Κλείσιμο

Βορειοκορεάτες και βορειομακεδόνες...

Πώς αποκαλείται ο πολίτης της Βόρειας Κορέας, Κορεάτης ή Βορειοκορεάτης; Το ερώτημα, λογικά, δεν έχουμε κανέναν λόγο να μας απασχολεί. Αποτελεί ωστόσο ένα από τα επιχειρήματα των κ. Άγγελου Συρίγου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου, εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών, στο βιβλίο τους, φυλλάδιο πολεμικής ίσως θα ήταν ο καλύτερος χαρακτηρισμός, για το μακεδονικό.

Βορειοκορεάτες απαντούν, υποστηρίζοντας ότι στη συμφωνία με την FYROM είναι παγκόσμια πρωτοτυπία το όνομα του κράτους να μην συμπαρασύρει και την εθνικότητα. Στηλιτεύουν έτσι το ότι στον προσδιορισμό της εθνικότητας, δεν αναφέρεται κατ’ αναλογίαν Βορειομακεδόνες. Αλλά βέβαια δεν είναι τόσο απλό. Το επίσημο όνομα της Βόρειας Κορέας, με το οποίο έχει μπει στον ΟΗΕ, είναι Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας και οι πολίτες της Κορεάτες. Έχει επικρατήσει βέβαια να αναφερόμαστε σε Βόρεια Κορέα και Βορειοκορεάτες. Άλλο τα κείμενα και άλλο η πράξη. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για την Βόρεια Μακεδονία, αν η συμφωνία είχε επιτευχθεί το 1992 και είχε αναγνωριστεί διεθνώς με αυτό το όνομα. Σήμερα κανείς δεν ξέρει ποιο όνομα θα επικρατήσει διεθνώς στην καθημερινή χρήση. Θα είναι δύσκολο βέβαια να αλλάξουν συνήθειες ετών, παντού αποκαλούνται Μακεδόνες. Πόσο μάλλον που οι Μακεδόνες Έλληνες διεθνώς αποκαλούνται Έλληνες, δεν υπάρχει ζήτημα σύγχυσης. Αυτό όμως είναι και ένα επιχείρημα για το πόσο αρνητικά έχει λειτουργήσει η μεγάλη καθυστέρηση στην επίτευξη ενός συμβιβασμού. Πόσο αναγκαίο με άλλα λόγια ήταν να βρεθεί λύση.

Η διαφορά όμως ανάμεσα στα όσα λένε τα νομικά κείμενα και στην πραγματικότητα, ίσως να έχει ένα ευρύτερο ενδιαφέρον. Στην αρχή του βιβλίου, οι συγγραφείς επισημαίνουν, σωστά, ότι πολλές φορές σε μια αντιπαράθεση επικρατούν τα μικρά κράτη και ότι κατά συνέπεια έχει μεγάλη σημασία η συμφωνία που θα υπογραφεί. Κι αυτό ανεξάρτητα από το αν από μονή της η ΦΥΡΟΜ, λόγω μικρού μεγέθους, μπορεί να αποτελέσει απειλή για την Ελλάδα. Αναφέρονται βέβαια σε μια δύσκολη συγκυρία που μπορεί να δημιουργηθεί στο μέλλον, η οποία θα τους επιτρέψει, σε συντονισμό με άλλες δυνάμεις, να προωθήσουν τα όποια αλυτρωτικά τους όνειρα. Όμως βέβαια και αυτό είναι ένα επιχείρημα υπέρ της ανάγκης να βρεθεί λύση το συντομότερο δυνατόν ώστε να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Υπάρχει μάλιστα και το εξής παράδοξο: μια «καλή» για την Ελλάδα συμφωνία, μια συμφωνία δηλαδή που οι γείτονες θα θεωρούσαν ταπεινωτική, θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ καθώς θα ενίσχυε τους ακραίους εθνικιστές. Κάπως, αν επιτρέπεται η αναλογία, όπως η τιμωρητική συμφωνία στον πρώτο πόλεμο πριμοδότησε τον Χίτλερ. 

Με άλλα λόγια η πραγματικότητα των σχέσεων προηγείται των νομικών κειμένων. Αυτό το αναγνωρίζουν και οι συγγραφείς επισημαίνοντας ότι η ονομασία Λουξεμβούργο, τόσο για το κράτος όσο και για την ομώνυμη Βελγική περιφέρεια, δεν δημιουργεί προβλήματα επειδή οι σχέσεις των δύο κρατών είναι άριστες. Συμπέρασμα: πολύ περισσότερο από την συζήτηση για τις επί μέρους ρυθμίσεις της συμφωνίας, έχει σημασία να βελτιωθούν οι σχέσεις. Και στη βελτίωση θα συμβάλει καθοριστικά η ένταξη στο ΝΑΤΟ και μελλοντικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντιθέτως μια απόρριψη της συμφωνίας και μάλιστα σε αυτό το στάδιο όπως προτείνουν οι συγγραφείς, είναι απολύτως βέβαιο ότι θα λειτουργήσει εξαιρετικά αρνητικά για την Ελλάδα, θα οξύνει την αντιπαλότητα και θα ανατρέψει τους διεθνείς συσχετισμούς υπέρ των Σκοπίων. Μέσα από μια τέτοια οπτική, το ιδιαίτερα θερμό κλίμα στην επίσκεψη του υπουργού εξωτερικών της ΦΥΡΟΜ στην Τουρκία, έχει σίγουρα ενδιαφέρον. Αποτελεί μια προειδοποίηση για το τι συμβαίνει όσο η Ελλάδα ομφαλοσκοπείται.


Και νομικά όμως, στα δύο βασικά σημεία που ανησυχούν την Ελλάδα, τα σύνορα και το ενδεχόμενο δημιουργίας μειονοτικού, η συμφωνία δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο εκμετάλλευσης. Ιδίως αν παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο που ορίζεται από την συμφωνία ως ο τελικός κριτής των διαφορών που μπορεί να υπάρξουν. Ως προς τα σύνορα δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία, κάθε υποψία αναφοράς έχει αφαιρεθεί και έχουν αναγνωρισθεί ρητά και με τον πιο επίσημο τρόπο. Το ίδιο ισχύει και σε κάθε ενδεχόμενη παρέμβαση σε εσωτερικά ζητήματα, όπως των μειονοτήτων. Το λένε ρητά και οι συγγραφείς «η συμφωνία απαγορεύει στην ΠΓΔΜ/Βόρεια Μακεδονία» να θέσει τέτοιο ζήτημα και το «απαγορεύει αποτελεσματικά».

Από πού λοιπόν η ανησυχία των συγγραφέων; Όπως γράφουν « η ίδια η συμφωνία ουσιαστικά υποχρεώνει την Ελλάδα να αναγνωρίσει μακεδονική μειονότητα» από μόνη της. Κι αυτό επειδή αναγνωρίζοντας στα Σκόπια, με το άρθρο 7, το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το μακεδονικός με άλλη έννοια, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει το ίδιο δικαίωμα και σε δικούς της πολίτες. Αν αναγνωρίζει μακεδονικό λαό σε τρίτους, οφείλει να κάνει το ίδιο και στο εσωτερικό της. Δεν μου είναι απολύτως σαφές ότι κάτι τέτοιο ισχύει νομικά. Άλλωστε ρητά αναφέρεται ότι οι δύο χώρες άλλο εννοούν με τον όρο μακεδονικός, πώς λοιπόν ένα Ελληνικό δικαστήριο θα υποχρεωθεί να αποδεχθεί διαφορετικό ορισμό από αυτόν που αποδέχεται η Ελλάδα; Ιδίως μετά την ρηματική διακοίνωση όπου επίσης ρητά αναφέρεται ότι η μακεδονική υπηκοότητα δεν ορίζει «εθνοτικό δεσμό/εθνότητα». Αλλά βέβαια, με την ίδια συλλογιστική, αν, υποθετικά, στη συμφωνία γινόταν αποδεκτός ο όρος Σλαβομακεδόνες και σλαβομακεδονική γλώσσα, δεν θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα; Δεν θα μπορούσε να τεθεί θέμα σλαβομακεδονικής μειονότητας; Προφανώς. Ο λόγος που διαφωνούν λοιπόν οι συγγραφείς δεν είναι τόσο αυτή καθαυτή η αναγνώριση μειονότητας. Όπως λένε στην περίπτωση που γίνει αποδεκτή «μακεδονική» μειονότητα, θα έχει πληγεί «το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού τριών εκατομμυρίων Ελλήνων Μακεδόνων πολιτών του». Πώς γίνεται αυτό το λογικό άλμα ομολογώ δεν κατάλαβα. Ιδίως όταν οι ίδιοι έχουν αναγνωρίσει, με το παράδειγμα του Λουξεμβούργου, ότι μπορεί δύο χώρες να μοιράζονται το ίδιο όνομα χωρίς πρόβλημα. 

Υπάρχουν και άλλα σημεία όπου η συλλογιστική των συγγραφέων είναι προβληματική. Στο ζήτημα της γλώσσας για παράδειγμα, με ελάχιστα υποκρυπτόμενη οργή επισημαίνουν ότι αποδεχόμενη μακεδονική γλώσσα η «ασύλληπτα αλαζονική» Ελλάδα, παίρνει θέση υπέρ των Σκοπίων και κατά της Βουλγαρίας στο ζήτημα αυτό. Πράγματι υπήρξαν δηλώσεις και από τον πρόεδρο της Βουλγαρίας αρνητικές για την συμφωνία και για την γλώσσα. Όπως είναι γνωστό στη Βουλγαρία υποστηρίζουν ότι τα μακεδονικά δεν είναι ξεχωριστή γλώσσα αλλά Βουλγαρική διάλεκτος. Από την άλλη πλευρά βέβαια η Βουλγαρική κυβέρνηση δεν συμπλέει με τις δηλώσεις του προέδρου. Χαιρέτησε την υπογραφή της συμφωνίας, και υπογράμμισε την ανάγκη «να εφαρμοστεί». Είναι από τις πρώτες άλλωστε που αναγνώρισε τα Σκόπια ως Μακεδονία. Ρεαλισμός πάνω από ιδεολογήματα. 

Ένα άλλο σημείο επίσης προβληματικό, το οποίο υποκρύπτει ενδεχομένως και μια, συνήθη, υποτίμηση των γειτόνων και του κατά πόσο συγκροτούν ξεχωριστό έθνος, είναι η άποψη ότι «η προβολή ενός εθνικού μακεδονισμού έγινε μόνο στην δεκαετία του 1930 από την Κομμουνιστική Διεθνή». Και πάλι η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Πολύ πιο αναλυτική παρουσίαση της «εθνογένεσης» μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη «Το μακεδονικό ζήτημα, 1878-2018». Οι πρώτες αναφορές λοιπόν σε ξεχωριστό μακεδονικό έθνος γίνονται πολύ νωρίτερα. Έχει ενδιαφέρον ότι μια από τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτήν είναι η υπεροπτική αντιμετώπισή τους από τους Βούλγαρους. Βρήκα διαφωτιστικό το ακόλουθο απόσπασμα από το «Η Ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη. «Αυτοί εδώ οι χωριάτες που την γλώσσα τους την καταλαβαίνουν περίφημα και οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι, γράφει, αντιπαθούν τους πρώτους γιατί πήρανε τα παιδιά τους στο στρατό. Μισούν τους δεύτερους που τους κακομεταχειρίζονται για Βούλγαρους, Και κοιτάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους Ρωμιούς επειδή είμαστε γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του ορθόδοξου Πατριάρχη της Πόλης(…) Ωστόσο δεν θέλουν να’ ναι μήτε Μπουλγκάρ (Βούλγαροι), μήτε Σρρπ, (Σέρβοι)μήτε Γκρρτς (Έλληνες).Μονάχα Μακεντόν ορτοντόξ». Όπως σημειώνει ο Ηρακλείδης, η μακεδονική ταυτότητα αναπτύχθηκε δια της «εις άτοπον απαγωγής». Αποτελεί μια πραγματικότητα που πρέπει να διαχειριστούμε με ρεαλισμό και υπευθυνότητα.