Κλείσιμο

Ανάλυση CNN: Η επόμενη πρόκληση για το ΝΑΤΟ - Η μεγάλη απειλή της υποχρηματοδότησης

Το ΝΑΤΟ γιορτάζει 75 χρόνια ωστόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε ξανά στην επιφάνεια ένα πρόβλημα δεκαετιών που αντιμετωπίζει η Συμμαχία και δεν είναι άλλο από τον αμυντικό της προϋπολογισμό ο οποίος έχει συρρικνωθεί σημαντικά την ώρα που οι αντίπαλοί της εκσυγχρονίζονται

Το ΝΑΤΟ γιορτάζει 75 χρόνια και μέσα σε αυτά τα χρόνια οι προκλήσεις στις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει ήταν αρκετές. Η μεγαλύτερη ωστόσο απειλή για το ΝΑΤΟ σχετίζεται με τα οικονομικά του που χρόνο με το χρόνο τα βλέπει να συρρικνώνονται επικίνδυνα. Όπως σχολιάζει σε ανάλυσή του το CNN, την ώρα που οι χώρες του ΝΑΤΟ δαπανούν ανεπαρκώς στην άμυνα, οι αντίπαλοι της Δύσης εκσυγχρονίζονται συνεχώς και ενισχύουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες.

Το ερώτημα είναι, μπορεί άραγε το ΝΑΤΟ να αντιστρέψει την εικόνα του αυτή;

Σύμφωνα με το CNN τα χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζει το ΝΑΤΟ όσον αφορά τη χρηματοδότηση αλλά και το πώς οι σύμμαχοί του συμπεριφέρονται απέναντι στο σοβαρό αυτό θέμα, γίνονται ιδιαιτέρως ορατά αν ρίξει κάποιος μια ματιά στον πόλεμο στην Ουκρανία. 

«Αναμφισβήτητα, υπεύθυνος για την εισβολή της Ρωσίας είναι ο ίδιος ο Πούτιν. Αλλά όσοι εμπλέκονται άμεσα στη πολιτική ασφάλειας της Δύσης λένε ότι οι προειδοποιήσεις πως υπάρχει ανάγκη βελτίωσης της άμυνας παραβλέφθηκαν με σκοπό την εξισορρόπηση των βιβλίων της συμμαχίας την εποχή της οικονομικής κρίσης το 2008» επισημαίνει το CNN στην ανάλυσή του. 

Ο Rasa Juknevičienė, υπουργός Άμυνας της Λιθουανίας από το 2008-2012, θυμάται μια συνάντηση με Αμερικανούς αξιωματούχους στο Πεντάγωνο το 2012, όπου άτομα «από όλες τις πλευρές, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, αναγνώρισαν ότι η Ρωσία θα ήταν σε θέση να δοκιμάσει το ΝΑΤΟ μέχρι το 2019».

Παρά το γεγονός πως γνώριζαν τον κίνδυνο, μέχρι το 2014, μόνο τρεις από τους τότε 30 συμμάχους κατάφεραν να επιτύχουν τον στόχο του 2% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες που έχει θέσει το ΝΑΤΟ.

Μιλώντας στο CNN, ο Juknevičienė, μέλος σήμερα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,δήλωσε: «Το ΝΑΤΟ κοιμόταν τη δεκαετία του 2010, επικεντρώθηκε στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και όχι στις περιφερειακές απειλές. Οι αμυντικές δαπάνες παρέμειναν χαμηλές σε όλη τη Δύση όχι μόνο λόγω των πιέσεων στον προϋπολογισμό, αλλά και επειδή όλοι – συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ – φοβήθηκαν να προκαλέσουν τη Ρωσία. Κατά τη γνώμη μου, αυτό σήμαινε ότι η Ρωσία μπορούσε να δει ότι το ΝΑΤΟ δεν έπαιρνε στα σοβαρά την άμυνά του, κάτι που έκανε την εισβολή στην Ουκρανία πολύ λιγότερο εκφοβιστική».

«Η υποχρηματοδότηση των αμυντικών προϋπολογισμών για μεγάλο χρονικό διάστημα έχει πολλαπλές συνέπειες – από χαμηλό αριθμό στρατευμάτων έως κακοσυντηρημένο εξοπλισμό. Όμως, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα περιορισμένα και ταχέως συρρικνούμενα αποθέματα πυρομαχικών που έπρεπε να δώσει η Δύση στο Κίεβο ήταν ίσως τα πιο επιζήμια» σχολιάζει το CNN στην ανάλυση.

«Ένα πράγμα είναι απολύτως βέβαιο, αν οι σύμμαχοι στην Ευρώπη είχαν πετύχει τον στόχο του 2% -ειδικά η Γερμανία- θα υπήρχαν πολύ περισσότερα όπλα για να δώσουν στην Ουκρανία χωρίς να αποδυναμώσουν την άμυνα των χωρών τους αντίστοιχα», δήλωσε στο CNN ο Τζον Χέρμπστ, πρώην Η.Π.Α. πρεσβευτής στην Ουκρανία.

«Ίσως αν υπήρχαν περισσότερα όπλα, θα ήταν περισσότερο αποτρεπτικό για τον Πούτιν», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τον αναλυτή του CNN, Luke McGee «αν και δεν ήταν δουλειά του ΝΑΤΟ να προστατεύσει την Ουκρανία από εισβολή, αφού η Ουκρανία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ωστόσο, η φύση της υποστήριξης των συμμάχων του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία έχει αποκαλύψει την ευπάθεια που προκάλεσε στη συμμαχία η χρόνια υποχρηματοδότηση».

Όπως επισημαίνει δεν είναι μόνο ότι οι χαμηλές στρατιωτικές δαπάνες σημαίνει αυτόματα και χαμηλά αποθέματα όπλων. Η έλλειψη ζήτησης σημαίνει πως δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για τις ιδιωτικές εταιρείες όπλων να επενδύσουν στην κατασκευή όπλων. Με άλλα λόγια, μπορείς να έχεις όλα τα χρήματα του κόσμου, αλλά δεν μπορείς να αγοράσεις όπλα που δεν υπάρχουν. Την ίδια ώρα, η Ρωσία έχει επεκτείνει μαζικά τη δική της παραγωγή πυρομαχικών και έχει στραφεί σε αντιπάλους της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Κορέας και του Ιράν, για πρόσθετα όπλα.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν έχουν βιομηχανίες όπλων που παράγουν αρκετό εξοπλισμό για έναν πόλεμο μεγάλων δυνάμεων», είπε ο Herbst.

«Αυτό έχει γίνει πλέον κατανοητό από τα μέλη του ΝΑΤΟ γι αυτό και περισσότεροι σύμμαχοι από ποτέ πληρούν τώρα τη δέσμευση ελάχιστης δαπάνης του 2% του ΑΕΠ, και αυτή πρόκειται να αυξηθεί ενόψει της συνόδου κορυφής στην Ουάσιγκτον τον Μάιο – σε μια εκδήλωση για τον εορτασμό της 75ης επετείου από τη δημιουργία του ΝΑΤΟ» σχολιάζει το CNN και τονίζει ότι έχουν δεσμευτεί δισεκατομμύρια δολάρια, καθώς και σχέδια από τα κράτη για την αγορά και την ενίσχυση της παραγωγής πυρομαχικών και όπλων. Αλλά τα περισσότερα από τα σχέδια αυτά που καταρτίζονται από αξιωματούχους είναι στην πραγματικότητα μακροπρόθεσμα – χρειάζεται χρόνος για την κατασκευή εργοστασίων και την εκπαίδευση του προσωπικού.

Ευρωπαίοι διπλωμάτες, ιδιαίτερα από τις χώρες της Βαλτικής, συχνά περιγράφουν την ανάγκη που υπάρχει όχι μόνο να γεμίσει το υπόστεγο που έχει αδειάσει δίνοντας όπλα στην Ουκρανία, αλλά και να χτίσει ένα νέο που χρειάζεται επίσης τα δικά του όπλα, κάτι που το γνωρίζει καλά ο ίδιος ο γ.γ του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ. 

Ο Peter Ricketts, πρώην πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στο ΝΑΤΟ, δήλωσε στο CNN ότι ενώ οι περισσότερες χώρες πληρούν πλέον το όριο του 2%, «τα νέα χρήματα χρειάζονται χρόνια για να μετατραπούν σε ικανότητα. Και δεν αρκεί τώρα που η απειλή έχει αυξηθεί στην Ευρώπη. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί σε μια μελλοντική προεδρία Τραμπ».

Ο αναλυτής του CNΝ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από τη μία πλευρά μπορεί κανείς να πει πως τα πράγματα στο ΝΑΤΟ είναι πιο ρόδινα από ό,τι ήταν εδώ και πολύ καιρό. Οι χώρες είναι σχετικά ενωμένες ως προς το τι πρέπει να γίνει μακροπρόθεσμα και είναι σε γενικές γραμμές πρόθυμες να πληρώσουν για αυτό. Νέες πρωτοβουλίες σε θέματα όπως οι δυνάμεις ταχείας αντίδρασης, οι εκπαιδευτικές ασκήσεις και η ανάπτυξη στρατευμάτων συντονίζονται κεντρικά. Η συμμαχία μάλιστα διευρύνθηκε, με την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Ωστόσο, οι παλιές παθογένειες παραμένουν. Υπάρχουν σύμμαχοι που δείχνουν δυσπιστία απέναντι σε άλλους συμμάχους για το πόσο γενναιόδωρα θα φερθούν εάν ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας τελειώσει. Και όσες χώρες έχουν εκπληρώσει ιστορικά τις δεσμεύσεις τους απέναντι στο ΝΑΤΟ εξακολουθούν να βλέπουν τους ομολόγους τους ως ένα «βάρος» αφού μπορεί να μην πάρουν ποτέ το μάθημά τους από τον πόλεμο.