Κλείσιμο

Του Δημήτρη Καλαντζή

Εάν τα κτήρια είναι «δοχεία ζωής», όπως έλεγε ο σπουδαίος Άρης Κωνσταντινίδης, η Αθήνα είναι γεμάτη από παραμελημένα, άσχημα, παρηκμασμένα, βρομερά, αλλά πάνω από όλα ΑΔΕΙΑ τέτοια δοχεία.  
Ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα χωρίς ζωή στοιχειώνουν την πόλη. Άσχημες και κακοφτιαγμένες κατασκευές που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες ούτε του πιο φτωχού κομματιού του πληθυσμού. Κουφάρια που αποσυντίθενται όρθια, παρασύροντας ολόκληρες γειτονιές στην παρακμή και την ερήμωση. 

Αν κάτι θα παρατηρήσει ο ταξιδιώτης στις πρωτεύουσες της Ευρώπης, είναι οι μπουλντόζες και οι γερανοί. Το γκρέμισμα και το ξαναχτίσιμο ολόκληρων γειτονιών των πόλεων. Ρίχνουν τα ακατάλληλα «δοχεία ζωής» για να χτίσουν καινούργια, με υλικά φιλικά στο περιβάλλον, με βιοκλιματικές προδιαγραφές, με σχέδια για να καλύψουν τις ανάγκες των ανθρώπων του σήμερα και όχι εκείνων του ’50, του ’60 και του ’70. 
Διότι στην Ευρώπη τα κτήρια δεν είναι φετίχ, αλλά πραγματικά «δοχεία ζωών». 

Στην Αθήνα το γκρέμισμα αποτελεί ταμπού. 

Πραγματικές ή δήθεν ευαίσθητες ομάδες για τη «διατήρηση της αρχιτεκτονικής παράδοσης» σε συνδυασμό με θολά συμφέροντα real estate και τη γραφειοκρατία που συνθλίβει τα πάντα, «σκοτώνουν» κάθε προσπάθεια ανανέωσης της ζωής της πόλης. 

Προσοχή, ο λόγος δεν γίνεται για «νεοκλασικά κτήρια» (που κι εκεί έχουν γίνει «τέρατα» με τους χαρακτηρισμούς), αλλά για πανάσχημες, κοινότατες και αδιάφορες κατασκευές, που όμως για κάποιους φετιχιστές ή πονηρούς… «δεν πρέπει να γκρεμιστούν!». 
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βρίσκεται στην οδό Μουστοξύδη, που ενώνει τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με την οδό Ευελπίδων, έναν δρόμο αδιάφορο από αρχιτεκτονικής άποψης αλλά με μεγάλη κίνηση. Στο νούμερο 8 λοιπόν, της οδού Μουστοξύδη, το πεζοδρόμιο έχει καλυφθεί από τα συντρίμμια ενός μισο-γκρεμισμένου διώροφου κτήριο, καμίας αισθητικής ή άλλης αξίας, το οποίο όμως ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΓΚΡΕΜΙΣΤΕΙ ΤΕΛΕΙΩΣ (και να αποδοθεί το πεζοδρόμιο στους πεζούς), διότι κάποιοι πονηροί γείτονες (με τις κατάλληλες διασυνδέσεις), κατάφεραν να χαρακτηρίσουν τα γκρεμίσματα ως «μέρος ιστορικού περιπάτου του ‘40»! 

Προσέξτε τον παραλογισμό: ο «περίπατος του ‘40» δεν είναι 5 – 10 κτήρια στη σειρά που ενδεχομένως να μπορούσαν να δημιουργήσουν την αίσθηση μιας γειτονιάς του ’40, αλλά πρόκειται για: ένα κτήριο μηδενικής αξίας εδώ, ένα κτήριο μηδενικής αξίας δέκα δρόμους παραπάνω, ακόμα ένα κτήριο μηδενικής αξίας 20 δρόμους παρακάτω και ένα τέταρτο κτήριο μηδενικής αξίας ένα χιλιόμετρα πιο μακριά! 

Ένα – ένα τα κτήρια δεν θα μπορούσαν να λάβουν κανέναν χαρακτηρισμό «διατηρητέου», διότι δεν έχουν καμία αισθητική ή ιστορική αξία. Χάρη στο ελληνικό δαιμόνιο όμως, και παρά τη μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, ονομάστηκαν «περίπατος του ‘40». Και δεν μπορεί να τα αγγίξει κανείς! 

Τι όφελος είχαν οι «ευαισθητοποιημένοι γείτονες» που πέτυχαν αυτόν τον χαρακτηρισμό από τις αρμόδιες υπηρεσίες; 
Διασφάλισαν ότι το συγκεκριμένο κτήριο δεν θα γκρεμιστεί ποτέ εντελώς, κι έτσι δεν θα κινδυνεύει το ρετιρέ τους να χάσει την προνομιακή θέα προς το Λυκαβηττό (σε περίπτωση που χτιζόταν νέο κτήριο στη θέση του). 

Ποιο είναι, τώρα, το αποτέλεσμα στις ζωές των υπολοίπων κατοίκων της γειτονιάς;

Οι πεζοί, αφού δεν υπάρχει πεζοδρόμιο, αναγκάζονται να περπατούν στο οδόστρωμα της Μουστοξύδη με τα ατυχήματα να είναι σχεδόν καθημερινά και ολόκληρη η γειτονιά υποφέρει από το ερείπιο που έχει γίνει χώρος εναπόθεσης σκουπιδιών και ευκαιριακή στέγη τοξικο-εξαρτημένων, οι οποία προκαλούν  πυρκαγιές με τα γκαζάκια τους.  

Το ακόμα χειρότερο όμως αποτέλεσμα από αυτόν τον… ευφάνταστο χαρακτηρισμό των «διατηρητέων γκρεμισμάτων» είναι ότι διερράγη αυτό που λέμε «οικιστικός ιστός», έσπασε δηλαδή η «συνέχεια» των κατοικιών της πόλης. 

Το «άδειο δοχείο» της Μουστοξύδη 8 παρέσυρε και τα κτήρια δεξιά και αριστερά του να εγκαταλειφθούν. Και σιγά – σιγά η γειτονιά άρχισε να μαραζώνει. Με τις επιφάνειες όλων  των κτηρίων να γεμίζουν μουτζούρες, τις ζημιές στα πεζοδρόμια να μην επισκευάζονται πλέον, αφού δεν υπάρχουν πολλοί κάτοικοι να ενδιαφερθούν και να διαμαρτυρηθούν, και όλο και περισσότερους ανθρώπους να φεύγουν ή να θέλουν να φύγουν από τη γειτονιά, αναζητώντας κάποια καλύτερη, πολλαπλασιάζοντας την παρακμή και την ερήμωση του κέντρου…  

Ένα κουφάρι – σαν χιλιάδες άλλα κουφάρια – σκοτώνει μία γειτονιά της Αθήνας και ερημώνει την πόλη.

Γιατί να μην ανατραπεί αυτός ο θάνατος; 
(Συνεχίζεται…)  

Δημήτρης Καλαντζής, mail: Postmodern2017@gmail.com