Του Βασίλη Χιώτη

Πριν συμπληρωθεί μια εβδομάδα από τότε που η κυβέρνηση αποφάσισε και πάλι να καταφύγει σε γενικό απαγορευτικό, προκειμένου να περιορίσει την εξάπλωση του κορονοϊού, οι Έλληνες δείχνουν να δυσανασχετούν και να γκρινιάζουν για το κακό που τους βρήκε.

«Έχουμε φτάσει στα όριά μας» ακούγονται να παραπονούνται όλο και περισσότεροι, επειδή αναγκάστηκαν κάποιοι να μείνουν χωρίς δουλειά ή ακόμη χειρότερα, επειδή δεν μπορούν να απολαύσουν μια νυχτερινή έξοδο, σε ταβερνάκι ή μπαράκι.

«Βιώνουμε τον χειρότερο χειμώνα της σύγχρονης ιστορίας μας» για λόγους που δεν ευθυνόμαστε εμείς, δήλωσε χθες στον ΣΚΑΪ 100,3 ένα μέλος του συλλόγου των εστιατόρων, υποστηρίζοντας πως δεν έχει αποδειχθεί πως κάποιος κόλλησε τον ιό από εστιατόριο.

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΧΙΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΟΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΣΤΟΝ ΣΚΑΪ 100,3

Από την πλευρά του, ο επαγγελματίας αυτός έχει δίκιο. Αλλά μόνο αν κοιτάζει αποκλειστικά την δική του πλευρά. Αν κοιτάξει και τις άλλες πλευρές της ελληνικής πραγματικότητας, θα δει κι εκείνος πως επειδή η διακοπή λειτουργίας της εστίασης καθυστέρησε στην Βόρεια Ελλάδα για δεκαπέντε μέρες, τώρα η μισή χώρα έχει φτάσει στα όριά της και κινδυνεύει να μην μπορεί να διαθέσει ένα κρεβάτι σε νοσοκομείο για όποιον ασθενή το χρειαστεί.

Όταν φτάσαμε στο σημείο να νοσηλεύονται στην Ελλάδα με κορονοϊό πάνω από 2.500 άνθρωποι, εκ των οποίων οι 300 χαροπαλεύουν στις ΜΕΘ, είναι τουλάχιστον ιδιοτελές να λέει ο καθένας «και με μένα τι θα γίνει»…

Κι είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει ο εστιάτορας, πως αν η ταβέρνα του ήταν ανοιχτή, τα τραπέζια του θα ήταν γεμάτα!!

Το ίδιο ισχύει και για όσους άλλους παραπονούνται, για σοβαρούς ή για λιγότερο σοβαρούς λόγους, επειδή έχουν μπει σε καραντίνα. Πιθανότατα δεν έχουν αντιληφθεί, πως ο ιός δεν περιοριστεί τις επόμενες δέκα ημέρες, δεν θα μιλάμε απλώς για τον χειρότερο χειμώνα της ιστορίας μας, αλλά για τον μεγαλύτερο εφιάλτη της ζωής μας.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν έχει σημασία το αν θα έχεις να φας. Σημασία έχει να μην χάσεις κάποιον από αυτούς που αγαπάς. Διότι η φτώχεια παλεύεται και κάποτε βελτιώνεται. Ενώ ο θάνατος ούτε παλεύεται, ούτε βελτιώνεται.

Δεν φταίει κανείς που φτάσαμε στα όριά μας, διότι αυτά που συμβαίνουν δεν συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη. 

Αλλά όταν μιλάμε για τα όριά μας, δεν μιλάμε για το βιοτικό μας επίπεδο. Αλλά για την ικανότητά μας να κρατήσουμε  στη ζωή όσο το δυνατόν περισσότερους…