη και επιτρέπει στην Τουρκία να κάνει τις βαριές δουλειές.

Ο σχεδόν δεκαετής πόλεμος και οι εξωτερικές παρεμβάσεις είναι καταστροφές για τους Λίβυους. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, 1,3 εκατ. Λίβυοι χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια και 200.000 είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι. Το Human Rights Watch επισημαίνει ότι όλες οι πλευρές παραβιάζουν το δίκαιο του πολέμου και σε ορισμένες περιπτώσεις, διαπράττουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Από τον Ιούνιο, ο GNA και η Τουρκία επιχειρούν στρατιωτικά προς τη Βεγγάζη, το προπύργιο του Χαφτάρ στην ανατολική Λιβύη. Η Αίγυπτος, σύμμαχος του Χαφτάρ, έχει απειλήσει με στρατιωτική εμπλοκή.

Η Αίγυπτος και ο Χαφτάρ ζήτησαν κατάπαυση του πυρός και ειρηνευτικές συνομιλίες, κάτι που δείχνει ότι έχει αποδυναμωθεί η στρατιωτική ισχύ του Χαφτάρ. Έως τώρα η Τουρκία και ο GNA απορρίπτουν την ειρηνευτική προσπάθεια.

Στο παρελθόν, η Ουάσιγκτον θα διατηρούσε κατοχικά στρατεύματα στη Λιβύη, ή τουλάχιστον θα έστελνε οπλισμό σε κάποιο από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Αλλά τόσο ο Ομπάμα όσο και η κυβέρνηση Τραμπ απομακρύνθηκαν από την Λιβύη, σημάδι μιας αυτοκρατορίας που έχει εξασθενήσει.

Τελικά θα χρειαστεί να υπάρξει πολιτική διευθέτηση της κατάστασης στη Συρία, αλλά δεν θα επιτευχθεί έως ότου οι μεγάλοι παίκτες αντιληφθούν ότι δεν μπορούν να νικήσουν στρατιωτικά.

«Η ξένη παρέμβαση και η παράδοση οπλισμού είναι το κύριο πρόβλημα», αναφέρει ο αναλυτής Μικάιλ. «Εάν αυτό σταματήσει, το τοπίο θα είναι διαφορετικό».

Πηγή: skai.gr