Κλείσιμο

Οι ταξικές διαφορές δεν γεφυρώνονται ποτέ

Η ύπαρξη ή όχι αστικής τάξης στην Ελλάδα και ο ρόλος που έχει διαδραματίσει, έχουν αποτελέσει αντικείμενο έντονων θεωρητικών αντιπαραθέσεων. Συνήθως πρωταγωνιστούν ακαδημαϊκοί.

Σπανιότερα μιλούν οι ίδιοι οι αστοί. Ένας από αυτούς όμως, ο Στρατής Στρατήγης αποφάσισε να ιστορήσει την ζωή του. Ο τίτλος του βιβλίου του «Αστυγραφίες», από το άστυ, την Αθήνα που είναι η πόλη του, αλλά και από το αστός που ο ίδιος είναι, όπως σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου του.
Τα πρόσωπα και τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται έχουν από μόνα τους ενδιαφέρον καθώς πολλά τα έζησε από την θέση του πρωταγωνιστή, ως πολιτικός αρχικά και ως πρόεδρος του Αθήνα 2004 αργότερα. Όμως αυτό που βρήκα περισσότερο ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι η εικόνα που δίνει για την αστική μας τάξη μετά τον πόλεμο, μέσα από την εξιστόρηση της ζωής του, των παιδικών του χρόνων, των σπουδών του, της επαγγελματικής του εξέλιξης και των συναναστροφών του.

Η οικογένεια του κατάγεται από ένα χωριό της Κυνουρίας ή Τσακωνιάς στον Πάρνωνα, την Καστάνιτσα από όπου μεταναστεύει στον Πειραιά τον 19ο αιώνα. Η ιστορία της ενδεικτική της γενεαλογίας των αστών. Η πρώτη γενιά ασχολείται με το εμπόριο, ο παππούς του γίνεται ασφαλιστής ενώ ο πατέρας του σπουδάζει νομικά και ανοίγει δικηγορικό γραφείο. Παντρεύεται κόρη από ιστορική οικογένεια με δράση στην επανάσταση του 1821 αλλά και του 1843 για το Σύνταγμα. Ο άλλος παππούς είναι στρατιωτικός και έχει διατελέσει υπασπιστής του Κωνσταντίνου. Πολλοί συγγενείς διακρίνονται στις επιστήμες και τα γράμματα. Όλα προδιαθέτουν για μια άνετη παιδική ηλικία. Πράγματι μεγαλώνει με γερμανίδα γκουβερνάντα στο Κολωνάκι. Γειτονεύουν με οικογένειες που έχουν τις ίδιες λίγο πολύ προδιαγραφές. Την ανέμελη ζωή διακόπτει φυσικά η Κατοχή όπου και πάλι όμως η οικογένεια καταφέρνει να αποφύγει την πείνα. Στο σπίτι, γράφει ο Στρατήγης, υπήρχαν δύο τεράστιες ντουλάπες «3,5 μέτρων» γεμάτες τρόφιμα, σακιά ρύζι, ζάχαρη, αλεύρι, που τους έσωσαν τον χειμώνα του λιμού. Στα Δεκεμβριανά αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο, οι μάχες μαίνονται στα διπλανά τετράγωνα ενώ ο ΕΛΑΣ προσπάθησε να πάρει όμηρο τον Θείο του. Όμως αυτό κρατά λίγο. Είναι ενδεικτικό ότι το επόμενο κεφάλαιο το ονομάζει «επιστροφή στην ομαλότητα 1945-1951», ο εμφύλιος δεν τον αγγίζει. Ασχολείται με τον προσκοπισμό, την ιστιοπλοΐα, τις εκδρομές και το κολύμπι και διαμορφώνει «πολύχρονες, σταθερές μέχρι και σήμερα φιλίες». Φιλίες που θα διαδραματίσουν σοβαρό ρόλο στην μετέπειτα ζωή του. Για σπουδές θα επιλέξει το εξωτερικό, θα σπουδάσει νομικά στη Βασιλεία. Φυσικά δεν είναι η εποχή της μαζικής παιδείας, πόσο μάλλον στο εξωτερικό. Για την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο μεσολαβεί οικογενειακός φίλος ο οποίος γνωρίζει έναν καθηγητή ο οποίος με την σειρά του μεσολαβεί. Πριν εγγραφεί στη σχολή του με τον πατέρα του «επισκεφθήκαμε μαζί τον καθηγητή και τον ευχαριστήσαμε για τη διαμεσολάβησή του». Ταξιδεύει στη Βασιλεία μέσω Αγγλίας όπου πηγαίνει φιλοξενούμενος σε φορτηγό πλοίο άλλου οικογενειακού φίλου εφοπλιστή ώστε να αποκτήσει ναυτικό φυλλάδιο και να υπηρετήσει στο ναυτικό! Πράγματι θα γίνει σημαιοφόρος και θα υπηρετήσει στο γραφείο του νομικού συμβούλου του βασιλιά στο Αυλαρχείο.

Στην διάρκεια της θητείας του θα γνωρίσει και τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο. «Από τότε χρονολογείται η προσωπική φιλία με την οποία με τίμησε», σημειώνει. Θα ακολουθήσουν μεταπτυχιακές σπουδές στο ναυτασφαλιστικό δίκαιο στο LSE στο Λονδίνο. Όταν επιστρέφει στην Αθήνα θα πάρει μέρος για ένα μικρό διάστημα σε μια «άτυπη ομάδα» που είχε σκοπό να προτείνει τρόπους «εκσυγχρονισμού» του βασιλικού θεσμού. Η πολιτικοποίηση του όμως θα επέλθει στο διάστημα της δικτατορίας όπου από την αρχή, διαφωνώντας και με τον πατέρα του, θα είναι κατηγορηματικά αντίθετος στους συνταγματάρχες. Θα αναπτύξει μάλιστα και αντιδικτατορική δραστηριότητα μέσα από την Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων όπου μετέχουν πολλοί επιφανείς Αθηναίοι Δημοκρατικοί. Στην μεταπολίτευση ο Καραμανλής θα τον διορίσει γ. γραμματέα στον υπουργείο ναυτιλίας, θα ακολουθήσουν άλλες θέσεις στην διοίκηση ενώ το 85 θα εκλεγεί βουλευτής επικρατείς της ΝΔ με πρόταση του Κωστή Στεφανόπουλου. Θα τον ακολουθήσει στη ΔΗΑΝΑ ως την διάλυση της και στην συνέχεια θα ασκήσει δικηγορία ως το 1998 όταν μετά από πρόταση του Κώστα Σημίτη αναλαμβάνει πρόεδρος του Αθήνα 2004.

Θα μπορούσε να ονομαστεί και μια ζωή σαν παραμύθι. Όλα εξελίσσονται ομαλά με μια φυσικότητα, πάντα υπάρχει ένας φίλος να υποστηρίξει, να βοηθήσει χωρίς τίποτα το χαριστικό φυσικά, έχει όλα τα προσόντα και με το παραπάνω για μια εξαιρετική καριέρα. Κι έχει μοχθήσει γι αυτό, δεν άφησε να πάνε χαμένα τα χρόνια των σπουδών, δούλεψε σκληρά. Όλα όμως έρχονται με μια φυσικότητα, χωρίς αγωνία για το αύριο, υπάρχει ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που λειτουργεί σαν δίχτυ προστασίας. Ένα δίχτυ που προστατεύει όσους είναι μέσα αλλά και αποκλείει τους απέξω.
Ακόμα και όταν τον απολύουν από την Εθνική στην διάρκεια της χούντας, το προσωπικό μετράει. Ο διοικητής της τράπεζας ήταν γόνος οικογένειας ναυτικών που είχαν σχέσεις με την δική του. «Τον γνώριζε ο πατέρας από παιδί», γράφει, δεν είχε ωστόσο την ευαισθησία ούτε να τον πάρει τηλέφωνο «που ήταν φίλος του». Δεν του ξαναμίλησα ποτέ από τότε, καταλήγει. Σίγουρα πολλοί θα ζήλευαν μια τέτοια ζωή ιδίως σε εποχές που οι περισσότεροι στην Ελλάδα, αν δεν έφευγαν μετανάστες αγωνίζονταν για τα προς το ζην.

Ήταν εύπορος χωρίς ποτέ να αποκτήσει υπερβολικό πλούτο ενώ διατήρησε πάντα το χαμηλό προφίλ και αυτό που θα ονομάζαμε αστική ευπρέπεια. Είναι χαρακτηριστικός ο αφορισμός του για γνωστή οικογένεια: «είναι η πρώτη φορά που πλούσιοι έγιναν νεόπλουτοι». Και βέβαια ακόμα και όταν μπήκε στην πολιτική, έδινε πάντα την αίσθηση ότι δεν μπήκε για να κάνει καριέρα. Είναι χαρακτηριστικό το πώς παραιτήθηκε από το 2004. Ήταν προσκεκλημένος του βασιλιά για τον γάμο της κόρης του Αλεξίας. Η κυβέρνηση του ζήτησε να μην πάει κι αυτός προτίμησε να παραιτηθεί παρά να «προδώσει» τον φίλο του. Λίγοι θα το έκαναν.

Αυτή την αστική τάξη που λειτουργούσε με βάση αρχές, αυτή που σπανίζει δηλαδή ακόμα περισσότερο στις μέρες μας, θυμίζει και ένα άλλο αυτοβιογραφικό βιβλίο του ιστορικού Κώστα Σταματόπουλου. Ο τίτλος είναι «η Μικρασιατική μου πλευρά». Ο συγγραφέας γράφει για την οικογένεια του η οποία παρά την Καταστροφή κατάφερε και ορθοπόδησε στην Ελλάδα. Ο παππούς του ήταν ένας από τους μεγαλύτερους καπνέμπορους. Μια χρονιά «μεγάλης δυστυχίας» οι τιμές στα καπνά είχαν πέσει πολύ και ο γαμπρός του, πατέρας του συγγραφέα, κατάφερε να κλείσει εξαιρετικά επικερδείς συμφωνίες. «Ήταν σπάνια ευκαιρία για όποιον έμπορο ήθελε να πλουτίσει γρήγορα και εύκολα». Έτρεξε να ενημερώσει «περιχαρής» τον πεθερό του, η αντίδρασή του ωστόσο ήταν αντίθετη από αυτήν που περίμενε. «Θα πας πίσω και θα πληρώσεις σε έναν έναν την διαφορά. Δεν θα ατιμάσω εγώ την δουλειά μου».

Στον αντίποδα ακριβώς αυτών των δύο βιβλίων είναι το επίσης αυτοβιογραφικό «Στ΄αμπέλια» του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Ο συγγραφέας γράφει για τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας που τα περνούσε στους θείους του στο χωριό, στ αμπέλια όπως έλεγαν τα χωράφια στα οποία είχαν τα καλύβια τους. Πήγαιναν εκεί για να μαζέψουν τα σύκα κι έμεναν στα καλύβια για να κερδίζουν χρόνο, χωρίς τα πηγαινέλα. Τη νύχτα κοιμόντουσαν κάτω από τα αστέρια, στο τσαρδί, ένα υπερυψωμένο αυτοσχέδιο κρεβάτι για όλη την οικογένεια, Στις καλύβες έμπαιναν μόνο όταν έπιανε κάποια καλοκαιρινή καταιγίδα.

Περιγράφει μια ζωή απόλυτης λιτότητας, φτώχειας είναι η πιο κατάλληλη λέξη αν και το χωριό είναι στον κάμπο, είναι εύφορο, η πραγματική φτώχεια είναι στα ορεινά χωριά, «εκεί οι άνθρωποι υποφέρανε». Στο δικό του χωριό «η φτώχεια και ο μόχθος δεν τους έκαναν δυστυχισμένους… δεν είχαν άλλωστε να ζηλέψουν τίποτε ο ένας από τον άλλο, όλοι στα ίδια πάνω κάτω βρίσκονταν». Μια ζωή που μοιάζει να έχει παραμείνει αναλλοίωτη στον χρόνο «όπως διαβάζουμε στο Έργα και Ήμέραι του Ησιόδου». Την περιγράφει με αγάπη, είναι φανερό ότι τον καθορίσει σε μεγάλο βαθμό αλλά χωρίς να την εξωραΐζει. Γράφει για το πώς θεωρούσαν φυσικό τον θάνατο των μικρών παιδιών, για τους γέρους που ήταν όλοι χωρίς δόντια, για την απουσία γιατρών και φαρμακείων. Όταν τον τσιμπά σκορπιός «το μόνο φάρμακο ήταν το κατούρημα». Δεν νοσταλγεί. «Τι να νοσταλγήσεις; Την φτώχεια, την υψηλή παιδική θνησιμότητα, την εντελώς απροστάτευτη απέναντι στην παραμικρή αρρώστια ζωή; Τη φυσική και ψυχική βία εις βάρος των μικρών παιδιών και των γυναικών; Το κουτσομπολιό, την κακολογία και τον ασφυχτικό της ιδιωτικής-τρόπος του λέγειν- ζωής;» Την ίδια στιγμή ωστόσο προσθέτει ότι σ αυτή του την εμπειρία χρωστά μια «ηθική επιλογή που κάποτε πήρε και πολιτικά χαρακτηριστικά», να είναι πάντα «με τη μεριά των φτωχών και των αδικημένων».

Θα πάει ακόμα παραπέρα, θα χαρακτηρίσει τον πλούτο «αμαρτία», θα ήθελε στις εισόδους των εκκλησιών να υπάρχει επιγραφή με το όριο εισοδήματος πάνω από το οποίο δεν θα επιτρέπεται η είσοδος. Ο ίδιος δεν έζησε τέτοια φτώχεια, μόνο την «μικροαστική στέρηση», τα όσα κατάφερε μόνος του ωστόσο του έδωσαν την αίσθηση της υπεροχής «απέναντι σε διάφορους βουτυρόκωλους, που τα βρήκαν όλα στρωμένα». Στη ζωή του είχε φίλους πλούσιους «καλλιεργημένοι με παιδεία και ενδιαφέροντα» παρόλα αυτά υπήρχε κάτι «που εμπόδιζε την πλήρη ψυχική επικοινωνία», ήμουν με τους άλλους «ακόμα και όταν ήταν αφόρητοι». Η «ταξική διαφορά δεν γεφυρώνεται ποτέ» αποφαίνεται.

Τρία βιβλία, δυο τελείως διαφορετικοί κόσμοι, ο ένας απέναντι στον άλλο. Βρήκα και τους δύο γοητευτικούς παρά τις ενστάσεις που θα είχα σ αυτά ιδίως που υποστηρίζει ο Ζουμπουλάκης. Άλλωστε οι περισσότεροι από εμάς αισθανόμαστε ότι δεν ανήκουμε ούτε στον έναν ούτε στον άλλο. Κάτι λέει κι αυτό.