Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 5.000 νεκροψίες, από τις οποίες οι 150 αφορούσαν ανθρώπους που είχαν στην καρδιά τους κάποια συσκευή: οι περισσότεροι βηματοδότη (107) ή εμφυτευμένο απινιδωτή (22).
Διαπιστώθηκε μετά από ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο των συσκευών, ότι ήταν δυνατό στα τρία τέταρτα των περιπτώσεων (76%) να προσδιορισθεί ο χρόνος του θανάτου με χρήση των δεδομένων της συσκευής. Στην περίπτωση ταχυκαρδίας τη στιγμή του θανάτου, ο χρόνος που αυτός επήλθε, ήταν δυνατό να καθορισθεί με ακρίβεια λεπτού.
Επίσης, ήταν εφικτό να βρεθεί η αιτία του θανάτου -από βραδυκαρδία, ταχυκαρδία, κοιλιακή μαρμαρυγή κ.α.- στο ένα τέταρτο των περιπτώσεων (24%). Αν η αιτία θανάτου ήταν μία φονική αρρυθμία λόγω ταχυκαρδίας, τότε ήταν ευκολότερο να καταγραφεί από τη συσκευή.
Στο 7% των περιπτώσεων των ασθενών με εμφυτευμένη συσκευή, ο θάνατος οφειλόταν σε δυσλειτουργία της ίδιας της συσκευής, είτε του υλικού, είτε του λογισμικού της (π.χ. δεν αναγνώρισε την αρρυθμία, όταν αυτή συνέβη).
«Στην ιατροδικαστική περίπου το 30% των περιστατικών παραμένουν ανεπίλυτα, επειδή ο χρόνος και η αιτία του θανάτου παραμένουν ασαφείς ακόμη και μετά τη νεκροψία. Καθώς ο αριθμός των εμφυτευμένων στην καρδιά συσκευών με εξελιγμένες διαγνωστικές λειτουργίες συνεχώς αυξάνεται, μπορούν αυτές να μας βοηθήσουν να φωτίσουμε τέτοιες δύσκολες περιπτώσεις» δήλωσε ο Λακούρ.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, με τη βοήθεια των εμφυτευμένων συσκευών, το ποσοστό των ανεπίλυτων ιατροδικαστικών περιστατικών μειώνεται κατά το ήμισυ, από 30% σε 15% περίπου. Γι' αυτό, όπως είπαν, πρέπει πλέον να καθιερωθεί ως πρακτική ρουτίνας από τους ιατροδικαστές ο έλεγχος των στοιχείων που μπορεί να δώσει η εμφυτευμένη συσκευή του νεκρού, όταν υπάρχει τέτοια.
Πηγή: ΑΠΕ
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.