Η υγεία, πανθομολογούμενη ως δημόσιο αγαθό, χαρακτηρίζεται από εξωτερικότητες (externalities), δηλαδή επιδράσεις (θετικές/αρνητικές) που προκαλούν ατομικές επιλογές ή/και κρατικές ενέργειες στην κοινωνική ευημερία (τμήματος πληθυσμού/συνόλου της κοινότητας) οι οποίες προκαλούν στρεβλώσεις στην αγορά (market distortions) και η ανάταξη των αρνητικών συνιστά στόχο κρατικών παρεμβάσεων για επαναφορά της διασαλευθείσης κατάστασης στη φυσιολογική της λειτουργία.
Στην κατηγορία θετικών επιδράσεων περιλαμβάνονται προληπτικές ατομικές/δημόσιες ενέργειες, όπως επιλογή υγιεινού τρόπου ζωής (άσκηση, υγιεινή διατροφή), διενέργεια προληπτικών εμβολιασμών, εφαρμογή ενημερωτικών προγραμμάτων για υγειονομικά θέματα που βελτιώνουν τους δείκτες υγείας, αποτρέπουν/περιορίζουν εξάπλωση νόσων, περιστέλλουν την υπερβάλλουσα χρήση υπηρεσιών υγείας και τη λήψη δαπανηρής φαρμακευτικής αγωγής, προασπίζουν τη δημόσια υγεία και εξοικονομούν πολύτιμους πόρους.
Παραδείγματα αρνητικών εξωτερικοτήτων είναι η υιοθέτηση επιβλαβών συνηθειών (κάπνισμα, χρήση αλκοόλ/ναρκωτικών ουσιών), η μη συμμόρφωση με τις ιατρικές οδηγίες (λόγω μειωμένης πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, δυσχέρειας χρήσης φαρμακοτεχνικών μορφών, επιφυλακτικότητας-σκεπτικισμού λήψης της συστηθείσης φαρμακευτικής αγωγής, παραμέληση τήρησης των ιατρικών συστάσεων), η εσφαλμένη/ελλιπής ιατρική ενημέρωση (είτε η απουσία της), η εκτεταμένη (συχνά αχρείαστη) χρήση των προσφερομένων υγειονομικών υπηρεσιών και η αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών, οι οποίες θέτουν υπό διακινδύνευση την ατομική και δημόσια υγεία, δοκιμάζουν τις αντοχές των υγειονομικών συστημάτων και διακυβεύουν/μειώνουν την ποιότητα ζωής των πολιτών.
Μεταξύ των αρνητικών εξωτερικοτήτων είναι και η αποκληθείσα «ασύμμετρη πληροφόρηση» (asymmetric medical information) και ο εξ αυτής απορρέων «ηθικός κίνδυνος» (moral hazard). Σε υγειονομικά συστήματα που λειτουργούν με όρους ελεύθερης αγοράς και πλήρους οικονομικού ανταγωνισμού, οι ασθενείς αντιπροσωπεύουν τη ζήτηση και το ιατρικό προσωπικό (σε συνεργασία με το παραϊατρικό) την προσφορά και ταυτόχρονα τον ρόλο του «αντιπροσώπου» (agent) των ασθενών, ορίζοντας παράλληλα και τη ζήτηση αγαθών/υπηρεσιών υγείας.
Η εν τοις πράγμασι διάσταση του επιπέδου ιατρικής γνώσης-πληροφόρησης και επιστημονικής κατάρτισης μεταξύ χρηστών υπηρεσιών υγείας (ασθενών) και επαγγελματιών υγείας (ιατροί, φαρμακοποιοί, νοσηλευτές κτλ.) έχει ως απότοκο να εγείρονται ενίοτε αμφιβολίες από τους πρώτους ως προς την ιατρική αναγκαιότητα των υγειονομικών συστάσεων (φαρμακευτική αγωγή, εργαστηριακές εξετάσεις κτλ). Σε αυτό το σημείο, όπου υπεισέρχεται ο ρόλος του ιατρικού (συχνά και του παραϊατρικού) προσωπικού, προκειμένου να παράσχει τις ενδεδειγμένες συστάσεις ως καθ΄ύλην αρμόδιο για υγειονομικά θέματα, καταγράφεται η ανάδυση του αποκληθέντος «ηθικού κινδύνου», δηλαδή της συστάσεως περιττών και δαπανηρών θεραπειών ή/και εργαστηριακών/διαγνωστικών εξετάσεων, προκειμένου να επιτευχθεί η μεγιστοποίηση της οικονομικής ευημερίας ορισμένων επαγγελματιών υγείας (κυρίως ιατρών) με επιλογή της εν λόγω πρακτικής (βάσει προσοδοθηρικών κινήτρων σε αντίστιξη με τον επιβεβλημένο ως ασθενοκεντρικό χαρακτήρα του ιατρικού λειτουργήματος και μη συνάδουσα με την ιατρική δεοντολογία), η οποία θέτει υπό διακινδύνευση και τη δημόσια υγεία (πχ. ανάπτυξη μικροβιακής αντοχής λόγω υπερβάλλουσας συνταγογράφησης και κατανάλωσης αντιβιοτικών).
Η επιδίωξη του προσπορισμού οφέλους και της επαγόμενης μεγιστοποίησης της κερδοφορίας από ορισμένους ιατρούς εις βάρος της ευημερίας των ασθενών μέσω προκλητής ζήτησης (supplier induced demand) αγαθών/υπηρεσιών υγείας επιτείνεται σε υγειονομικά συστήματα όπου οι ιατροί αμείβονται βάσει παρεχομένων υπηρεσιών (fee for service) και επισκέψεων ασθενών, κινητροδοτώντας τους να υποκινήσουν/αυξήσουν τη ζήτηση ιατρικών υπηρεσιών/επισκέψεων ασθενών, βελτιώνοντας την εισοδηματική κατάστασή τους. Επιπροσθέτως, όταν οι προταθείσες άσκοπες δαπανηρές θεραπείες/ιατρικές υπηρεσίες αποζημιώνονται τμηματικώς/πλήρως από δημόσια ασφαλιστικά ταμεία, εκτινάσσεται το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης και αυξάνεται η πληθωριστική πίεση (μέσω αύξησης τιμών των υγειονομικών υπηρεσιών) για μεγέθυνση της δημόσιας υγειονομικής δαπάνης, με αρνητικές δημοσιονομικές συνέπειες και δυσμενή επίδραση στον κρατικό προϋπολογισμό.
Παράλληλα, σε περίπτωση απόδοσης (μέρους/του συνόλου) της δαπάνης αγοράς φαρμάκων ή/και των ανωτέρω υπηρεσιών υγείας από ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία, το επιλεχθέν ασφάλιστρο και η κοστολόγηση των παρεχομένων υπηρεσιών επηρεάζονται και από τη διαφορά του επιπέδου γνώσης (νοσούντων-ασφαλιστικών εταιρειών) για την κατάσταση της υγείας των ασφαλισμένων, αφού οι τελευταίοι γνωρίζουν περισσότερα για την κατάσταση της υγείας τους και ενίοτε αποκρύπτουν προβλήματα υγείας (πχ. χρόνιες παθήσεις).
Στην επιδείνωση του φαινομένου συνεπικουρεί και η εκ των ασθενών υπέρμετρη χρήση υπηρεσιών υγείας (ενίοτε άνευ ιατρικών συστάσεων) λόγω μειωμένης/μηδενικής συμμετοχής που καλούνται να καταβάλλουν για αγορά φαρμάκων, ιατροτεχνολογικού υλικού ή/και υγειονομικών υπηρεσιών (ενίοτε και αχρείαστων ιατρικών επισκέψεων με δική τους πρωτοβουλία) καθώς και η ανισοκατανομή και το υπερβάλλον αριθμητικό μέγεθος του ιατρικού δυναμικού που δραστηριοποιείται εντός μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής επικράτειας, παρέχοντας τις ιατρικές υπηρεσίες του στους εκεί διαβιούντες ασθενείς, με αυταπόδεικτη αύξηση του κινδύνου παραγωγής υπερβάλλουσας ζήτησης αγαθών/υπηρεσιών υγείας.
Συμπερασματικά, η βαρύτητα των ανωτέρω διαπιστώσεων επιβάλλει ως πρωταρχικό μέλημα την υιοθέτηση δραστικών πολιτικών πρόληψης και λήψη δέσμης κατασταλτικών μέτρων που θα πρέπει να περιλαμβάνουν χάραξη ορθολογικών υγειονομικών πολιτικών και την ενθάρρυνση των πολιτών για παρακολούθηση προγραμμάτων εκπαίδευσης-ενημέρωσης για βελτιστοποίηση του επιπέδου πληροφόρησής τους για τις τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της υγείας, τις νέες μεθόδους θεραπείας και τα οφέλη και την κλινική αποτελεσματικότητα τους καθώς και το συνολικό κόστος τους. Περαιτέρω, απαιτείται διαρκής οικονομομετρική αξιολόγηση των φαρμακευτικών θεραπειών και υπηρεσιών υγείας με την αρωγή της θεσμοθετημένης αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας, αναδιάρθρωση της γεωγραφικής κατανομής του ιατρικού δυναμικού σε όλη την επικράτεια βάσει χαρτογραφημένων (ανά περιφέρεια/νομό) υγειονομικών αναγκών, επέκταση του ελέγχου συνταγογράφησης φαρμάκων/παραπεμπτικών εξετάσεων και αυστηροποίηση κυρώσεων σε περιπτώσεις τεκμηριωθείσης απόκλισης από τις σχετικές (περί προκλητής ζήτησης) νομοθετικές διατάξεις.
Καταληκτικώς, με την υλοποίηση των ανωτέρω προτεινομένων δράσεων, θα καταστεί επιτεύξιμη η εναρμόνιση της ιατρικής συνταγογράφησης με την ισχύουσα νομοθεσία, η αποτροπή παρεκκλίσεων από τα νομοθετικώς ορισθέντα και η ορθολογική χρήση φαρμάκων και υπηρεσιών υγείας, εξυγιαίνοντας το υγειονομικό σύστημα από παραβατικές συνταγογραφικές πρακτικές άρσης των νομοθετημένων συνταγογραφικών ορίων-περιορισμών και αποσοβώντας τον κίνδυνο διακύβευσης της δημόσιας υγείας από ακροσφαλείς συστάσεις φαρμακευτικής αγωγής καθώς και διασπάθισης πολύτιμων δημόσιων πόρων.
* Ο Ισίδωρος Μέντης είναι Φαρμακοποιός (ΕΚΠΑ), Κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών στη Διοίκηση Οικονομικών Μονάδων με εξειδίκευση στα Οικονομικά της Υγείας (ΕΚΠΑ), Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Αθηνών και στέλεχος της Διεύθυνσης Φαρμάκου Κεντρικής Υπηρεσίας ΕΟΠΥΥ
isidorosm@gmail.com