Μετά τις Πρέσπες τι;

Η συμφωνία των Πρεσπών μπαίνει πια στην τελική ευθεία. Αν δεν υπάρξουν δραματικές ανατροπές, μέσα στο αμέσως προσεχές διάστημα θα ψηφιστεί και από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Έτσι το πραγματικό ερώτημα είναι τι πρόκειται να ακολουθήσει. Όχι νομικά, τα επόμενα βήματα προβλέπονται στη συμφωνία. Επί της ουσίας όμως; Είναι μια συμφωνία που μπορεί να εφαρμοστεί κι αν όχι τι εκπλήξεις μπορεί να κρύβει; Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η συμφωνία και στις δύο χώρες, δεν είναι καθόλου δημοφιλής. Έτσι θα υπάρξουν σίγουρα αρκετές αφορμές για τριβές, όσο θα προχωρά η υλοποίηση της. Πώς θα ονομάζεται ο χαλβάς που παρασκευάζεται στα Σκόπια; Κι αυτός μακεδονικός η βορειο-μακεδονικός; Και τι θα αναγράφουν τα σχολικά τους βιβλία για τον Μέγα Αλέξανδρο μετά την ρητή αποκήρυξή του; Θέματα ιδανικά για πρωινές τηλεμαχίες, ουδέποτε ωστόσο διανοηθήκαμε να διακόψουμε σχέσεις με τον Καναδά επειδή στα σούπερ μάρκετ πουλιέται καναδική φέτα ως ελληνική. Ούτε με την Τουρκία άλλωστε επειδή θεωρεί εθνική της εορτή το κάψιμο της Σμύρνης. Τα ζητήματα αυτά με άλλα λόγια, αν και συναισθηματικά φορτισμένα, μπορεί να δημιουργήσουν θόρυβο αλλά πέραν τούτου λίγα πράγματα. Τριβές μπορεί να δημιουργήσουν και άλλες πλευρές της συμφωνίας. Για παράδειγμα μπορεί να καθυστερήσει εσκεμμένα η αλλαγή όλων των εγγράφων ώστε να εμφανίζεται η νέα ονομασία. Και ως προς μεν το εξωτερικό η αλλαγή θα γίνει αναγκαστικά καθώς τα παλιά έγγραφα κάποια στιγμή δεν θα αναγνωρίζονται. Στο εσωτερικό όμως μπορεί να υπάρξουν καθυστερήσεις και η Ελλάδα δεν θα μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Ακόμα κι αν συνεχιστεί το σημερινό καθεστώς ωστόσο οι σχέσεις των δύο χωρών, όπως είναι γνωστό, δεν έχουν επηρεαστεί. Παίζουμε στο καζίνο, ταξιδεύουμε και έχουμε εμπορικές συναλλαγές χωρίς να μας εμποδίζει πώς ονομάζονται στην χώρα τους. Και πάντως για πολλά χρόνια, όσο προχωρούν οι ευρωπαϊκές διαδικασίες, η Ελλάδα θα διατηρεί το όπλο του βέτο για την υλοποίηση της συμφωνίας. Μένουν τα δύο μείζονα ζητήματα που απασχολούν πολλούς Έλληνες: μειονότητες και σύνορα, δηλαδή αλυτρωτισμός. Η συμφωνία βέβαια εγγυάται το απαραβίαστο των συνόρων ενώ σε σχέση με το ενδεχόμενο δημιουργίας θέματος μειονοτήτων, τα σχετικά εδάφια στο Σύνταγμα άλλαξαν και έχουν απαλειφθεί αναφορές που θα μπορούσαν να ανοίξουν ζητήματα. Με άλλα λόγια σε σχέση με σήμερα, η συμφωνία δημιουργεί ένα πολύ πιο ευνοϊκό καθεστώς για την Ελλάδα και δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Αποτελεί άραγε αυτό εγγύηση ότι κανείς ποτέ στο μέλλον δεν πρόκειται να ανακινήσει τέτοια θέματα; Προφανώς όχι. Αλλά ποια θα μπορούσε να είναι μια τέτοια εγγύηση; Και τι θα άλλαζε αν στα διαβατήρια αναγραφόταν μόνο «πολίτης της Β. Μακεδονίας» και γλώσσα ήταν η «σλαβομακεδονική»; Θα έπαυαν να νιώθουν μακεδόνες ή δεν θα συνέχιζαν να πιστεύουν, όσοι πιστεύουν, ότι έχουν αδικηθεί στην μοιρασιά του 1913; Ποιος πολίτης αποφασίζει την εθνότητα στην οποία ανήκει ανάλογα με το τι γράφει το διαβατήριο του; Έπαψε ποτέ κανείς να είναι χριστιανός επειδή δεν το γράφει η ταυτότητα; Στην πραγματικότητα η μόνη εγγύηση ότι η συμφωνία θα εφαρμοστεί είναι το πλέγμα των διεθνών σχέσεων και των υποχρεώσεων που έχει κάθε χώρα. Υποχρεώσεις που αυξάνονται με την ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ και προοπτικά στην Ευρώπη. Πόσο μάλλον που την συμφωνία την στηρίζουν οι ισχυρότερες χώρες της Δύσης και κάθε παραβίασή της θα αντιμετωπιστεί αρνητικά. Η μεγαλύτερη εγγύηση όμως είναι οι καλές σχέσεις μεταξύ δύο χωρών, η προώθηση των κοινών συμφερόντων τους, η κατανόηση ότι δύο δημοκρατίες δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. Οι σχέσεις με την Βουλγαρία αποτελούν ένα τέτοιο παράδειγμα. Ιδίως αν αναλογιστούμε ότι υπάρχουν ακόμα ζώντες μάρτυρες των θηριωδιών επί Βουλγαρικής κατοχής και των τότε επιδιώξεων της Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία όμως έχει κάνει την επιλογή της, έχει ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πάψει να είναι αναθεωρητική δύναμη και να προβάλει διεκδικήσεις. Αυτός είναι και ο δρόμος για τα Σκόπια. Τον οποίο θα μπορούσε να ενθαρρύνει αποφασιστικά η Ελλάδα με μια στρατηγική οικονομικής προσέγγισης. Ορισμένοι γνώστες του μακεδονικού υποστηρίζουν ότι ένα μικρό κράτος όπως αυτό, μπορεί να παίξει το παιχνίδι άλλων χωρών. Κι είναι γνωστό ότι πολλές δυνάμεις, ανάμεσα τους η Ρωσία και η Τουρκία, ενδιαφέρονται ενεργά για την περιοχή. Όμως η Θεσσαλονίκη είναι η φυσική οικονομική μητρόπολη της ΦΥΡΟΜ και η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει πολύ ισχυρά ερείσματα. Είμαστε ο τρίτος εμπορικός εταίρος ενώ πολλές και σημαντικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει στα Σκόπια. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να αποτελεί και μια ρεαλιστική στρατηγική εξωτερικής πολιτικής, όχι οι συναισθηματικές μεγαλοστομίες που τόσο αγαπάμε και ως σήμερα έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Αντί να διυλίζουμε την συμφωνία και να ανακαλούμε ιστορίες του παρελθόντος, να κάνουμε επίθεση φιλίας, στηρίζοντας τα λόγια με έργα. Μπορεί να αποδειχθεί το πιο αποτελεσματικό όπλο.