Κρατάω στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία και θυμάμαι ιστορίες από τότε που ήμουνα παιδί. Ιστορίες από εκείνες που λεγόντουσαν δίπλα στην αναμμένη φωτιά για να θυμούνται οι γηραιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Ιστορίες μιας γιαγιάς που δεν τις βρίσκεις στα βιβλία. Ιστορίες για χώματα που ποτίστηκαν με ανθρώπινες ρίζες. Ιστορίες για πατρίδες που ξεριζώθηκαν από τα ποτάμια της Μικράς Ασίας εκεί που οι γυναίκες έπλεναν τα σεντόνια τους με γέλιο, κι οι άντρες τους έπιαναν την κουβέντα μες στο νερό, με τον ίδιο τρόπο που έπιαναν κουβέντα οι αγρότες με τον ουρανό.
Εκεί απ’ όπου ήρθαν πρόσφυγες, όχι μόνο με φωτογραφίες και εικονίσματα, μα με ένα κομμάτι γης στη χούφτα και λίγη στάχτη και πολλές μνήμες από τις όχθες που άφησαν πίσω που κουβάλησαν μαζί τους νερό, γλώσσα, γη και προσευχή.
Στην Αλεξανδρούπολη, μια γιαγιά από το Αϊβαλί έμαθε στα εγγόνια της πως πριν πιεις νερό, πρέπει πρώτα να το κοιτάξεις. Στην Καβάλα, θυμάμαι τις ιστορίες ενός παππού που ήρθε παιδί απ’ τη Σμύρνη, η μάνα του έβραζε το φαγητό με βρόχινο νερό μαζεμένο μέσα σε καζάνια. «Εκεί μάθαμε», μου έλεγε, «ότι το νερό δεν είναι απλώς πηγή, είναι χαρακτήρας. Σου δείχνει ποιος πραγματικά είσαι».
Η Ελλάδα είναι γεμάτη από τέτοιες ιστορίες. Προσφυγικά σπίτια που έμαθαν την αξία του νερού μέσα από την έλλειψή του. Ολόκληρες συνοικίες που έσκαβαν πηγάδια με τα χέρια, όχι για να κορέσουν τη δίψα τους, αλλά για να χτίσουν μια νέα πατρίδα. Με ό,τι χάσανε στη φωτιά και με ό,τι βρήκανε στις στάχτες.
Σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά, νέοι ξεριζωμοί απειλούν όχι τον τόπο μας, αλλά τη μνήμη μας. Η λειψυδρία δεν είναι απλώς μια καινούργια κρίση, είναι παλιό τραύμα που επανέρχεται — όχι μέσα από φλόγες, αλλά μέσα από σιωπηλές σταγόνες που δεν φτάνουν για να ποτίσουν τη διψασμένη γη. Στη Χίο, οι ντόπιοι κοιτάζουν τη δεξαμενή πριν κοιτάξουν τον ουρανό. Στη Ρόδο, φυτεύουν μόνο αυτά που ξέρουν πως θα επιβιώσουν. Στην Αθήνα, οι σωλήνες της πρωτεύουσας κουβαλούν το νερό σαν να κουβαλούν μαζί του το παρελθόν.
Mπορείς να ξεριζώσεις έναν άνθρωπο από τη γη του, αλλά ποτέ δεν μπορείς να του ξεριζώσεις τη σχέση του με το νερό. Γιατί το νερό δεν είναι μια απλή σχέση, είναι μια ανάμνηση. Είναι το πρώτο πράγμα που ζητά ένα παιδί όταν φοβάται. Το πρώτο που αποζητά ο γεωργός όταν προσεύχεται. Το πρώτο που θυμάται η γιαγιά, όταν ξετυλίγει τη ζωή της το κουβάρι από τον καιρό του πολέμου μέχρι σήμερα.
Αν κάποτε διψούσαμε για μέλλον τώρα διψάμε για ρίζες. Το νερό δεν είναι μονάχα λύση, είναι ταυτότητα. Και αν δεν μάθουμε να τη σεβόμαστε, τότε θα μας ξεχάσει με τον ίδιο τρόπο που ξεχνάει ο χρόνος όποιον δεν τον τίμησε.
Η Ελλάδα δεν έχει μόνο έλλειψη νερού, έχει έλλειψη μνήμης. Δεν διψάμε μόνο για νερό, διψάμε για μνήμη. Για ευθύνη. Για την αλήθεια που αντικατοπτρίζει το νερό, όταν το κοιτάς όχι σαν καταναλωτής, αλλά σαν άνθρωπος που θυμάται ποιος είναι. Κι αν τελικά το νερό δεν είναι το πρόβλημα, αλλά είναι ο καθρέφτης; Αν αυτό που στερεύει δεν είναι η φύση, αλλά η συνείδηση μας; Αν όμως θυμηθούμε πώς επιβίωσαν οι γιαγιάδες μας, που κράτησαν ως μανάδες νερό για τα παιδιά τους, πώς οι πρόσφυγες έχτισαν τόπους με το τίποτα, τότε ίσως μάθουμε πάλι να ζούμε, όχι με λιγότερο νερό, αλλά με περισσότερη σοφία.
Γιατί τα διψασμένα χώματα δεν κλαίνε πια. Μιλάνε. Κι αν τα ακούσουμε, ίσως μάθουμε πως το νερό ποτέ δεν μας εγκατέλειψε. Εμείς το προδώσαμε, κάθε φορά που το σπαταλήσαμε χωρίς ευγνωμοσύνη, κάθε φορά που το θεωρήσαμε αυτονόητο, όπως θεωρούμε αυτονόητο τον χρόνο, την αγάπη, τη ζωή την ίδια.
Η λειψυδρία δεν είναι μόνο περιβαλλοντικό φαινόμενο. Είναι υπαρξιακή αφύπνιση. Όπως το σώμα διψά, έτσι κι η ψυχή. Διψά για ουσία, για νόημα, για ρίζες. Κι όταν στεγνώνει η γη, ίσως είναι γιατί πρώτα στέγνωσε η ευθύνη μέσα μας.
Ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε στα μάτια το νερό. Κι εκεί να δούμε όχι μόνο το πρόσωπό μας — αλλά τον αληθινό εαυτό που έχουμε ξεχάσει. Γιατί στην τελική, δεν διψάμε για νερό. Διψάμε για συνείδηση. Και για μια πατρίδα που να αξίζει τελικά να τη φροντίζεις.
* Ο Γιώργος Κουμπαράκης είναι COO του ομίλου Μεσόγειος