Οι 8 φορές που οι ΗΠΑ πρόδωσαν τους Κούρδους

Μία από τα πιο γνωστά ρητά των Κούρδων είναι: «Να μην έχει κανέναν φίλο πέρα από τα βουνά». Στην περίπτωση της τουρκικής στρατιωτικής επίθεσης στη βόρεια Συρία αυτό επιβεβαιώθηκε με τον χειρότερο τρόπο, καθώς οι ΗΠΑ έκοψαν την παροχή βοήθειας στους Κούρδους, οι οποίοι κατάφεραν να κερδίσουν τις μάχες κόντρα στους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους. 

Για μήνες οι Αμερικανοί αξιωματούχοι προσπαθούσαν και τελικά κατάφεραν να πείσουν τους Κούρδους μαχητές να παραδώσουν αμυντικά φυλάκια κοντά στις πόλεις Τελ Αμπιάντ και Ρας αλ Άϊν που σήμερα σφυροκοπούνται από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Όταν το έπραξαν ο Αμερικανός πρόεδρος αποφάσισε να επιτρέψει στον Τούρκο πρόεδρο να χτυπήσει τις θέσεις τους στην βόρεια Συρία. 

Η απόφαση του Τραμπ ήταν η όγδοη κατά σειρά προδοσία των Κούρδων από αμερικανικές κυβερνήσεις στην ιστορία. Η Ουάσινγκτον διαχρονικά έβλεπε τους Κούρδους ως εξαιρετικούς συμμάχους για τις μάχες στην Μέση Ανατολή και γι’ αυτό τους παρείχε όπλα και υποστήριξη. Μόλις πετύχαινε τον στόχο να γονατίσει τους αντιπάλους της, όμως, η Ουάσινγκτον πετούσε με συνοπτικές διαδικασίες εκτός διπλωματικού τραπεζιού τους Κούρδους, οι οποίοι σκοτώνονταν κατά εκατοντάδες από τους στρατούς των αντιπάλων τους. 

Η πρώτη και μικρότερη προδοσία των Αμερικανών ήρθε μετά το 1920. Τότε κυρίως οι Βρετανοί είχαν συντρίψει τα κουρδικά όνειρα για ανεξάρτητο κράτος. Μετά την Συνθήκη των Σεβρών του 1920 η κυβέρνηση του Κεμάλ Ατατούρκ απέρριπτε τις εδαφικές απώλειες που είχε υποστεί η Τουρκία. Η Ουάσινγκτον αποφάσισε τελικά να στηρίξει την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923, η οποία υποχρέωνε την Τουρκία να διαγράψει τις διεκδικήσεις της στα αραβικά εδάφη με αποτέλεσμα Βρετανία και Γαλλία να δημιουργήσουν την Συρία και το Ιράκ. Η Συνθήκη άφηνε εκτός τους Κούρδους. 

Μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ άρχισαν να αναλαμβάνουν τον βρετανικό αποικιακό ρόλο στην Μέση Ανατολή και εξόπλισαν τους Κούρδους του Ιράκ κόντρα στον πρωθυπουργό της χώρας, Αμπντ αλ-Καρίμ Κασέμ. Ο πρωθυπουργός του Ιράκ ήταν μη συνεργάσιμος με τις ΗΠΑ που στήριξαν το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1963 και τον έδιωξαν από τη χώρα. Από το 1961 οι Κούρδοι με την αμερικανική στήριξη ήταν σε ανοιχτή ένοπλη σύγκρουση με την ιρακινή κυβέρνηση, η οποία διήρκησε έως το 1970. Ωστόσο μετά το πραξικόπημα του 1963 η αμερικανική βοήθεια στους Κούρδους διακόπηκε. 

Την δεκαετία του 1970 η ιρακινή κυβέρνηση είχε πλησιάσει επικίνδυνα κοντά με την Σοβιετική Ένωση και η κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον μαζί με τον σάχη του Ιράν αποφάσισαν να δώσουν και πάλι όπλα στους Κούρδους του Ιράκ. Το σχέδιο δεν ήταν να κερδίσουν οι Κούρδοι στο Ιράκ, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αναταραχές με τον κουρδικό πληθυσμό του Ιράν. Ο στόχος ήταν να προκληθούν απώλειες για τον ιρακινό στρατό και την κυβέρνηση. 

Μετά την πίεση των Κούρδων η κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσεϊν αποφάσισε να συμβιβαστεί με το Ιράν. Οι Αμερικανοί έκοψαν για μία ακόμη φορά την στρατιωτική βοήθεια στους Κούρδους και αγνόησαν επιδεικτικά τις εκκλήσεις τους να μεσολαβήσουν προκειμένου να αποφευχθεί η αιματοχυσία από τον ιρακινό στρατό. Είναι ενδεικτικό το γράμμα που μεταφέρετε σε τηλεγράφημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 10 Μαρτίου 1975 από τον επικεφαλής των κουρδικών δυνάμεων, στρατηγό, Μουλά Μουσταφά Μπαρζανί. «Εξοχότατε οι ΗΠΑ έχουν μία ηθική και πολιτική ευθύνη απέναντι στον λαό μας ο οποίος δεσμεύθηκε στην πολιτική της χώρας σας. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την κατάσταση ικετεύουμε την εξοχότητα σας να αναλάβει δράση όσο τον δυνατόν πιο άμεσα στα δύο ακόλουθα θέματα. Να σταματήσει η ιρακινή επίθεση και να ανοιχθεί ο δρόμος για συνομιλίες μεταξύ ημών και του Ιράκ προκειμένου να φτάσουμε σε μία λύση για τον λαό μας που τουλάχιστον δεν θα χάσουμε την αξιοπρέπεια μας», γράφει ο Μπαρζανί στον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ. Οι ΗΠΑ δεν άλλαξαν γνώμη και ο ιρακινός στρατός κινήθηκε στα βόρεια και έσφαξε εκατοντάδες Κούρδους. 

Στην δεκαετία του 1980 η ιρακινή κυβέρνηση προχώρησε σε πραγματική γενοκτονία των Κούρδων με την χρήση χημικών όπλων εναντίον τους. Η αμερικανική κυβέρνηση του Ρίγκαν γνώριζε την χρήση χημικών όπλων αλλά επειδή δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τον Σαντάμ Χουσεϊν, ο οποίος τότε ήταν σε κόντρα με έναν ισχυρό εχθρό των ΗΠΑ, το Ιράν. Έτσι μπλόκαρε τις προσπάθειες του Κογκρέσου να επιβάλλει κυρώσεις στην ιρακινή κυβέρνηση.

Η επόμενη μεγάλη προδοσία ήρθε το 1991 κατά τη διάρκεια του Πολέμου Κόλπου από τον Αμερικανό πρόεδρο, Τζορτζ Μπους. Τότε ο Μπους κάλεσε τους σιίτες και τους Κούρδους του Ιράν να πάρουν τα όπλα και να διώξουν τον δικτάτορα Σαντάμ Χουσεϊν. Η Ουάσινγκτον, όμως, δεν φιλοδοξούσε να δει ένα δημοκρατικό Ιράκ αλλά ένα νέο πραξικόπημα του στρατού. Επιθυμούσε μία στρατιωτική χούντα χωρίς τον Σαντάμ Χουσεϊν, σύμφωνα με τους New York Times. Όταν το σχέδιο απέτυχε ο αμερικανικός στρατός αποχώρησε και πάλι και άφησε το Σαντάμ να σφάξει τους αντάρτες σε όλη τη χώρα. 

Ωστόσο, οι εικόνες των νεκρών Κούρδων είχαν προκαλέσει την διεθνή αντίδραση με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Μπους να στηρίξει μία βρετανική προσπάθεια προστασίας των Κούρδων στο βόρειο Ιράκ. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Κλίντον στην δεκαετία του 1990 οι Κούρδοι του Ιράκ έγιναν και πάλι σύμμαχοι, καθώς η Ουάσινγκτον είχε βάλει και πάλι στο στόχαστρο των Σαντάμ. Οι ΗΠΑ δεν έδειξαν την ίδια συμπάθεια για τους Κούρδους της νοτιανατολικής Τουρκίας, η οποία ήταν σύμμαχος της Ουάσινγκτον. Οι ΗΠΑ εξόπλισαν τον τουρκικό στρατό που δολοφόνησε εκατοντάδες Κούρδους και κατέστρεψε δεκάδες χωριά. 

Πριν την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 η Ουάσινγκτον συμμάχησε και πάλι με τους Κούρδους αν και γνώριζε ότι ήταν πολύ πιθανό να τους αδειάσει ακόμη μία φορά. Οι ανησυχίες της Τουρκίας μετά την πτώση του Σαντάμ οδήγησαν τις ΗΠΑ να δώσουν και πάλι το «πράσινο φως» στον τουρκικό στρατό το 2007 να εισβάλει στο βόρειο Ιράκ  και να σκοτώσει εκατοντάδες Κούρδους.