Ένα από τα επιχειρήματα που πρόβαλε η Τουρκία επί σειρά ετών, προκειμένου να αντικρούσει τις επικριτικές φωνές που τη θεωρούσαν ασιατική χώρα και να γίνει μέλος της ΕΕ, ήταν η κοινή της ιστορία με την Ευρώπη. Η Τουρκία δηλαδή ισχυριζόταν, ότι ως Οθωμανική Αυτοκρατορία συμβίωσε για πολλούς αιώνες με την Ευρώπη και αυτός είναι ο λόγος που δικαιούται να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Άλλωστε, οι μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ Ατατούρκ, αλλά και η πολιτική των μεταγενέστερων τουρκικών κυβερνήσεων αποσκοπούσαν στο να της δώσουν ένα ευρωπαϊκό περίβλημα.

Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα επί διακυβέρνησης Ερντογάν, βλέπουμε έναν αναπροσανατολισμό αυτής της πολιτικής, σε σημείο που πολλοί αναρωτιούνται εάν η Τουρκία συνεχίσει να συμπορεύεται με τη Δύση και τους θεσμούς της. Σε αυτό συνηγορούν -πέρα από τη σύσφιγξη των σχέσεων με τη Ρωσία- τα ανοίγματα στο Ιράν, αλλά και η πρόσφατη επίσκεψη στη Βενεζουέλα και η υπογραφή εμπορικών συμφωνιών με τον Νικολά Μαδούρο.

Βέβαια, οι γνώστες της τουρκικής ιστορίας και πραγματικότητας ξέρουν πολύ καλά ότι η χώρα είναι ένα μίγμα ετερόκλητων στοιχείων και ότι ο τουρκικός πολιτισμός εδράζεται στέρεα, τόσο στο Ισλάμ όσο και στην ανατολίτικη παράδοση. Αν και για πολλούς αιώνες συμβίωσε, ως Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τη Δύση, η κουλτούρα της ήταν εντελώς ξένη προς την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, ενώ δεν έχει προσφέρει κάτι στο οικοδόμημα που λέγεται ευρωπαϊκός πολιτισμός. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ακόμα και η νοοτροπία του λαού είναι βαθιά ριζωμένη στην Ανατολή και είναι απίθανο να αλλάξει μόνο και μόνο με τη θέσπιση κάποιων διαταγμάτων του Ατατούρκ. Απλά, αυτή η σχέση με τη Δύση διατηρήθηκε λόγω των αμοιβαίων συμφερόντων, τα οποία όταν έπαψαν να υπάρχουν σηματοδότησαν και τη διάλυση της αυτοκρατορίας.

Πριν όμως προχωρήσουμε στα σχετικά με τον μελλοντικό προσανατολισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, πρέπει να δούμε κατά πόσο η Τουρκία είναι απαραίτητη για τη στήριξη των συμφερόντων της Δύσης. Και λέγοντας Δύση εννοούμε, κυρίως, τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι η Τουρκία κατέχει μια ιδιαίτερη γεωπολιτική θέση, από την οποία η Δύση συναρτά σημαντικά της συμφέροντα. Καταρχάς, μέσω των Στενών ελέγχει την έξοδο των ρωσικών πολεμικών στόλων στη Μεσόγειο, ενώ η εγγύτητά της προς τη Ρωσία, αλλά και το στρατηγικό της βάθος, αποτελούν ένα σοβαρότατο γεωπολιτικό πλεονέκτημα για το ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, αποτελεί και τη γέφυρα της Ευρώπης με τη Μέση Ανατολή, ενώ συνορεύει με ορισμένες από τις πιο ασταθείς περιοχές του πλανήτη, όπως το σιιτικό Ιράν και το Ιράκ. 

Επιπλέον, η γειτνίασή της με τη σπαρασσόμενη Συρία και η δυνατότητα άμεσης επέμβασης, ενισχύει ακόμη περισσότερο τη γεωπολιτική της αξία. Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός ότι, παρά τις μαζικές εκκαθαρίσεις που συνόδευσαν την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, η Τουρκία διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς του ΝΑΤΟ, αλλά και μεγάλο αριθμό αεροπορικών και ναυτικών βάσεων, με αποτέλεσμα να είναι εφικτή η υποδοχή και η συντήρηση συμμαχικών συμβατικών δυνάμεων και η διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων προς κάθε κατεύθυνση. 


Τι σημαίνουν, λοιπόν, όλα αυτά με όρους καθαρά γεωπολιτικούς και οικονομικούς για τη Δύση; Δεδομένης της επιδείνωσης των σχέσεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία, ιδιαίτερα ύστερα από την ενσωμάτωση της Κριμαίας και την επέμβαση στην Ανατολική Ουκρανία, η Τουρκία με τη θέση της, την έκτασή της, αλλά και το σύνολο των βάσεών της ασκεί ασφυκτικό έλεγχο στη Ρωσία. Επιπλέον, όλα τα παραπάνω πλεονεκτήματα δίνουν στις αμερικανικές ή στις νατοϊκές δυνάμεις τη δυνατότητα άμεσου ελέγχου του Ιράκ, του Ιράν και της Συρίας, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις της μπορούν εύκολα να συνδράμουν τις συμμαχικές επιχειρήσεις. 

Όμως, και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συμφέρον από μια φιλοδυτική Τουρκία, αφού εκτός από σημαντική αγορά για τα προϊόντα της, η γεωγραφική της θέση, αλλά και η σταθερότητά της αποτελούν εγγύηση τόσο για την ενεργειακή ασφάλεια των ευρωπαϊκών χωρών όσο και για τη συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών.

Όλα τα παραπάνω τα γνωρίζει πολύ καλά το καθεστώς Ερντογάν, όπως επίσης γνωρίζει ότι και η Τουρκία δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τη Δύση. Η Ρωσία δεν έχει ούτε την τεχνολογία, ούτε την οικονομία, αλλά ούτε και την παραγωγική βάση για να καλύψει τις τεράστιες ανάγκες της Τουρκίας. Αν υποτεθεί ότι η Δύση σταματά την παροχή κάθε βοήθειας προς την Τουρκία, είναι απολύτως βέβαιο ότι εκτός από την οικονομία, θα καταρρεύσουν και άλλοι κρίσιμοι τομείς, συμπεριλαμβανομένης της αμυντικής βιομηχανίας και της άμυνας. 

Οι συμπαραγωγές στην κατασκευή οπλικών συστημάτων, τις οποίες έχει επιτύχει η Τουρκία με άλλες δυτικές χώρες δεν είναι δυνατόν να συνεχιστούν. Αυτό κατέστη σαφές όταν οι ΗΠΑ απηύθυναν προειδοποίηση προς την Άγκυρα ότι θα την αποκλείσουν από το πρόγραμμα παραγωγής των αεροσκαφών F-35, στην περίπτωση που προβεί στην προμήθεια των πυραύλων S-400. Άλλωστε, στις αρχές του 2017, η αυστριακή αμυντική βιομηχανία απείλησε να άρει τη συμμετοχή της από την κατασκευή του τουρκικού άρματος ALTAY, λόγω της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη γειτονική χώρα. Δεδομένης λοιπόν της τεχνολογικής εξάρτησης από τη Δύση και της συμβατότητας των οπλικών της συστημάτων με τα αντίστοιχα νατοϊκά, κάθε απόπειρα πρόσδεσης στο ρωσικό άρμα θα έχει τρομακτικές επιπτώσεις στην άμυνα της χώρας.
Είναι επίσης υπόψη του Τούρκου Προέδρου, ότι η απώτερη επιδίωξη της Μόσχας είναι να χρησιμοποιήσει την Τουρκία ως μοχλό, για την πρόκληση προβλημάτων στη νότια πτέρυγα της Ατλαντικής Συμμαχίας. Απλώς, ο Ερντογάν παίζει ένα παιχνίδι, τόσο με τη Δύση όσο και με τη Ρωσία, με την προοπτική να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη. Ποια είναι αυτά τα κέρδη στα οποία αποβλέπει η Άγκυρα; 

  • Καταρχάς, η βοήθεια της Δύσης ώστε η Τουρκία να καταστεί περιφερειακή δύναμη, στο πλαίσιο της υλοποίησης των νεοοθωμανικών οραμάτων του Ταγίπ Ερντογάν. 
  •  Η έκδοση του Φετουλλάχ Γκιουλέν από τις ΗΠΑ, που θα εδραιώσει την κυριαρχία του Ερντογάν στο εσωτερικό και θα δώσει στο εξωτερικό την εντύπωση ότι μπορεί να εκβιάζει ακόμα και την Ουάσιγκτον.
  •  Η αποτροπή δημιουργίας μιας κουρδικής οντότητας στη Συρία, η οποία θα υπονομεύσει την εσωτερική ασφάλεια της Τουρκίας. 
  • Ο αυξημένος ρόλος στις πετρελαιοφόρους περιοχές του Ιράκ, όπως στο Κιρκούκ και στη Μοσούλη.
  • Η δυνατότητα αυθαίρετης εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου πλούτου της Μεσογείου και η εγκατάλειψη κάθε σχεδίου για την κατασκευή του αγωγού East Med, που θα την καταστήσει ως τον κύριο ενεργειακό παίκτη της περιοχής. 
  • Τέλος, η αύξηση της ροής των πιστώσεων από την ΕΕ για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. 
  • Το ερώτημα είναι μέχρι πότε η Άγκυρα θα μπορεί να εκβιάζει τη Δύση, αποκομίζοντας οφέλη. Η Τουρκία μπορεί να έχει μια εξαιρετική γεωπολιτική θέση επί της οποίας βασίζει τη διπλωματία της, όμως έχει και μια αχίλλειο πτέρνα, που είναι η αδύναμη και εξαρτώμενη οικονομία της. Αυτό αποδείχτηκε όταν ο Ερντογάν ενέδωσε στις ασφυκτικές οικονομικές πιέσεις των ΗΠΑ και αναγκάστηκε να απελευθερώσει τον Αμερικανό πάστορα, αποσυνδέοντας την κράτησή του από την έκδοση του Φετουλλάχ Γκιουλέν. 

Και δυστυχώς για την Τουρκία, η Ρωσία, ακόμα κι αν ήθελε πραγματικά, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποτελέσει τον πυλώνα στον οποίο θα στηριζόταν η τουρκική οικονομία και άμυνα.

Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος