Κλείσιμο

Της Δρ Φλώρας Καραγιάννη *

Τους τελευταίους μήνες, μια σημαντική μεταρρύθμιση του Υπουργείου Εσωτερικών, η δημιουργία ενός νέου συστήματος πανελλαδικών εξετάσεων για όσους αλλοδαπούς επιθυμούν γίνουν Έλληνες πολίτες, δίνει αφορμή για αναστοχασμό και στον Πολιτισμό. Πλέον, το νέο σύστημα που καθιερώθηκε με τον Νόμο 4735/2020, προβλέπει την επιτυχή εξέταση των υποψηφίων στην ελληνική γλώσσα, καθώς και στους τομείς Γεωγραφίας, Ιστορίας, Πολιτικών Θεσμών και Πολιτισμού. Η ένταξη του Πολιτισμού στους τομείς που η ελληνική πολιτεία κρίνει απαραίτητους για την εξέταση υποψηφίων προς απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας, είναι από μόνη της, ως γεγονός, μια πολύ σημαντική απόφαση, η οποία δίνει αφορμή για διάφορες σκέψεις και προβληματισμούς, που ξεπηδούν από τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του. 

Ο Πολιτισμός περιλαμβάνει μέσα του πολλές επιμέρους έννοιες, ποικίλες εκφάνσεις και πτυχές της ζωής, κοινές αξίες, αλλά και διαφορετικότητες. Σε ό,τι αφορά τη μνημειακή πολιτιστική μας κληρονομιά, η ισότιμη αυτόματη προστασία κάθε ίχνους ανθρώπινης δραστηριότητας που χρονολογείται μέχρι τον 19ο αιώνα αποτελεί μια αυτονόητη πράξη που καλύπτεται πλήρως από την Αρχαιολογική Νομοθεσία. Στον σύγχρονο όμως, πολιτισμό, όπου λόγω της πρόσφατης περιόδου παραγωγής του, δεν υπάρχει η έννοια της ιστορικότητας, τίθεται  συχνά προς συζήτηση ή και ενίοτε, αμφισβήτηση, τα κριτήρια προβολής και προστασίας του.  

Αναμφίβολα, ο 20ος και ο 21ος αιώνας έχουν απελευθερώσει σε τέτοιο βαθμό την τέχνη, που δύσκολα μπορεί κανείς να ανιχνεύσει σαφή όρια. Όλα τα είδη του λεγόμενου «σύγχρονου πολιτισμού» (μουσική, θέατρο, κινηματογράφος, χορός, εικαστικές τέχνες), έχουν τόσο πολύ εξελιχθεί, και μάλιστα, σε τελείως διαφορετικές μεταξύ τους κατευθύνσεις, ώστε δεν μπορεί κανείς εύκολα να ορίσει ποια κατηγορία είναι πιο «ελληνική» από την άλλη. Εύκολα μπορεί κανείς, ακόμη και χωρίς να έχει ειδικές γνώσεις, να αναγνωρίσει ένα γλυπτό ως αρχαίο, ή μια μελωδία ως βυζαντινή ή μια παράσταση στο θέατρο ως αρχαιοελληνική. Όμως, μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα, στη μουσική, στο θέατρο, στη ζωγραφική, στην γλυπτική, έγιναν τόσες πολλές αλλαγές, δημιουργήθηκαν τόσες πολλές τάσεις και «σχολές» που αναρωτιέται κανείς τι από όλα αυτά ή όλα αυτά (;), μπορούν να χαρακτηριστούν «ελληνικός» και «νεοελληνικός» πολιτισμός. Μπορεί και όλα. Μπορεί και κάποια από αυτά. Τα κριτήρια δεν είναι σαφή. Σίγουρα όμως περιλαμβάνουν χωροταξικά δεδομένα (ελληνική επικράτεια) ή και εθνικά δεδομένα (Έλληνες δημιουργοί). 

Στο ερώτημα αν ένα σύστημα εξετάσεων για τον ελληνικό πολιτισμό προβάλλει ή θα έπρεπε να προβάλει μόνο τις κατηγορίες που θεωρούνται πιο «ποιοτικές» σε σχέση με κάποιες άλλες, η απάντηση είναι μία και είναι αρνητική. Κι αυτό, γιατί κανένας Νόμος του ελληνικού κράτους δεν θέτει ποιοτικά κριτήρια στον Πολιτισμό, καθώς η καλλιτεχνική δημιουργία προστατεύεται ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο δημιουργός της και πόσο «καλό» ή «κακό» είναι το έργο τέχνης. Ακολούθως, η ιστορία κάθε τομέα του σύγχρονου πολιτισμού ( μουσική, το θέατρο, ο χορός, ο κινηματογράφος, οι εικαστικές τέχνες), έχει τη δική της πορεία με τους δικούς της ποικίλους εκφραστές, αρεστούς σε κάποιους, μή αρεστούς σε κάποιους άλλους, λόγιους, ακαδημαϊκούς ή λαϊκούς. Γι’ αυτό, και ίσως περισσότερο από κάθε άλλον τομέα, ο Πολιτισμός έχει τόσες διφορούμενες αναγνώσεις και τόσο διαφορετικούς υποστηρικτές και θαυμαστές. 

Σε ένα λοιπόν σύστημα αξιολόγησης υποψηφίων για τον Πολιτισμό, όπως αυτό των Εξετάσεων για την απόκτηση Ελληνικής Ιθαγένειας, αυτό που κρίνεται δεν είναι κατά πόσον οι ερωτήσεις προβάλλουν και αναδεικνύουν συγκεκριμένα καλλιτεχνικά ρεύματα στις εικαστικές τέχνες, ή συγκεκριμένα είδη μουσικής που είναι πιο «ελληνικά» ή πιο «ποιοτικά» από κάποια άλλα ή αντιστοίχως συγκεκριμένα είδη του ελληνικού κινηματογράφου που είναι καλύτερα από κάποια άλλα.  

Άλλωστε, το τι είναι πιο σημαντικό, σε σχέση με κάτι άλλο στον Πολιτισμό, είναι μια ατέρμονη συζήτηση, χωρίς «σωστές» ή «λάθος» απαντήσεις, και με πάρα πολλούς αστερίσκους από αυτόν που θέτει κάθε φορά τα κριτήρια. Γι’ αυτό και στις εξετάσεις της Ιθαγένειας, αυτό που κρίνεται είναι εάν οι δημιουργοί ή η καλλιτεχνική δημιουργία τους που συνδέθηκε με συγκεκριμένες όψεις, εποχές, περιοχές και κοινωνικές καταστάσεις του σύγχρονου Ελληνισμού είναι αναγνωρίσιμες από κάποιον αλλοδαπό, ο οποίος επιθυμεί να γίνει Έλληνας πολίτης. 
Και δικαιολογημένα, τη δική της θέση στις ερωτήσεις του Πολιτισμού κατέχει η Λαογραφία, στον βαθμό που αυτή καταγράφει, περισώζει και αναδεικνύει πτυχές του υλικού, πνευματικού ή κοινωνικού βίου του Ελληνισμού, της μετά τη βιομηχανική επανάσταση περιόδου. Είναι άλλωστε γνωστό ότι στη χώρα μας υπάρχουν πολύ σημαντικά λαογραφικά μουσεία, έδρες Λαογραφίας στα Πανεπιστήμιά μας, ερευνητικά κέντρα Λαογραφίας, όπως το Κέντρο Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Και ναι, ανεξαρτήτως του πόσο κοντά ή μακριά με τον πολιτισμό κάθε τρίτης χώρας βρίσκονται τα έθιμα του λαού μας, ο υποψήφιος «Έλληνας» συμπολίτης μας οφείλει να γνωρίζει όλα όσα συνιστούν τα ήθη, τα έθιμα και τα λαϊκά δρώμενα του Ελληνισμού, τα οποία διαμορφώθηκαν μέσα στον χρόνο και στα διάφορα μέρη της πατρίδας μας. Πολύ δε περισσότερο, όταν για πολλά από αυτά, το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού της χώρας μας, καταβάλλει πολύ σημαντικές προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο ώστε να κατοχυρωθούν στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, μια κληρονομιά, για την οποία μόνο περήφανοι μπορούμε να είμαστε.

Ας σημειωθεί εδώ και το αυτονόητο: η γνώση της Λαογραφίας μας αποτελεί υποχρέωση κάθε αλλοδαπού υποψηφίου Έλληνα πολίτη, δεν είναι όμως δεσμευτική ως προς την υιοθέτηση εθίμων και ηθών, καθώς κάθε πολίτης αυτής της χώρας είναι ελεύθερος από το Σύνταγμα και τους νόμους να επιλέξει να συμμετέχει σε εκδηλώσεις που αποτελούν τμήμα των παραδόσεών μας. Ας μην ανησυχούν λοιπόν κάποιοι. Κανείς δεν επιβάλλει σε κανέναν να πετάξει την Καθαρά Δευτέρα χαρταετό, ή να βάψει κόκκινα αβγά το Πάσχα ή να στείλει τα παιδιά του να ψάλλουν τα κάλαντα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς…

Όμως, το να γνωρίζει ο κάθε υποψήφιος Έλληνας πολίτης την ύπαρξη αυτών των εθίμων και τον τρόπο που αυτά επιβιώνουν μέχρι και σήμερα στην ελληνική κοινωνία αποτελεί επιδιωκόμενο ζητούμενο από όλους τους υποψηφίους που επιθυμούν να γίνουν μέλη αυτής της κοινωνίας. 
Εν κατακλείδι, διαβάζουμε, μελετούμε και προβάλλουμε κάθε πτυχή του πολιτισμού μας, όχι γιατί θέλουμε να την εφαρμόσουμε στο σήμερα, αλλά γιατί συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας μας. Η ελληνική εκπαίδευση σε όλες της τις βαθμίδες διδάσκει την αρχαία Ελληνική Ιστορία, όχι γιατί κατευθύνει τους μαθητές να γίνουν παγανιστές αλλά γιατί κάθε λαός οφείλει να γνωρίζει τις απαρχές τα στάδιά εξέλιξής τους ώστε να κατανοήσει καλύτερα το σήμερα.

Αντιστοίχως, διαβάζουμε για τα ήθη και τα έθιμά μας γιατί πολλά από αυτά δημιουργήθηκαν ή εξελίχθηκαν εδώ και συνδέθηκαν με στιγμές της νεότερης ιστορίας και του πολιτισμού μας και γιατί μέσω αυτών αποκαλύπτεται μια αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια από τα βάθη της αρχαιότητας ως σήμερα. Παράλληλα, ο πολιτισμός σε κάθε του μορφή (ιστορία, αρχαιολογία, αρχιτεκτονική, τέχνη, λαογραφία κτλ.) αναδεικνύει και εκείνα τα στοιχεία που συνδέουν λαούς, ενθαρρύνοντας τη διαπολιτισμική κατανόηση και επικοινωνία, και όλα εκείνα που φωτίζουν διαστάσεις της ιδιαιτερότητας κάθε έθνους.

Δρ Φλώρα Καραγιάννη- Διευθύντρια Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών -Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού