Νετζμίε Χότζα, η «Λαίδη Μάκβεθ» της Αλβανίας

Πάντα χαμογελούσε στο πλευρό του συζύγου της, με τα λεπτά της χείλη και πάντα την ίδια αυστηρή κόμμωση. Η επιρροή που είχε στην πολιτική γραμμή του άνδρα της, του ηγέτη της Αλβανίας Ενβέρ Χότζα, ήταν πολύ μεγαλύτερη από όσο άφηνε να φανεί δημόσια. Όλοι γνώριζαν ότι σχεδόν κατηύθυνε πολλές πολιτικές του επιλογές, ωστόσο ποτέ δεν κλήθηκε να λογοδοτήσει για τίποτα. Χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «Λαίδη Μάκβεθ» της Αλβανίας και ως «Μαύρη Χήρα». Μέχρι το τέλος της ζωής της δεν έδειξε μεταμέλεια για τα εγκλήματα που διέπραξε ο Χότζα. Πέθανε σχεδόν στα 100 της χρόνια την Τρίτη, στο ταπεινό διαμέρισμά της λίγο έξω από τα Τίρανα.

Η Νετζμίε Χότζα γεννήθηκε στην Μπίτολα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, σήμερα Βόρεια Μακεδονία, αλλά μεγάλωσε στα Τίρανα. Ήταν ένα από τα λίγα κορίτσια που είχε τη δυνατότητα να πάει σχολείο και να σπουδάσει στην μεταοθωμανική Αλβανία. Στα 20 της έγινε μέλος του Αλβανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, υπό την ηγεσία του Χότζα. Σύντομα εγκατέλειψε τη δουλειά της ως δασκάλας σε δημοτικό σχολείο για να πολεμήσει εναντίων των Γερμανών κατακτητών. «Εκπροσωπούσε στην αρχή μια νέα γενιά γυναικών, η οποία πολέμησε στο πλευρό ανδρών, με το όπλο στο χέρι για μια δίκαιη Αλβανία με ανθρωπισμό» αναφέρει στη DW o Γερμανός ιστορικός Μίχαελ Σμιτ-Nέκε.

Υποστηρικτής της δικτατορίας

Το 1945 όμως η Νετζμίε παντρεύεται τον Ενβέρ Χότζα και την ίδια χρονιά εγκαθιδρύεται στην Αλβανία μια από τις σκληρότερες δικτατορίες του εικοστού αιώνα. Κατά τη διάρκεια των χρόνων της εξουσίας του Χότζα, η σύζυγός του ανέλαβε θέσεις-κλειδιά: διευθύντρια του Μαρξιστικού-Λενινιστικού Ινστιτούτου, βουλευτής του αλβανικού κοινοβουλίου, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος. «Η Νετζμίε Χότζα είχε πολύ μεγαλύτερη επιρροή από άλλες συζύγους μεγάλων κομμουνιστών ηγετών της εποχής – με εξαίρεση ίσως τη Μάργκοτ Χόνεκερ και την Έλενα Τσαουσέσκου» σημειώνει ο Μίχαελ Σμιτ-Nέκε. Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1985, η Νετζμίε συνέχισε να παίζει καθοριστικό ρόλο εντός του ΚΚ της Αλβανίας.

Πάνω από 6.000 άνθρωποι εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Χότζα, συμπεριλαμβανομένων πολλών αριστερών, που υποστήριζαν απλά μια πιο ήπια μορφή σοσιαλιστικής ή σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης. Πολλοί διώχθηκαν ως αντιφρονούντες μόνο και μόνο επειδή έγραψαν ένα ποίημα ή ένα τραγούδι με επικριτική προς το καθεστώς διάθεση.

Καμία μεταμέλεια για το παρελθόν

Όσο ζούσε η χήρα του Χότζα δεν εξέφρασε ποτέ τη λύπη της για τα εγκλήματα του καθεστώτος. Αντίθετα σε μια συνέντευξη το 2004 στο Spiegel δικαιολόγησε τα εγκλήματα εναντίον αθώων ανθρώπων. «Οι ξένοι εχθροί μας συμμάχησαν με τους αντιπάλους μας στο εσωτερικό, γι αυτό έπρεπε να καταστρέψουμε τις οικογένειές τους, έπρεπε να εκδιώξουμε τους ταραχοποιούς και τους συγγενείς τους από τα Τίρανα. (…) Kάναμε τα αδέλφια τους, τα ξαδέλφια και τους γονείς τους να υποφέρουν για να πετύχουμε τον δίκαιο σκοπό μας», είχε πει η ίδια κυνικά στο Spiegel, δίχως ίχνος μεταμέλειας.

Αν και ποτέ η ίδια δεν κρίθηκε ένοχη για τα εγκλήματα του καθεστώτος, πέρασε στη φυλακή μια πενταετία μεταξύ 1992-1997 μετά από μια δίκη με πολλά δικονομικά σφάλματα που οδήγησε στην καταδίκη της μόνο για κατάχρηση δημοσίου χρήματος. «Η δίκη αυτή δεν την έφερε αντιμέτωπη με το παρελθόν» λέει στη DW ο Αλβανός δημοσιογράφος Άρμαντ Πλάκα. Μετά την αποφυλάκισή της το 1997 συνέχισε να ζει σε ένα απλό σπίτι, περιτριγυρισμένη από τα βιβλία και τα ενθύμια του συζύγου της. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό της δημοσιεύθηκαν τα απομνημονεύματά της. Στόχος της ήταν να αποκαταστήσει την υστεροφημία του άνδρα της.
 

Πηγή: DW - Ανίλα Σούκα/ Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη


 

Πηγή: skai.gr