Χ.Φλωράκης: Τα βιώματα μου με τον Μίκη

«Δεν σας κρύβω ότι βασανιζόμουνα τι να πω για τον Μίκη. Πρώτα - πρώτα ειπώθηκαν και είμαι απόλυτα σύμφωνος με αυτά που ειπώθηκαν για τον Μίκη, που εάν μίλαγα και εγώ φοβάμαι ότι θα τον φτώχαινα. Για αυτό τον λόγο θα αναφερθώ σε κάτι που βρήκα στο βιβλίο του, στον πρώτο τόμο, που για μένα έχει ιδιαίτερη αξία γιατί συνδέεται με την προσφορά της μάνας στον αγώνα αυτόν».
Λέει λοιπόν ο Μίκης «Μετά από αυτό το δείπνο σκορπίσαμε, ο Πέτρος πιάστηκε, μείναμε εγώ με τον Παύλο, το άλλο ραντεβού μου ήταν με την μάνα μου.
Η μητέρα μου έπρεπε να μου φέρνει να αλλάζω ρούχα, γιατί πως θα άλλαζα ρούχα; Είχαμε συνεννοηθεί λοιπόν και η μητέρα μου συνήθως με περίμενε σε ένα μεγάλο καφενείο που υπήρχε απέναντι από το υπουργείο Ναυτικών στην πλατεία Κλαυθμώνος, ένα άσπρο κτήριο. Εκεί καθόταν η μητέρα μου κοντά στο τζάμι και περνούσα εγώ απ` έξω. Έβγαινε η μητέρα μου, κρατούσε μια τσάντα με τα ρούχα μου τα καθαρά και είχε και λίγα φαγητά μέσα, με ακολουθούσε. Συνήθως πήγαινα σε κάποιους κινηματογράφους για να συναντηθούμε (ήταν ο Έσπερος, το Αττικόν). Το να συναντηθείς εκεί μέσα ήταν επικίνδυνο, γιατί πάντα παρακολουθούνταν αυτά τα μέρη, έμπαινα λοιπόν μέσα σε ώρες που δεν είχε πολύ κόσμο ανέβαινα πάντοτε στο υπερώο και καθόμουνα. Ερχόταν και η μητέρα μου, η οποία μου άφηνε την τσάντα με τρόπο μέσα στο σκοτάδι, εγώ την έπαιρνα, πήγαινα στο αποχωρητήριο, ήξερα πως είναι καλά τα αποχωρητήρια και εκεί άλλαζα τα ρούχα μου. Έβαζα τα εσώρουχα τα βρώμικα μέσα στην τσάντα, έπαιρνα και τα τρόφιμα, ήταν ένα μικρό δεματάκι, συνήθως τυρί -ψωμί, τέτοια πράγματα. Εκεί ήταν απαγορευμένο το να με αγγίξει η μάνα μου, η οποία ήθελε να πιάσει το παιδί της, να με αγκαλιάσει, να με φιλήσει. Της είχα πει «προσοχή γιατί πίσω είναι μάτια και όταν δουν ότι μια μεγάλη κυρία αγκαλιάζει έναν ψηλό νεαρό θα καταλάβουν ότι αυτός είναι παράνομος», δεν μπορούσε και αυτή να εκδηλωθεί και έκλαιγε και έφευγε»...
Αυτή ήταν η ψυχολογία της παράνομης ζωής στα χρόνια αυτά, όταν ο Μίκης το 1948 ήταν παράνομος στην Αθήνα και εδώ αναφέρεται σε ένα ραντεβού με την μάνα του.
«Αλλά δεν μπορώ, αφού βρήκα την ευκαιρία να σας πω και εγώ κάτι για την δική μου την μάνα. Ηταν το 1954, με είχαν πιάσει παράνομο εδώ στην Ελλάδα, με παρουσίασαν σαν πράκτορα της Μόσχας και όλη αυτή η προσπάθειά τους ήταν να με αποκηρύξει το σπίτι σαν προδότη και περισσότερο πίεζαν την μάνα μου. Πρωθυπουργός ήταν ο Παπάγος, ύστερα από τρεις μήνες που με είχαν σε αυστηρή απομόνωση στο υπ` αριθμό 13 κελί της γενικής ασφάλειας, δεν ξέρω αν το είχε γνωρίσει κανένας, επέτρεψαν το πρώτο επισκεπτήριο στην μάνα μου και ήρθε η μάνα μου με την αδερφή μου. Είχανε τότε έτοιμη την δικογραφία για το στρατοδικείο και τότε δεν είχε δεύτερη κουβέντα, σε εκτελούσαν. Η μακαρίτισσα η μάνα μου με έβλεπε από το παραθυράκι βέβαια, γιατί δεν με βγάλανε έξω από το κελί και έκανε έτσι (νεύμα). Εγώ κατάλαβα, τι να της πω τώρα να της δώσω λίγο κουράγιο;»
«Ρε μάνα, θυμάσαι όταν ήμουν μικρός τι ξύλο μου έδωνες;», της λέω.
«Αν δεν σε έκανα έτσι παιδάκι μου δεν θα γινόσουνα καλός άνθρωπος», η απάντηση της μάνας μου.
«Πάρετε την» λέει ήταν ο Ρακιντζής, ο Κροντήρης, ο Καραχάλιος και ο Λάμπρου (ήταν τότε υπαστυνόμος ο Λάμπρου) και την παίρνουν την γριά για την κουβέντα αυτή που είπε «δεν θα γινόσουν καλός άνθρωπος», διότι αυτοί προσπαθούσαν να την κάνουν να με αποκηρύξει και αυτή είπε την κουβέντα αυτή.
"Και το θυμάμαι αυτό και το λέω, γιατί έχει μεγάλη υπόθεση της μάνας και ας το έχουν υπ` όψιν τους εκείνοι που έχουν την μάνα τους ακόμα και να μην ξεχνάνε μια κουβέντα που είπε κάποιος όταν πέθαινε η μάνα του «άντε τώρα, δεν θα ξαναπώ μάνα». Είναι μεγάλη υπόθεση αυτή, αυτά είχα εγώ να σας πω. Πολλά ενδιαφέροντα θα βρείτε στο ίδιο το βιβλίο, να το διαβάσετε και αυτό και τα άλλα που θα βγουν, έχει πάρα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα.
Τώρα για την εκτίμησή μου και τον σεβασμό μου θα έλεγα στον Μίκη Θεοδωράκη τι να σας πω, το έχω πει και στον ίδιο δεν τα θέλει κιόλας...»
Πηγή: skai.gr