Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Ένας σουλτάνος... πρόεδρος

Το 2001 ιδρύει το δικό του κόμμα. Το ονομάζει Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και μέσα σε ένα έτος εκλέγεται πρωθυπουργός της Τουρκίας, η οποία τα πρώτα χρόνια εξουσίας Ερντογάν μεταμορφώνεται. 

Της Αθηνάς Παπακώστα

«Έπαιζα ποδόσφαιρο κάποτε (...) Απώτερος στόχος είναι να κερδίζεις το παιχνίδι». Ήταν Απρίλιος του 2017 όταν ο Τούρκος πρόεδρος παραχωρούσε συνέντευξη στην ανταποκρίτρια του αμερικανικού δικτύου CNN, Μπέκι Άντερσον και επικαλούμενος τη δική του ποδοσφαιρική εμπειρία, έπαιξε για ακόμη μία φορά μπάλα παραδεχόμενος ότι η νίκη είναι ο απώτερος στόχος.

Εννέα μήνες πριν, στις 15 Ιουλίου 2016, μία αιματηρή απόπειρα (αποτυχημένου) πραξικοπήματος συγκλονίζει την Τουρκία και όσο η χώρα τρώει τις σάρκες της, ο πρόεδρός της επιχειρεί μέσω δημοψηφίσματος να αλλάξει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού υπέρ του ίδιου μετατρέποντας το τουρκικό πολίτευμα από προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία σε προεδρική συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες στα χέρια του.

Στην ίδια συνέντευξη ο Ταγίπ Ερντογάν δηλώνει «είμαι θνητός. Θα μπορούσα να πεθάνω ανά πάσα στιγμή» για να ξεκαθαρίσει ότι το νέο σύστημα προεδρικών υπερεξουσιών δεν αφορά εκείνον αλλά «αντιπροσωπεύει μία αλλαγή, μία μεταμόρφωση στη δημοκρατική ιστορία της Τουρκίας». Συμπληρώνει δε ότι δεν είναι δικτάτορας εξηγώντας ότι «όπου υπάρχει δικτατορία, δεν υπάρχει ένα προεδρικό σύστημα. Εδώ υπάρχουν κάλπες» με τους επικριτές του, τότε, να διερωτώνται «ποιος δημοκρατικός ηγέτης χρειάζεται να πει ότι δεν είναι δικτάτορας;» και σήμερα να περιμένουν να δουν εάν θα σεβαστεί το εκλογικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ηττηθεί.

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε το 1954 στο προάστιο Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης. Πολύ νεαρός σε ηλικία πωλούσε λεμονάδα και κουλούρια σε περαστικούς προσπαθώντας να βοηθήσει την οικογένειά του οικονομικά. Φοίτησε σε ισλαμικό σχολείο, τα λεγόμενα «Ιμάμ – Χατίπ», άρχισε να παίζει επαγγελματικά ποδόσφαιρο και φέρεται να σπούδασε στη Σχολή Εμπορικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Μαρμαρά καθώς ο Τούρκος πρόεδρος δεν έχει παρουσιάσει, μέχρι σήμερα, αντίγραφο του πτυχίου του.

Ήδη από την εφηβεία του είχε προσχωρήσει στη νεολαία του ισλαμικού κόμματος του Νετσεμτίν Ερμπακάν, «Εθνική Σωτηρία» και με εκείνον πορεύτηκε πολιτικά ακολουθώντας τον μέσα στα χρόνια και στο «Κόμμα Ευημερίας» υπό τη στήριξη του οποίου εξελέγη δήμαρχος Κωνσταντινούπολης από το 1994 έως το 1998 όταν και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών για υπόθαλψη θρησκευτικού μίσους. Αιτία, υπήρξε η απαγγελία ποιήματος σε οπαδούς του σε πολιτική εκδήλωση. «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι θόλοι (σ.σ των τζαμιών) τα κράνη μας, οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας και οι πιστοί οι στρατιώτες μας». Στη φυλακή παρέμεινε τέσσερις μήνες και εκείνοι που ήλπισαν να έχουν βάλει τέλος στην πολιτική του διαδρομή ηττήθηκαν αφού ο Ταγίπ Ερντογάν είχε πλέον συμμάχους εκείνους οι οποίοι αισθάνονταν φιμωμένοι και καταπιεσμένοι από το τουρκικό κράτος και στο πρόσωπό του είχαν βρει τη φωνή που είχαν χάσει.

Ο ελευθερωτής

Το 2001 ιδρύει το δικό του κόμμα. Το ονομάζει Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και μέσα σε ένα έτος εκλέγεται πρωθυπουργός της Τουρκίας, η οποία τα πρώτα χρόνια εξουσίας Ερντογάν μεταμορφώνεται. 

Ο ίδιος μοιάζει να την απαλλάσσει από τα βαρίδια του παρελθόντος προτάσσοντας τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τείνοντας χείρα βοηθείας στην κουρδικό πληθυσμό, απογειώνοντας την οικονομία της χώρας, τριπλασιάζοντας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενεργοποιώντας την ευρωπαϊκή της τροχιά κάνοντας, παράλληλα άνοιγμα στη διεθνή κοινότητα ενώ φαίνεται να συμφιλιώνεται και με τον στρατό. Μαζί του έχει έναν σύμμαχο – καθοδηγητή, τον ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν ο οποίος όμως σε λίγα χρόνια θα βαφτιστεί εχθρός του.

Ο αυταρχικός

Για έντεκα χρόνια παρέμεινε πρωθυπουργός της Τουρκίας μέχρι να γίνει πρόεδρός της, το 2014, και να κλείσει την πόρτα σε όλα όσα είχε ήδη αρχίσει να γυρίζει την πλάτη τα τελευταία χρόνια.

Σημείο καμπής υπήρξαν οι διαμαρτυρίες κατά των σχεδίων ανάπτυξης του πάρκου Γκεζί, γύρω από την Πλατεία Ταξίμ. Οι διαδηλώσεις κατά της καταστροφής ενός χώρου πρασίνου για να χτιστεί ένα εμπορικό κέντρο εξελίχθηκαν στο μεγαλύτερο κύμα διαμαρτυριών που η Τουρκία είχε να βιώσει πολλά χρόνια. Η βίαιη καταστολή και το «πείσμα» του Ερντογάν μετέτρεψαν τη διαμαρτυρία σε εθνικής κλίμακας κινητοποιήσεις.  Επισήμως πέντε άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ενώ, τουλάχιστον 8.000 τραυματίστηκαν.

Ο Ερντογάν αρχίζει ήδη από το 2013 να βαφτίζεται από τον λαό του «σουλτάνος». Πλέον ζει σε ένα παλάτι στην Άγκυρα, αρχίζει να ξηλώνει τον κεμαλικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους ξεκινώντας από την άρση της απαγόρευσης της μαντήλας, καταδικάζει τον φεμινισμό, στιγματίζει την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, ενδυναμώνει το Ισλάμ έναντι της κοσμικότητας, ενδύεται τον ρόλο του «πατέρα» του μουσουλμανικού κόσμου, εμπλέκεται στον εμφύλιο της Συρίας, κυνηγά τους Κούρδους, παίζει με τον αντιδυτικισμό στις συνειδήσεις του λαού, κυνηγά ή και φυλακίζει αντιπάλους και δημοσιογράφους και ανοίγει πόλεμο με τον Γκιουλέν. Παράλληλα, στο πεδίο εξωτερικής πολιτικής τα παιχνίδια του διαδέχονται το ένα το άλλο αρκεί να εξυπηρετούν τον εκάστοτε σκοπό του.

Η πολιτική του αφετηρία είναι πλέον παρελθόν. Όταν φτάνει δε η απόπειρα του αποτυχημένου πραξικοπήματος, τον Ιούλιο του 2016, ο δρόμος για την εγκαθίδρυση ενός προσωπαγούς καθεστώτος ανοίγει αφού με εντολή Ερντογάν μία επιχείρηση-σκούπα αρχίζει στην τουρκική κρατική μηχανή και όχι μόνο. Δικαστικοί, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, κρατικοί λειτουργοί, επιχειρηματίες, Μέσα Ενημέρωσης, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, όλοι όσοι δεν τον στηρίζουν γίνονται αυτομάτως εχθροί του ίδιου και του κόμματός του. Το 2018 με τη συνταγματική αναθεώρηση γίνεται πλέον κυρίαρχος του παιχνιδιού με την Τουρκία να έχει πλέον διολισθήσει στον αυταρχισμό.

Για ακόμη μία φορά υποψήφιος

Σήμερα, 21 χρόνια μετά, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αμφιβάλλει για τη νίκη του σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση. Ο ίδιος επιδιώκει την παραμονή του στην εξουσία και σαν σκληρός παίκτης, που έχει αποδείξει ότι είναι, εμπλουτίζει την λαϊκιστική του συνθηματολογία, τραγουδάει σε κάθε προεκλογική συγκέντρωση «σε όσους ακούν και δεν ακούν. Σε όσους ρωτούν και σε όσους δεν ρωτούν, εμείς τον αγαπάμε πολύ...» ενώ, κάνει όνειρα «άλωσης», πολώνοντας περαιτέρω το κλίμα και ελπίζοντας, στο τέλος, να εδραιώσει την ηγεμονική του παρουσία στη χώρα που φέτος συμπληρώνει 100 χρόνια από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους.

Πηγή: skai.gr