Η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου αποτελεί στρατηγικής σημασίας έργο, ενταγμένο στον κατάλογο με τα Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ιδιαίτερη ενεργειακή και γεωπολιτική σημασία τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο. Στοχεύει στην ένταξη της Κύπρου στο ευρωπαϊκό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, αίροντας την ενεργειακή της απομόνωση, ενώ αναμένεται να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια και να μειώσει το κόστος ηλεκτρισμού για τους Κύπριους καταναλωτές. Η υπερεθνική προστιθέμενη αξία του ενεργειακού εγχειρήματος ωστόσο είναι ευρύτερη για δύο λόγους, αφενός γιατί θα ενισχύσει τη διαφοροποίηση των πηγών και την ασφάλεια του εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά, αφετέρου θα συμβάλλει στην ευρωπαϊκή στρατηγική για ενεργειακή ανεξαρτησία, με την Ελλάδα ως ενεργειακή "γέφυρα" μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, το καλώδιο Ελλάδας–Κύπρου εξυπηρετεί πράγματι τον κεντρικό στόχο της ενεργειακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης: εντάσσεται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ανάπτυξης διασυνοριακών υποδομών που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό και την επέκταση των δικτύων και τον τερματισμό της ενεργειακής απομόνωσης τμημάτων της Ένωσης, τη διασφάλιση και διαφοροποίηση του εφοδιασμού και την ευρύτερη ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Ωστόσο, είναι γεγονός πως σήμερα το έργο βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή: οι κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη μέσα σε ένα περιβάλλον αλλεπάλληλων διαπραγματεύσεων. Παρά την πολιτική και οικονομική στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πορεία του έργου συναντά καθυστερήσεις, διανύοντας μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας, παρανοήσεων, μετακύλησης ευθυνών και εν τέλει έντονων εντάσεων. Δεν μπορούν να αγνοηθούν, παράλληλα, η αυξανόμενη -όπως συνήθως έωλη από πλευράς διεθνούς νομιμότητας και διεθνούς δικαίου- τουρκική αντίδραση και η ευρύτερη ρευστότητα του γεωπολιτικού περιβάλλοντος στην Ανατολική Μεσόγειο.
Την ίδια στιγμή, η πρόσφατη αντιπαράθεση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ελληνικού ΑΔΜΗΕ σχετικά με τις τεχνικές και οικονομικές υποχρεώσεις των μερών δεν θα μπορούσε παρά μόνο αρνητικά να επηρεάσει την πορεία του έργου. Παρ’ όλα αυτά, το συγκεκριμένο εμπόδιο φαίνεται να ξεπεράστηκε και το κλίμα μεταξύ των ελληνικών και κυπριακών αρχών να αποκαθίσταται σταδιακά, χωρίς να μπορέσει κανείς να αποκλείσει νέες εντάσεις με αφορμή κυρίως την κατανομή του υψηλού κόστους κατασκευής του έργου. Πλέον, Ελλάδα και Κύπρος εμφανίζονται απόλυτα προσηλωμένες στην κοινή επανεκκίνηση του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης στο πλαίσιο της ενιαίας στρατηγικής για το έργο, χωρίς η ένταση αυτή να μεταφράζεται σε οποιαδήποτε διπλωματική τριβή στις ελληνοκυπριακές σχέσεις.
Κοινός παρονομαστής των εξελίξεων που τροφοδοτούν την αβεβαιότητα παραμένουν το γεωπολιτικό ρίσκο και η βιωσιμότητα του έργου, τόσο σε τεχνικό όσο και οικονομικό επίπεδο. Ωστόσο, δεδομένου ότι η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας–Κύπρου παραμένει προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως έργο κοινού ενδιαφέροντος και κομβικό στοιχείο της στρατηγικής για την ενεργειακή ενοποίηση της Ανατολικής Μεσογείου, απαιτούνται υπερβάσεις ιδίως σε επίπεδο οικονομικής διαχείρισης και διαχείρισης των δυναμικών της σημερινής εσωτερικής κυπριακής αγοράς ενέργειας, ώστε να διασφαλιστεί η προοπτική υλοποίησης του έργου.
Προς αυτή την κατεύθυνση -ορθώς- κινείται και η ελληνική κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί να σταθμίσει την τρέχουσα κατάσταση και να αποφασίσει τα επόμενα βήματα για την προώθηση του έργου, λαμβάνοντας υπόψη τη σύνθετη γεωπολιτική και χρηματοοικονομική δυναμική που αναπτύσσεται. Εξάλλου, ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε οικονομοτεχνικών εκκρεμοτήτων, ο στόχος θα πρέπει να παραμείνει κοινός: η αξιοποίηση μιας σημαντικής ευκαιρίας περαιτέρω ενίσχυσης του γεωστρατηγικού ρόλου Ελλάδας και Κύπρου σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο που απαιτεί διαρκή προσαρμοστικότητα.
* Ο Ορέστης Ομράν είναι διεθνής δικηγόρος, ειδικός σε θέματα ενέργειας και Πρόεδρος του Think Tank SYNERGIA.