Συρία: Η χώρα-κλειδί για τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο

Αν επιχειρήσουμε να εξετάσουμε τη σπουδαιότητα των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, θα διαπιστώσουμε ότι στο επίκεντρο των τρεχουσών εξελίξεων βρίσκεται η Συρία, η οποία αποτελεί αρένα για την επίτευξη γεωπολιτικών επιδιώξεων από πολλούς περιφερειακούς παίκτες, όπως η Ρωσία, το Ιράν, η Τουρκία, το Ισραήλ και οι σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου. Έτσι, μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην ίδρυση της Συρίας, στις πολιτικές εξελίξεις που επέβαλαν το καθεστώς και επέτρεψαν τη μακροημέρευσή του, αλλά και στα χαρακτηριστικά του συριακού πληθυσμού, θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις ιδιαιτερότητες της χώρας.

H Συρία, μια χώρα με πληθυσμό μεγαλύτερο από 18 εκατομμύρια είναι ένα σύνολο από φυλές, που κατατάσσονται σε μια ποικιλία θρησκειών και δογμάτων. Αν και οι Άραβες αποτελούν το 74% του τοπικού πληθυσμού, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πλήρη ομοιογένεια, αφού ανήκουν σε ένα πλήθος φυλών, που σε πολλές περιπτώσεις πλαισιώνονται από αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Οι Κούρδοι αποτελούν τη δεύτερη πληθυσμιακή ομάδα οι οποίοι καταλαμβάνουν το 9 έως 10% του πληθυσμού, ενώ ακολουθούν οι Τουρκμένοι που ανέρχονται στα 3,5 εκατομμύρια. Η τέταρτη ομάδα είναι οι Ασσύριοι που κυμαίνονται από 3 έως 4 εκατομμύρια, ενώ τέλος υπάρχουν και άλλες μικρότερες μειονοτικές ομάδες, όπως Κιρκάσιοι, Αρμένιοι κ.λπ. Αντίστοιχα, ομιλείται ένας μεγάλος αριθμός γλωσσών και διαλέκτων, όπως η αραβική που είναι η επίσημη γλώσσα, αν και κατατμείται σε πλήθος ομιλούμενων διαλέκτων, η κουρδική, η τουρκική, η νεοαραμαϊκή, η κιρκασιανή, η αρμενική κ.α.

Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό της Συρίας, πέρα από τις εθνικότητες και τις γλώσσες, είναι το πλήθος των θρησκειών και δογμάτων. Περισσότερο από το 70% του συριακού πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι σουνίτες, ενώ το 13% είναι σιίτες οι οποίοι ανήκουν σε διάφορα δόγματα όπως αλαουίτες, ισμαηλίτες κ.λπ. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι ο Πρόεδρος Άσαντ δεν είναι σουνίτης αλλά αλαουίτης. Τέλος, το 10% ανήκει σε διάφορα χριστιανικά δόγματα, ενώ υπάρχουν και 500.000 Δρούζοι μουσουλμάνοι, μια ιδιαίτερη μουσουλμανική αίρεση που συναντάται, κυρίως, στον Λίβανο.
Η Συρία αποτελούσε για αιώνες και μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.


Τον Μάιο του 1916, με τη Συμφωνία Σάικς – Πικό (Sykes – Picot), περιήλθε στη γαλλική σφαίρα επιρροής και παρέμεινε υπό Γαλλική Εντολή μέχρι το 1946, οπότε απέκτησε την ανεξαρτησία της, ενώ τον Μάιο του 1948, τα συριακά στρατεύματα, μαζί με άλλες αραβικές δυνάμεις, εισέβαλαν στην Παλαιστίνη, με σκοπό την παρεμπόδιση της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ. Τον Νοέμβριο του 1956, η συριακή κυβέρνηση υπέγραψε Σύμφωνο με την ΕΣΣΔ, ως αποτέλεσμα της Κρίσης του Σουέζ, μια ενέργεια που θορύβησε τις χώρες της περιοχής και ιδιαίτερα τη γειτονική Τουρκία, αφού αυτό θα είχε ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο στη βελτίωση της συριακής στρατιωτικής τεχνολογίας. Το 1958, στο πλαίσιο της υλοποίησης του οράματος του παναραβισμού, η χώρα ενώθηκε με την Αίγυπτο και αποτέλεσαν την «Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία», όμως η διαφορετική δομή των κοινωνιών των δύο χωρών και η επέμβαση του Νάσερ στη συριακή κουλτούρα και οικονομία οδήγησε την Ένωση σε διάλυση το 1961.

Το 1963, το σοσιαλιστικό κόμμα Μπάαθ, υπό την ηγεσία του αλαουίτη Χαφέζ αλ Άσαντ, πατέρα του σημερινού Προέδρου, κατέλαβε την εξουσία την οποία διατηρεί έως σήμερα. Το Μπάαθ, την εποχή της οργάνωσής του, δεν είχε πρόσβαση στα σουνιτικά στοιχεία και αναγκαστικά στράφηκε στη στρατολόγηση διαφόρων μειονοτικών (αλαουίτες, ισμαηλίτες, δρούζοι, χριστιανοί), ακόμη και φτωχών σουνιτών. Η άνοδος του Μπάαθ στην εξουσία σηματοδοτήθηκε από τη λήψη μέτρων σοσιαλιστικής χροιάς, τα οποία εξυπηρετούσαν τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ενώ ήταν καταστρεπτικά για τους γαιοκτήμονες και τη σουνιτική άρχουσα τάξη. Έτσι, η διογκούμενη αντίδραση οδήγησε σε συσπείρωση αυτών των στοιχείων γύρω από τον συριακό κλάδο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που ιδρύθηκε το 1935 στο Χαλέπι από τον Δρ. Μουσταφά αλ Σιμπάι. Αν και ο ιδρυτής της είχε το υπόβαθρο του αιγυπτιακού ισλαμικού πανεπιστημίου Αλ Αζχάρ και συνδεόταν με φιλία με τον ιδρυτή του αιγυπτιακού κλάδου, Χασάν Μπάννα, εντούτοις οι διαφορές μεταξύ των δύο οργανώσεων ήταν μεγάλες και οφείλονταν κυρίως στη δομή των αντίστοιχων κοινωνιών. Έτσι, η δράση της συριακής αδελφότητας οριοθετήθηκε κυρίως από την ύπαρξη του σοσιαλιστικού Μπάαθ και από την προσβολή των συμφερόντων της σουνιτικής αστικής τάξης. 

Γενικά, η μακροημέρευση του καθεστώτος Άσαντ με τον σοσιαλιστικό του προσανατολισμό δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Όμως, ο Χαφέζ Άσαντ, με τις πολιτικές του μεταρρυθμίσεις και την οικονομική απελευθέρωση, συσπείρωσε τις λαϊκές μάζες και απέτρεψε την προσέλκυσή τους από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Επιπλέον, εφαρμόζοντας έξυπνες στρατηγικές, κατάφερε να δημιουργεί έριδες ανάμεσα στους ηγέτες της Αδελφότητας και να ενισχύει τη θέση του στο εσωτερικό της χώρας. Τα κίνητρα που οδήγησαν στην αντιπαράθεση με το Ισραήλ δεν ήταν θρησκευτικά, αλλά αμιγώς πολιτικά, αφού η πολιτική Άσαντ συνοψιζόταν σε δύο άξονες: στην ασφάλεια της χώρας και στην αύξηση της επιρροής στον αραβικό κόσμο. Έτσι, παρά τις απώλειες των υψωμάτων του Γκολάν στον πόλεμο των «Έξι Ημερών», ο Άσαντ πέτυχε να τερματίσει τον εμφύλιο του Λιβάνου και να αντιδράσει άμεσα στην ισραηλινή εισβολή του 1982, καταφέρνοντας, έτσι, να επιβάλει την ηγεμονική ισχύ στον Λίβανο και να αποκτήσει εξέχουσα θέση στον αραβικό κόσμο. Ο τερματισμός του εμφυλίου στον Λίβανο, που επισημοποιεί την παρουσία του συριακού στρατού, δίνει το έναυσμα στον Άσαντ για άνοιγμα προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Ένα άνοιγμα που ενισχύθηκε με τη συμμετοχή στον πόλεμο του Ιράκ εναντίον του επίσης προερχόμενου από το Μπάαθ Σαντάμ Χουσεΐν, και στο πλευρό των ΗΠΑ. Αυτή η απόφαση, σε συνάρτηση με τη συμμετοχή του στις ειρηνευτικές συνομιλίες της Μαδρίτης, εγκαινίασε μία νέα εποχή για την πορεία των ειρηνευτικών σχέσεων στη Μ. Ανατολή. Μια πορεία που πλαισιώθηκε από την εκπόνηση ενός αμερικανοϊσραηλινού σχεδίου που αφορούσε στη σταδιακή απόσυρση του ισραηλινού στρατού από τα υψώματα του Γκολάν με αντάλλαγμα την ειρήνευση στη Μ. Ανατολή. Ένα σχέδιο που όμως εγκαταλείφθηκε το 1998 εξαιτίας της σφοδρής αντίδρασης που αντιμετώπισε από τους αντιπάλους του Άσαντ.

Τον Χαφέζ Άσαντ διαδέχεται ο γιος του Μπασάρ, ύστερα από τον θάνατό του, το 2000. Αρχικά, ο Μπασάρ προσπάθησε να δώσει στη Δύση την εντύπωση του εκσυγχρονιστή και επέτρεψε μερικές φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, που όμως σύντομα τις ανακάλεσε, δημιουργώντας ένα καθεστώς εξίσου ασφυκτικό με εκείνο του πατέρα του. Παράλληλα, ενισχύει και τους ήδη ισχυρούς δεσμούς με τη Μόσχα. Ο Μπασάρ, σε αντίθεση με τον πατέρα του, δεν κατόρθωσε να ελέγξει τις κινήσεις της Χεζμπολάχ η οποία χρησιμοποιούσε τα συριακά εδάφη για να προσβάλλει ισραηλινούς στόχους. Αυτό αποτέλεσε και την αιτία για την επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ, οι οποίες κλονίστηκαν οριστικά το 2006, όταν ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στον Λίβανο. Μάλιστα, το Ισραήλ επανέλαβε την παλιά πρότασή του για επιστροφή των υψωμάτων του Γκολάν στη Συρία, προκειμένου να σταματήσουν οι επιθέσεις της οργάνωσης.

Το 2011, η έκρηξη της Αραβικής Άνοιξης οδηγεί σε διαδηλώσεις τον συριακό πληθυσμό, που ζητά συνταγματικές ελευθερίες, φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και πάταξη της διαφθοράς. Η κυβέρνηση Άσαντ καταπνίγει με ιδιαίτερη σκληρότητα τις διαδηλώσεις, με αποτέλεσμα την κορύφωση της λαϊκής οργής και την έναρξη του εμφυλίου πολέμου. Καθώς δε η αντιπολίτευση κυριαρχείται από τα σουνιτικά στοιχεία, γρήγορα ο εμφύλιος παίρνει θρησκευτικό χαρακτήρα, ενώ εμπλέκονται άμεσα και έμμεσα τα περισσότερα κράτη της Μ. Ανατολής, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.

Τον Ιανουάριο του 2012 ο ηγέτης της Αλ Κάιντα, Αϊμάν Αλ Ζαουάχρι, καλεί το μέτωπο Αλ Νούσρα σε αντίσταση εναντίον της συριακής κυβέρνησης, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο με την επέλαση του Ισλαμικού Κράτους, που εμπλέκει και τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, αλλά και με την ανάπτυξη μικρής δύναμης πεζοναυτών. Σε όλη αυτή την προσπάθεια, βέβαια, εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, οι Αμερικανοί είχαν συμμάχους τους Κούρδους YPG, που επιδίωκαν την ίδρυση μιας αυτόνομης κουρδικής οντότητας. Με το πρόσχημα δε της αντιμετώπισης του Ισλαμικού Κράτους και κατόπιν πρόσκλησης από τη συριακή κυβέρνηση, ενεπλάκη στον πόλεμο και η Ρωσία, η οποία αποτελεί τον κυριότερο σύμμαχο της Δαμασκού, ενώ δεν πρέπει να θεωρηθεί αμελητέα και η εμπλοκή του Ιράν.

Κλείνοντας, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η αποχώρηση των Αμερικανών πεζοναυτών από τη Συρία, που ανακοινώθηκε πρόσφατα, δημιουργεί νέα δεδομένα, αφού δίνει ζωτικό χώρο σε άλλες περιφερειακές δυνάμεις για αύξηση της επιρροής τους στην περιοχή. Η Ρωσία θα ενισχύσει την ήδη μεγάλη επιρροή της στη χώρα και, κατ’ επέκταση στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως αντίστοιχα και το Ιράν, ένας περιφερειακός παίκτης που προωθεί με διάφορους τρόπους την παρουσία του στη χώρα. Η Άγκυρα επίσης αυξάνει την επιρροή της στην περιοχή, αφού πλέον οι Κούρδοι YPG, σύμμαχοι των Αμερικανών στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους παραμένουν απροστάτευτοι ύστερα από την αποχώρηση των Αμερικανών συμμάχων τους, ενώ, τέλος, ισχυροποιείται και η θέση του Άσαντ, αφού πολλές από τις σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου σπεύδουν να ανοίξουν δίαυλο μαζί του προκειμένου να καταπολεμηθεί η δράση της Χεζμπολάχ και η επιρροή της Τεχεράνης.

TAGS: Συρία