Μεσημέρι Κυριακής στην ηλιόλουστη πλατεία Συντάγματος. Οι ανήσυχοι διαδηλωτές φωνάζουν συνθήματα που παραπέμπουν σε εντελώς γνώριμες καταστάσεις της Ελλάδας της κρίσης, αλλά σε παντελώς άγνωστα πρόσωπα. Μια ομάδα κουκουλοφόρων αποκόπτεται από τη συγκέντρωση. Αρχίζουν οι πρώτες αψιμαχίες με τα ΜΑΤ στη γωνία Καραγιώργη Σερβίας και Σταδίου. Τα γκλομπ σηκώνονται. Δακρυγόνα πέφτουν. Οι κουκουλοφόροι αντεπιτίθενται και εκτυλίσσονται συμπλοκές. Και ξαφνικά... ''cut''. Η ελληνική ψευδοπραγματικότητα μετουσιώνεται σε φιλμική μυθοπλασία, σε ένα καρναβάλι του Χόλιγουντ με τους άνδρες των “ΜΑΤ”, εισαγόμενoι κάποιοι εξ αυτών, να πηγαίνουν να ξαποστάσουν σε παρακείμενη καφετέρια και τους “κουκουλοφόρους” να χαζολογούν δίπλα στην κλούβα.

Ο λόγος για το κινηματογραφικό θρίλερ Born to be Murdered με πρωταγωνιστή τον Ουάσιγκτον, όχι τον Ντένζελ δυστυχώς, αλλά τον υιό του Τζον-Ντέιβιντ, που κάνει τα πρώτα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά του βήματα.

Την ώρα των “συμπλοκών” πολύ φτωχών ομολογουμένως συγκριτικά με ανάλογες real life ελληνικές “υπερπαραγωγές” (τα ψηφιακά εφέ και το μοντάζ θα έχουν την τιμητική τους) τα κίτρινα γιλέκα της παραγωγής μάταια προσπαθούσαν να σταματήσουν τις αδιάκριτες κάμερες, ενώ ακούσιοι (;) κομπάρσοι του χάπενινγκ ήταν οι οπαδοί του κόμματος του Σώρρα, που μάταια προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή υποσχόμενοι διαγραφή χρεών, πιθανώς και παρθένες στον Παράδεισο.  

Είναι γεγονός. Οι Έλληνες διαθέτουν ένα τρισχιλιετές know how στο να σκοτώνονται μεταξύ τους, ενώ από επεισόδια, συμπλοκές και προπηλακισμούς η Αθήνα διαθέτει ζηλευτή τεχνογνωσία, από την οποία μπορούν να αντλήσουν πολύτιμη γνώση οι διεθνείς παραγωγές (αυτά να τα βλέπει το στούντιο που γύρισε το τελευταίο Bourne με CG ελληνική Βουλή και πλάνα από την Αθηναϊκή... Τενερίφη). Το μόνο που λείπει από τους πολιτικούς μας είναι η ανάλογη επενδυτική κουλτούρα που υπάρχει μόνο στα λόγια. Και το χειρότερο; Σε όχι λίγους πολίτες. Ήταν πραγματικά θλιβερό να ακούς συμπολίτες μας να γκρινιάζουν που είχε κλείσει το Σύνταγμα και οι γύρω δρόμοι. “Γιατί δεν διαμαρτύρεται το ξενοδοχείο Μεγάλη...” έλεγε ο ένας. Δεν ενοχλούνται τα “Mac...” έλεγε η άλλη. “Το χρήμα τους έπεισε” απάντησε χλευαστικά ένας τρίτος, προφανώς ο ίδιος υπεράνω των “κακών χρημάτων”.  “Πού να πάνε τα αυτοκίνητα;” σχολίαζε βαρύθυμα ένας άλλος, ο οποίος πιθανότατα δεν θα είχε κανένα υπαρξιακό πρόβλημα για τον προορισμό των αυτοκινήτων αν 20 άτομα έκλειναν τη Βασιλίσσης Σοφίας, χωρίς να πάρει μάλιστα η χώρα ούτε σεντ.

Κακώς ήρθε το δολάριο λοιπόν; Για κάποιους κακώς• κάκιστα. Στα λόγια καλό και άγιο είναι, όπως δηλώνουν το αρμόδιο υπουργείο και το ΚΑΣ, αλλά στην πράξη ακόμα στου ΚΑΣίδη το κεφάλι μαθαίνουμε να προσελκύουμε και να υποδεχόμαστε ανάλογες επενδύσεις (ή μάλλον επενδύσεις γενικώς...), όπως είχε συμβεί και με τη σειρά του BBC H Μικρή Τυμπανίστρια. Με την οικονομία να υποφέρει ακόμα από τις παθογένειες που την κατατρύχουν, και πολλές γνωστές και λιγότερο γνωστές επενδυτικές προσπάθειες να βρέθηκαν σε φάση born to be murdered άνευ happy end, το θέμα είναι να μην κλείνουμε το κέντρο για τους ξένους, αλλά μόνο για την πάρτη μας (“αμύνεσθαι πέρι πάρτης ή πέρι πάρτι”).

Όταν στη χώρα μας η Πολιτεία, αλλά κυρίως οι πολίτες που διαμορφώνουν την Πολιτεία, αντιμετωπίζουν την επενδυτική διαδικασία με λογικές αρπαχτής (“καλώς ήλθαν τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα”) ή με αναχρονιστικές λογικές περί “μη εμπορευματοποίησης του πολιτισμού μας”, μάς αρμόζει αυτό που είπε ο “αιώνιος νομάρχης” στον αδελφό του, πρωταγωνιστή της ομώνυμης ταινίας (εξαιρετικοί οι Γιώργος Κωνσταντίνου και Ορφέας Ζάχος): “Τούς τα βρόντηξα κάτω και έφυγα”. Ή μάς τα βρόντηξαν κάτω και έφυγαν, και μετά φύγαμε και εμείς κακήν - κακώς από τη χώρα.