Του Άγγελου Κοντογιάννη Μάνδρου

Η επίθεση των ανταρτών Χούθι στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Saudi Aramco στις 14 Σεπτεμβρίου έθεσε εν αμφιβόλω τις ούτως ή άλλως εύθραυστες ισορροπίες στον Περσικό Κόλπο. ΗΠΑ, Σαουδική Αραβία και σειρά ευρωπαϊκών δυνάμεων υπέδειξαν την Τεχεράνη ως υπαίτιο της επίθεσης με τον Μάικ Πομπέο να μιλάει για «πράξη πολέμου» και τον Σαουδάραβα ομολογό του να απειλεί τη γείτονα με «παραδειγματική τιμωρία». Οι Ιρανοί, από την πλευρά τους, ανταπέδωσαν άμεσα τις απειλές και προειδοποίησαν ότι είναι έτοιμοι για ολομέτωπη αντιπαράθεση σε περίπτωση που προκληθούν. Τα κρίσιμα εικοσετετράωρα που ακολούθησαν έκαναν εμφανείς μια σειρά από ανομολόγητες αλλά πολιτικά επικαθοριστικές παραδοχές. 

Η πρώτη σχετίζεται με την περιφεριακή ισορροπία ισχύος. Παρά την υλοποίηση φαραωνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων από τη δυναστεία των Σαούντ η Σαουδική Αραβία παραμένει ιδιαιτέρως τρωτή σε μια ενδεχόμενη πολεμική αντιπαράθεση με το Ιραν. Με δύο μόλις drones οι Χούθι κατάφεραν να παραλύσουν τη μεγαλύτερη πετρελαϊκή εγκατάσταση της χώρας μειώνοντας την παραγωγή αργού κατα σχεδόν 50%. Δεδομένης της οικονομικής εξάρτησης του βασιλείου από την εξόρυξη και εμπορεία του πετρελαίου είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί το ανεπτυγμένο πυραυλικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και η ικανότητά της να έλεγχει τα στενά του Ορμούζ –την κύρια εμπορική πύλη στον Κόλπο- αποτελούν ισχυρούς παράγοντες αποτροπής. 

Έτι σημαντικότερο, το Ιραν διαθέτει σήμερα ένα ευρύ δίκτυο συμμαχιών που το καθιστούν κομβικό παίκτη στις εξελίξεις σε Ιράκ, Συρία, Λίβανο και Υεμένη. Η διαφαινόμενη υπαναχώρηση του Αμερικανού Προέδρου από το δόγμα της «μέγιστης πίεσης» προς την Τεχεράνη και η πρόσφατη απομάκρυνση του Τζόν Μπόλτον, ένθερμου θιασώτη της εν λόγω στρατηγικής, από τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφαλείας, αποτυπώνει μια πραγματιστική στροφή της Ουάσινκτον ως προς τη θέση της Ισλαμικής Δημοκρατίας στο περιφερειακό γίγνεσθαι. Ο Ντόναλντ Τράμπ όχι μόνο δεν ενέκρινε ανταποδοτικά χτυπήματα μετά την επίθεση στις εγκαταστάσεις της Aramco αλλά επιδόθηκε και σε έναν άκαρπο διπλωματικό μαραθώνιο προκειμένου να ανοίξει δίαυλους επικοινωνίας με την Τεχεράνη. 

Οι επιλογές αυτές φαίνεται να οδηγούν το Ριάντ σε μια δεύτερη κρίσιμη παραδοχή• στον ανταγωνισμό του με τη γείτονα η αμερικανική υποστήριξη δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Αυτό δεν σχετίζεται μόνο με την αμφιθυμία της παρούσας αμερικανικής κυβέρνησης αλλά και με τις δυναμικές που απελευθέρωσε ο Δεύτερος Πόλεμος του Κόλπου ως προς την διάταξη των περιφερειακών συσχετισμών. Όπως σημείωνε σε πρόσφατο άρθρο του ο Ρόμπερτ Μάλεϊ, ειδικός σύμβουλος του προέδρου Ομπάμα για το Μεσανατολικό, η διευθέτηση μιας détente με το Ιράν αποτελεί σήμερα προϋπόθεση για κάθε σχέδιο σταθεροποίησης στην  ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η πολιτική κρίση που ξεδιπλώνεται στο Ιράκ και ο ρόλος της Τεχεράνης στην επιβίωση της κυβέρνησης του Αντίλ Αμπντούλ Μαχντί καταδεικνύει του λόγου το αληθές. 

Στη βάση των ανωτέρω, το Ριάντ φαίνεται να κινείται παρασκηνιακά στην κατεύθυνση εξομάλυνσης της έντασης με την Ισλαμική Δημοκρατία ακολουθώντας και σχετικές πρωτοβουλίες στενών του συμμάχων, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Τα όρια και το βάθος των κινήσεων αυτών θα φανούν στο μέλλον. Αναμφίβολα όμως διαφαίνεται μια τάση μερικής υποχώρησης της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή και ενίσχυσης ισχυρών περιφερειακών παικτών όπως το Ιράν και η Τουρκία. Σε αυτά τα πλαίσια, οι επιθέσεις της 14ης Σεπτεμβρίου καταδεικνύουν τις νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται αλλά και τους κινδύνους που εγκυμονούν σε ένα περιβάλλον ρευστότητας και επαναπροσδιορισμού των συσχετισμών. 


Του Άγγελου Κοντογιάννη-Μάνδρου.Διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης