Βρετανία: Εξετάζεται συχνότερη αναπροσαρμογή του πλαφόν χρέωσης νοικοκυριών για την ενέργεια

Λονδίνο, Θανάσης Γκαβός

Τη συχνότερη αναπροσαρμογή του πλαφόν χρεώσεων για την κατανάλωση ενέργειας από τα νοικοκυριά εξετάζει η αρμόδια ρυθμιστική αρχή στη Βρετανία.

Όπως ανακοίνωσε η Ofgem, εξετάζει τη σκοπιμότητα επανεξέτασης του ορίου χρεώσεων κάθε τρεις μήνες αντί για κάθε έξι που ισχύει τώρα.

Σύμφωνα με τον Τζόναθαν Μπρίρλεϊ, διευθύνοντα σύμβουλο της αρχής που έχει την ευθύνη του ρυθμιστικού πλαισίου και εποπτείας της βρετανικής αγοράς ενέργειας, η συχνότερη αναπροσαρμογή «σημαίνει ότι το πλαφόν τιμών θα ανταποκρίνεται πιο πολύ στις τρέχουσες τιμές ενέργειας και οι όποιες μειώσεις των τιμών θα περνούν πιο γρήγορα στους καταναλωτές».

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι η αλλαγή αυτή θα βοηθούσε τους παρόχους ενέργειας στη Βρετανία «να προβλέπουν καλύτερα πόση ενέργεια χρειάζεται να αγοράσουν για τους πελάτες τους, μειώνοντας το ρίσκο περαιτέρω πτωχεύσεων παρόχων, οι οποίες εν τέλει ωθούν προς τα πάνω το κόστος για τους καταναλωτές».

Πάντως επικριτές της κίνησης αυτής λένε πως υπό τις παρούσες συνθήκες μια πιο συχνή προσαρμογή του ορίου χρεώσεων θα χτυπούσε τους καταναλωτές με πιο συχνές αυξήσεις.

Η αύξηση των χονδρικής τιμής φυσικού αερίου παγκοσμίως έχει οδηγήσει σε πτώχευση περίπου 30 εταιρείες ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο τους τελευταίους εννέα μήνες.

Οι συνθήκες αυτές οδήγησαν στην απόφαση της Ofgem να αυξήσει το πλαφόν χρεώσεων για την ενέργεια από την 1η Απριλίου. Αποτέλεσμα ήταν η αύξηση των χρεώσεων στους λογαριασμούς ενέργειας κατά 54% κατά μέσο όσο, στις 1.971 λίρες το χρόνο, δημιουργώντας ακόμα πιο ασφυκτικές συνθήκες για εκατομμύρια βρετανικά νοικοκυριά που υφίστανται το γενικότερα αυξημένο κόστος διαβίωσης.

Το πλαφόν τιμών ενέργειας στη Βρετανία αφορά περίπου 23 εκατομμύρια νοικοκυριά που υπάγονται στα βασικά προγράμματα μεταβλητών χρεώσεων των εταιρειών παροχής ενέργειας.

Η επόμενη προγραμματισμένη αναπροσαρμογή του πλαφόν χρεώσεων θα γίνει τον Οκτώβριο, με τους αναλυτές να προεξοφλούν νέα μεγάλη αύξηση ως αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων πιέσεων στην αγορά ενέργειας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Πηγή: skai.gr