Ιράν: Η φίμωση των γυναικών δημοσιογράφων

Οι γυναίκες δημοσιογράφοι Ν. Χαμεντί και Ελ. Μοχαμαντί ήταν από τους πρώτους που έγραψαν για τον θάνατο της νεαρής Αμινί. Συνελήφθησαν και τώρα εκκρεμούν οι δίκες τους

Μια αγκαλιά μέσα στον πόνο του πένθους. Η φωτογραφία των γονιών της νεαρής Αμινί που δολοφονήθηκε από την Αστυνομία Ηθών επειδή δεν φορούσε σωστά την μαντήλα της, έκανε το γύρο του κόσμου και προκάλεσε σφοδρές διαμαρτυρίες στο Ιράν. Η δημοσιογράφος Νιλουφάρ Χαμεντί είχε το θάρρος να δημοσίευσει τη φωτογραφία της, μέσα Σεπτεμβρίου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Αμέτρητες γυναίκες έχουν παρόμοιες εμπειρίες με την περιβόητη αστυνομία, αλλά σπάνια έρχονται στο φως λεπτομέρειες των συλλήψεών τους. Ο θάνατος της νεαρής Αμινί από τις κουρδικές περιοχές του Ιράν, προκάλεσε πάντως τις μεγαλύτερες διαμαρτυρίες στη χώρα εδώ και δεκαετίες. Παράλληλα μια άλλη νεαρή δημοσιογράφος, η Ελαχέχ Μοχαμαντί, έκανε επίσης ρεπορτάζ για την Αμινί στη γενέτειρά της, Σαγκές, και έγραψε για την κηδεία στην οποία παραβρέθηκαν χιλιάδες κόσμου. Οι διαμαρτυρίες τότε αρχίζουν να εξαπλώνονται σαν πυρκαγιά και η Αμινί γίνεται σύμβολο διαμαρτυρίας. 

Κατηγορούνται ως εχθροί του κράτους

Έξι μέρες μετά το θάνατό της, οι δυνάμεις ασφαλείας εισβάλλουν στο σπίτι της Χαμεντί. Η Μοχαμαντί συλλαμβάνεται μια εβδομάδα αργότερα. Οι συγγενείς τους ελπίζουν ότι γρήγορα θα αφεθούν ελεύθερες, αλλά μάταια. Οι μυστικές υπηρεσίες θεωρούν τις δημοσιογράφους «ξένους πράκτορες».

Τάφος

Τώρα πρόκειται να ξεκινήσουν οι αμφιλεγόμενες δίκες του.  Οι δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή για πάνω από οκτώ μήνες. Η Χαμεντί είναι 30 ετών και οι συνάδελφοί της την περιγράφουν ως μια ευγενική γυναίκα που κάνει μόνο τη δουλειά της. Εργάζεται για τη δημοφιλή εφημερίδα Shargh, η οποία δημοσιεύει τακτικά επικριτικά άρθρα. Παράλληλα, η 36χρονη Μοχαμαντί αρθρογραφεί εδώ και χρόνια στην εφημερίδα Hammihan και γράφει για τα δικαιώματα των γυναικών.

Και τα δύο μέσα ενημέρωσης αρνούνται τις κατηγορίες εναντίον των δυο γυναικών εργαζομένων. Μετά το κύμα των διαδηλώσεων «το κλίμα είναι απλά κακό», λέει μια δημοσιογράφος από γνωστό μέσο στην Τεχεράνη που προτιμά να κρατήσει την ανωνυμία της. Η πίεση έχει γίνει πολύ μεγαλύτερη, λέει.

Βία και καταστολή

Το πόσο μεγάλη ήταν η κρατική καταστολή απέναντι στους επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, φαίνεται από τα στοιχεία της Επιτροπής για την Προστασία Δημοσιογράφων (CPJ) στη Νέα Υόρκη. Σχεδόν 100 δημοσιογράφοι συνελήφθησαν, οι περισσότεροι από τους οποίους εν τω μεταξύ έχουν αφεθεί ελεύθεροι με εγγύηση.

Τα μέλη των οικογενειών τους δέχονται επίσης πιέσεις και δημοσιογράφοι σε όλη τη χώρα ζητούν οι δίκες να διεξαχθούν δημόσια. Υπάρχει μεγάλη ανησυχία ότι οι γυναίκες θα καταδικαστούν σε αυστηρές ποινές κεκλεισμένων των θυρών. Οι δίκες θα διεξαχθούν ενώπιον ενός διαβόητου επαναστατικού δικαστηρίου στην Τεχεράνη, του οποίου ο πρόεδρος Αμπολγκασέμ Σαλαουάτι έχει τη φήμη ενός ιδιαίτερα αυστηρού και σκληρού δικαστή.

Η υπόθεση των δύο δημοσιογράφων έχει προσελκύσει την προσοχή πολλών διεθνών ΜΜΕ. Την ίδια ώρα πάντως που η Νιλουφάρ Χαμεντί και η Ελαχέχ Μοχαμαντί βρίσκονται στις  διαβόητες φυλακές Εβίν, η Unesco τίμησε στις αρχές Μαΐου τις δυο γυναίκες για τη θαρραλέα δουλειά τους στις με το Βραβείο της Ελευθερίας του Τύπου. «Είναι περισσότερο από ποτέ σημαντικό να αναγνωρίσουμε όλες τις γυναίκες δημοσιογράφους των οποίων το έργο παρεμποδίζεται»,  δήλωσε η Όντρεϊ Αζουλάι, γενική διευθύντρια της Unesco παρουσιάζοντας το αιτιολογικό της απόφασης.

Πηγή: DW - Μαρία Ρηγούτσου