«Η 8χρονη αδελφή μου έκλαιγε και ζητούσε τη μάνα μας»: Συγκινεί ο γιος του συζυγοκτόνου της Ζακύνθου

«Η μάνα μου φοβόταν. Εκανε δύο δουλειές για να ζει τα παιδιά της, αλλά και εκείνον. Ο πατέρας μου ξόδευε όλα του τα χρήματα. Τσακωνόντουσαν συχνά. Και εγώ και ο αδελφός μου είχαμε παρέμβει πολλές φορές. Ακόμη και χτυπώντας τον για να φύγει», δήλωσε ο 19χρονος

Ο Μανώλης Μπεκιράι, ο γιος της 40 χρονης γυναίκας που δολοφονήθηκε από τον σύζυγό της στη Ζάκυνθο, καρφώνει το βλέμμα στον πατέρα του. Ο 49χρονος με σκυμμένο το κεφάλι βγαίνει από το Δικαστικό Μέγαρο Ζακύνθου με χειροπέδες, πισθάγκωνα. Δεν είναι πάνω από 1,60 και μόλις 55 κιλά. Κι όμως αυτός ο άνθρωπος, οικοδόμος στο επάγγελμα, κακοποιούσε βάναυσα την σύζυγο και μητέρα των τριων παιδιών του ηλικίας 19, 14 και 8 ετών. 

Ο Μανώλης μιλά στην εφημερίδα «Πελοπόννησος» και δηλώνει κάτι το οποίο ξεπερνά κάθε ανθρώπινη σκέψη. Ο πατέρας του, μετά το φονικό, τον πήρε τηλέφωνο, και τον ρώτησε αν η μάνα του ζει ή αν πέθανε. Τόσο κυνικά.

Κατά τη διάρκεια της προσαγωγής του συζυγοκτόνου υπήρξε ένταση. Αστυνομικοί επέλεξαν να τον βάλουν στο Μέγαρο από πλαϊνή πόρτα. Ετσι όσοι ειχαν συγκεντρωθεί εκεί, κάποιοι γείτονες, γυναίκες με πλακάτ κατά της γυναικοκτονίας, αλλά και ο γιος του, δεν τον είδαν. Ο Μανώλης αντέδρασε. Τα έβαλε με τους αστυνομικούς: «Ηθελα να τον δω. Δεν θα εκανα κάτι, ήθελα να τον δω. Να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω ότι η 8χρονη αδελφή μου, έκλαιγε χθες και μου ζητούσε τη μάνα μας».

Τελικά, η έξοδος έγινε από την μπροστινή πόρτα. Και όντως ο 19χρονος δεν έκανε τίποτα. Απλά τον κοίταξε στα μάτια με θυμό.

Ο 19χρονος μίλησε για όσα βίωναν στο σπίτι στο Τσιλιβί: «Η μάνα μου φοβόταν. Εκανε δύο δουλειές για να ζει τα παιδιά της, αλλά και εκείνον. Ο πατέρας μου ξόδευε όλα του τα χρήματα. Τσακωνόντουσαν συχνά. Και εγώ και ο αδελφός μου είχαμε παρέμβει πολλές φορές. Ακόμη και χτυπώντας τον για να φύγει. Αλλα αυτός εκεί. Ακόμη και όταν πριν από ένα μήνα του έκανε μήνυση, εκείνος παρακάλεσε να γυρίσει πίσω. Τότε είχε αφεθεί ελεύθερος και υπήρξαν περιοριστικοί όροι να μην πλησιάζει την μάνα μου. Ομως εκείνος ήρθε και την παρακάλεσε να μείνει σπίτι μέχρι να βρει άλλο χώρο. Και η μάνα μου σκεπτόμενη εμάς και φοβούμενη το δέχτηκε. Παρά το ξύλο που είχε φάει από τα χέρια του». 

Ο ίδιος περιέγραψε τι έγινε τη μέρα της δολοφονίας της μητέρας του. «Ηρθε σπίτι μεθυσμένος, Εγώ έλειπα. Χτύπησε τη μάνα μου πολύ. Η μάνα μου πήγε στην Αστυνομία και του έκανε πάλι μήνυση. Και οι αστυνομικοί την άφησαν και έφυγε. Ούτε καν περιπολικό δεν διέθεσαν να την φέρει σπίτι. Να ελέγξουν, να δουν τι συμβαίνει. Την άφησαν αβοήθητη. Και ο πατέρας μου την βρήκε να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού και την σκότωσε».

Το έγκλημα στο Τσιλιβί εξακολουθεί και συγκλονίζει. Η Ελεονώρα είναι νεκρή. Θα κηδευτεί στην Αλβανία. Επεσε αιμόφυρτη στην αυλή του σπιτιού της, από τα χέρια του πατέρα των παιδιών της.