Το stand-up comedy κάνει θραύση στην Ελλάδα της κρίσης

Του Δημητρη Ρηγοπουλου

Μόλις έχουμε πάρει τα ποτά μας και προσπαθούμε να βολευτούμε στην άκρη της αυλής δημοφιλούς μπαρ των βορείων προαστίων. Είναι Δευτέρα βράδυ και δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω αν η κοσμοπλημμύρα που μας περιβάλλει έχει επιλέξει τη συγκεκριμένη ημέρα και τη συγκεκριμένη ώρα για τον ίδιο λόγο με εμάς. Τη στιγμή που ο κωμικός Λάμπρος Φισφής ανεβαίνει μ’ ένα νευρικό, επιδέξιο σάλτο πάνω στην αυτοσχέδια σκηνή και καλωσορίζει από μικροφώνου το κοινό του, δεν έχω καμία αμφιβολία: έχει κυλήσει μπόλικο νερό στο αυλάκι από τα άγουρα χρόνια της δεκαετίας του ’90, όταν η Λουκία Ρικάκη προσπαθούσε να «εξελληνίσει» ένα καθαρά αγγλοσαξονικό είδος, το stand-up comedy.

Είναι κρίμα γιατί δεν ζει να δει την άνθηση της αθηναϊκής σκηνής του stand-up τα τελευταία χρόνια. Mια καλή φουρνιά κωμικών που οι περισσότεροι συναντήθηκαν μαζί της στις εποχές της «Κούνιας» και του «104» αλλά και νεότεροι με πρόσβαση πια σε μια ανεξάντλητη δεξαμενή ενημέρωσης (youtube) που λειτουργεί παράλληλα σαν άτυπο σχολείο. Ταυτόχρονα, ένας κόσμος αποφασισμένος να βγει και να γελάσει και μια σειρά από μπαρ, πολυχώροι, μικρά ή μεγαλύτερα θέατρα πρόθυμα να επενδύσουν στην πιο «εύκολη» μορφή ψυχαγωγίας: για ένα δίωρο πρόγραμμα ο κωμικός δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από μια μικρή σκηνή, ένα μικρόφωνο και κάποιον στοιχειώδη φωτισμό. Κι εσείς, με ένα αντίτιμο κοντά στα 10 ευρώ ή απλά πληρώνοντας το ποτό σας, έχετε μια από τις πιο οικονομικές προτάσεις βραδινής εξόδου. Σωστά το καταλάβατε: όταν μας έλεγαν να δούμε την κρίση ως ευκαιρία, εννοούσαν κυρίως το stand-up comedy...

Προσωπικές σχέσεις

Ο Γιώργος Χατζηπαύλου είναι σήμερα μάλλον ο πιο «τακτικός» Ελληνας κωμικός στις συναντήσεις του με το κοινό: κάθε Παρασκευή και Σάββατο εμφανίζεται στο θέατρο «Εν Αθήναις» στο Γκάζι. Ο βασικός θεματικός του άξονας φέτος είναι οι σχέσεις και τα ζευγάρια, καθώς το ζήτημα φαίνεται να τον απασχολεί σε πιο προσωπικό επίπεδο. «Αν και μιλάμε για ένα αυστηρά θεατρικό είδος, υπάρχουν διαφορές με το συμβατικό θέατρο: στο stand-up δεν υπάρχει ρόλος, δεν υποδύεσαι κάτι διαφορετικό από σένα. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ένας κωμικός έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μία “περσόνα”, στην πραγματικότητα πρόκειται για προέκταση του εαυτού του». Για τον Γιώργο Χατζηπαύλου το stand-up είναι εργασία πλήρους απασχόλησης. Κάθε σεζόν δημιουργεί έναν κορμό κειμένων πάνω στον οποίο θα βασιστεί ο νέος κύκλος ζωντανών εμφανίσεων σε Αθήνα και περιφέρεια. Ο ίδιος μάς λέει ότι ασχολείται καθημερινά έξι έως οκτώ ώρες με θέματα που άπτονται του stand-up. Οταν τον ρωτάμε με τι γελάει ο κόσμος, είναι σαφής: «Με περιστατικά της καθημερινότητας που όλοι ξέρουμε αλλά δεν τους δίνουμε ιδιαίτερη σημασία και έρχεται ο κωμικός να τα αναδείξει με ένα δικό του φως, με τα θέματα σχέσεων πολύ, και τα τελευταία χρόνια όλο και λιγότερο με την πολιτική».

Η πολιτική εκτός;

Παράδοξο, τον διακόπτω, δεδομένης της ακατάσχετης πολιτικολογίας λόγω της κρίσης. «Βρίσκω στις σημερινές συνθήκες την πολιτική σάτιρα κάπως παρωχημένη, όχι γιατί δεν μπορεί να είναι εύστοχη ή αστεία, αλλά γιατί ο κόσμος βγαίνει από το σπίτι για να τα ξεχάσει όλα αυτά. Οπως μου είπε μια κυρία μετά την παράσταση, “δεν θέλουμε να γελάσουμε μαζί τους, να τους δείρουμε θέλουμε”...».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Λάμπρος Φισφής, νεότερος κωμικός με θητεία στην τηλεόραση (από τους βασικούς συντελεστές της εκπομπής «Κάψε το σενάριο» που είδαμε πέρυσι στο Mega) και εβδομαδιαίες παραστάσεις κάθε Παρασκευή στο Mike’s Irish Bar, στον Πύργο Αθηνών: «Υπάρχουν κωμικοί που κάνουν πολιτικά αστεία. Και οι πιο πολλοί ασχολούνται αρκετά με το τι συμβαίνει γύρω μας. Η πολιτική επικαιρότητα όμως είναι κάτι άλλο. Για εμένα υπάρχουν τρία προβλήματα με τα πολιτικά αστεία. Πρώτον, η επικαιρότητα αλλάζει κάθε μέρα. Και συγκεκριμένα στην Ελλάδα, κάθε ώρα. Κάτι που είναι αστείο τη Δευτέρα, δεν το θυμάται κανείς την Παρασκευή. Δεύτερον, πολλές φορές ο κόσμος δεν θέλει, όταν θα βγει να ξεσκάσει, να ακούει αυτά που ακούει στην τηλεόραση. Και, τρίτον, πολλές φορές τα αστεία πολιτικής επικαιρότητας δεν είναι αστεία. Θα κάνουν τον κόσμο να χειροκροτήσει. Θα τον κάνουν να πει “πες τα ρε”.
Αλλά όχι να γελάσει».

Στις «εξαιρέσεις» ανήκει ο Σίλας Σεραφείμ, ένας από τους πιο «πολιτικοποιημένους» Ελληνες κωμικούς. Στις παραστάσεις του με τίτλο «Οδηγίες κρίσης» (κάθε Σάββατο στο Βackstage, μουσική σκηνή του Μπάντμιντον), το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής καταλαμβάνει ένα σεβαστό μέρος όπως και η διαφθορά, το Μνημόνιο, η Αγκελα Μέρκελ. Χωρίς όμως να λείπει και μια πιο «ανάλαφρη», κοινωνικού περιεχομένου θεματολογία.

Διαφωνεί κάθετα με τον Χατζηπαύλου και τον Φισφή. «Το stand-up ως συγγενές είδος προς την επιθεώρηση φυσικά ενδείκνυται για πολιτική σάτιρα». Και αναρωτιέται: «Αν δεν κάνεις τώρα πολιτική σάτιρα, πότε θα κάνεις; Μπορεί ο κόσμος να μη συμφωνεί πάντα μαζί σου, αλλά τους αρέσει ο τρόπος που τα λες γιατί αναγνωρίζουν ότι είσαι εσύ με τις απόψεις σου».

Και σε τσιπουράδικο...


Ο Λάμπρος Φισφής έγινε κωμικός επειδή κάποια στιγμή είδε μια κασέτα του Εντι Μέρφι. «Mε το που τελείωσε, είπα: Αυτό θέλω να κάνω. Δεν ξέρω τι είναι, αλλά θέλω να γίνω σαν αυτόν... σε λευκό. H Ελλάδα μπορεί να μην έχει παράδοση στο stand-up comedy αλλά έχει παράδοση σε πολύ συναφή πράγματα, όπως ο επιθεωρησιακός μονόλογος, οπότε το stand-up δεν φαίνεται τόσο ξένο». Ναι, το stand-up στην Ελλάδα έχει ζήτηση.

«Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Αρχικά στην ανάγκη του κόσμου να γελάσει. Επίσης είναι ένα είδος που πάει παντού. Δεν χρειάζεται θέατρα, σκηνικά ή πολυπληθές καστ. Ενα μικρόφωνο, έναν κωμικό και μερικά άτομα κοινό, και έχεις παράσταση. Μέσα στον τελευταίο μήνα έχω παίξει σε μπαρ, καφέ, θεατράκια, ακόμα και σε τσιπουράδικο». Το stand-up είναι η δουλειά του. «Ομως εγώ είμαι η εξαίρεση. Και εγώ για πολλά χρόνια έπρεπε να κάνω δύο και τρεις άσχετες δουλειές για να βγάζω λεφτά ώστε να μπορώ να επιβιώνω κάνοντας stand-up. Για να γίνει full time job όμως, πρέπει να το αντιμετωπίσεις έτσι από την αρχή».

Και μια γυναίκα

Επαγγελματίας 100% είναι και η Κατερίνα Βρανά, μια από τις λίγες γυναίκες στο stand-up. Ζει τα τελευταία δέκα χρόνια στην Αγγλία. Λαμβάνει μέρος σε παραστάσεις έξι με επτά βραδιές την εβδομάδα, κυρίως στο Λονδίνο, ενώ παρουσιάζει δύο εβδομαδιαίες βραδιές κωμωδίας, μία για επαγγελματίες και μία για αρχάριους. «Η μεγαλύτερη διαφορά που παρατήρησα μεταξύ ελληνικού και αγγλικού stand-up δεν ήταν στο είδος αλλά στο κοινό. Το βρετανικό κι αμερικάνικο κοινό είναι πολύ πιο εξοικειωμένο. Είναι “ζεστοί” από την αρχή και μπορείς να παίξεις και να ανατρέψεις τις προσδοκίες τους. Στην Ελλάδα πολύς κόσμος ακόμα δεν γνωρίζει καθόλου τι σημαίνει stand-up, ούτε τι να περιμένει από μια τέτοια παράσταση. Από την άλλη βέβαια, στην Ελλάδα γελάνε πολύ πιο δυνατά».

Tο τέλος μιας μεγάλης παρεξήγησης

Οταν το stand-up άρχισε να γίνεται πιο γνωστό στην Ελλάδα, δηλαδή τα τελευταία λίγα χρόνια, δημιουργήθηκε μια μεγάλη παρανόηση. Ενα τμήμα του κοινού έβγαλε το συμπέρασμα (όχι αυθαίρετα) πως στο stand-up comedy δουλειά του κωμικού είναι να... κάνει ρεζίλι όσους άτυχους θεατές πιάσει στο στόμα του. Υπήρξε ένας μικρός αριθμός κωμικών που «έπαιξε σ’ αυτό το γήπεδο», με αποτέλεσμα κάποιος κόσμος να φοβηθεί. Ο Λάμπρος Φισφής θυμάται: «Οταν πρωτοξεκίνησε το stand-up στην Ελλάδα, έβγαλε ένα πολύ κακό όνομα καθότι οι κωμικοί παίζανε με το κοινό με προσβλητικό τρόπο. Ως αποτέλεσμα, για καιρό κανείς δεν έλεγε τίποτα στον κόσμο για να διορθώσει αυτό το κακό που είχε συμβεί. Το να μιλάς στον κόσμο είναι τεράστιο κομμάτι του stand-up, απλά πρέπει να ξέρεις να το κάνεις».
Πηγή: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ