Του Άγγελου Κοντογιάννη-Μάνδρου

Η συμφωνία του 2015 γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν υπήρξε ένα από τα ορόσημα της προεδρίας Ομπάμα και κόμβος για την προώθηση του λεγόμενου Asian Pivot• ενός ευρύτερου γεωστρατηγικού αναπροσανατολισμού των Ηνωμένων Πολιτειών προς τον Ειρηνικό με κύριο στόχο την ανάσχεση της Κινεζικής επιρροής. Κίνηση, η οποία προϋπέθεται την σταδιακή απεμπλοκή των αμερικανικών δυνάμεων από τις κοστοβόρες συγκρούσεις της Μέσης Ανατολής και την σταθεροποίηση της περιοχής στη βάση μιας entente με την Τεχεράνη. Παρά τις όποιες παλινωδίες του επιτελείου Ομπάμα και τις αρχικώς έντονες αντιδράσεις του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, η στρατηγική αυτή απέδωσε καρπούς και συνέβαλε στην διαμόρφωση νέων σημείων ισορροπίας.
 
Ηνωμένες Πολιτείες και Ιράν υποστήριξαν από κοινού τις προσπάθειες για ανάσχεση του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ όντας μάλιστα σε άμεση στρατιωτική συνεργασία κατά τη διάρκεια κρίσιμων επιχειρήσεων, όπως αυτές στο Τικρίτ και τη Μοσούλη. Κατ' αναλογία, η σιωπηρή αποδοχή της Ιρανικής παρουσίας στη Συρία από πλευράς της Ουάσιγκτον έπαιξε καθοριστικό ρόλο τόσο στην επιβίωση του καθεστώτος Άσαντ όσο και στην αποτροπή πλήρους διάχυσης της συριακής κρίσης στις γειτονικές χώρες. Έτι περαιτέρω, η απροθυμία του Λευκού Οίκου να εμπλακεί σε νέους γεωπολιτικούς τυχοδιωκτισμούς και η πιο διακριτική παρουσία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων δημιούργησαν ισχυρά κίνητρα για την σταδιακή υποχώρηση Ριάντ και Τελ Αβίβ από τις άκρως μαξιμαλιστικές θέσεις που είχαν υιοθετήσει απέναντι στην Τεχεράνη.
 
Οι Ισραηλινοί εξακολούθησαν να πλήττουν ιρανικούς ή φιλο-ιρανικούς στόχους σε Συρία και Ιράκ αλλά απέφυγαν χτυπήματα υψηλής συμβολικής και στρατηγικής σημασίας που θα ερέθιζαν το ιρανικό καθεστώς. Διόλου τυχαία, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου φέρεται να δήλωσε με νόημα στην έκτακτη συνεδρίαση της Υπουργικής Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας του Ισραήλ ότι "η δολοφονία του Σολεϊμανί δεν ήταν επιλογή του Ισραήλ, ήταν επιλογή της Αμερικής. Δεν είχαμε εμπλοκή και δεν πρέπει να παρασυρθούμε". Οι δε σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου, παραδοσιακοί αντίπαλοι της Ισλαμικής Δημοκρατίας, επιχείρησαν να επανασυστήσουν ακόμη και άμεσους διαύλους επικοινωνίας με την Τεχεράνη, αντιλαμβανόμενες το κόστος μιας ανεξέλεγκτης αντιπαράθεσης. Σύμφωνα  μάλιστα με τον Ιρακινό πρωθυπουργό, ο στρατηγός Σολεϊμανί είχε μεταβεί στην Βαγδάτη στα πλαίσια διπλωματικής διαμεσολάβησης για την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ριάντ.
 
Παρά την επιθετική ρητορική και την απόφαση για μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από την συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η διοίκηση Τραμπ έδειχνε να αποδέχεται την ανάγκη μείωσης της αμερικανικής έκθεσης στην περιοχή, οριοθετούμενη σε μια στρατηγική ισχυρών αλλά έμμεσων πιέσεων προς την Τεχεράνη. Τον Σεπτέμβριο μάλιστα, ο Αμερικανός πρόεδρος απομάκρυνε από την θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας τον Τζόν Μπόλτον, εκ των θερμότερων υποστηρικτών της στρατιωτικής επέμβασης εναντίον του Ιράν, ενώ παράλληλα επιδόθηκε και σε ένα σκιώδη διπλωματικό μαραθώνιο προκειμένου να εκτονωθεί η ένταση που προκλήθηκε από την επίθεση των φιλο-ιρανών ανταρτών Χούθι στις εγκαταστάσεις της Saudi Aramco.
 
Σε αυτό το πλαίσιο, η δολοφονία Σολεϊμανί φάνηκε να σηματοδοτεί μια δραματική αλλαγή στρατηγικής με ανοιχτό το ενδεχόμενο ενός διευρυμένου περιφερειακού πολέμου, κάτι που εκτιμάται ως μη πιθανό.Από πλευράς των Αμερικανών, η επίθεση της 3ης Ιανουαρίου φαίνεται να στερείτο ευρύτερης στοχοθεσίας αλλά και ουσιαστικής προετοιμασίας σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Η έντονη αντίδραση των Δημοκρατικών στην Βουλή των Αντιπροσώπων, οι διακριτικές αποστάσεις συμμαχικών δυνάμεων και το αλαλούμ που επικράτησε όσον αφορά την αποχώρηση ή μη των Αμερικανικών στρατευμάτων μετά το σχετικό ψήφισμα του ιρακινού κοινοβουλίου καταδεικνύουν του λόγου το αληθές. Σε αυτό το πλαίσιο, βασική επιδίωξη του Ντόναλντ Τράμπ φαίνεται να ήταν η ενίσχυση του ηγετικού του προφίλ εν μέσω των ακροάσεων για την παραπομπή του στο Αμερικανικό Κογκρέσο παρά η έναρξη μιας πολλαπλά κοστοβόρας σύρραξης την παραμονή των προεδρικών εκλογών. Στοιχείο που μας οδηγεί στο ακόλουθο καταληκτικό σχόλιο.
 
Οι σπασμωδικές κινήσεις της αμερικανικής διοίκησης αποτυπώνουν μια σταδιακή έκπτωση ή ακόμη και ανοιχτή κρίση της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής. Σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, αυτό δημιουργεί αποσταθεροποιητικές δυναμικές, μακροχρόνια όμως, διαμορφώνει συνθήκες δυνάμει υποχώρησης της δυτικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Ο άμεσος αντίκτυπος της δολοφονίας Σολεϊμανί είναι ενδεικτικός. Το καθεστώς των Αγιατολάχ ενισχύεται από τον εθνικιστικό πυρετό που διαπερνά την ιρανική κοινωνία ενώ τα ερείσματα των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ απομειώνονται με τις φιλο-ιρανικές δυνάμεις, που μέχρι πρότινος βρίσκονταν στο στόχαστρο πολύμηνων διαδηλώσεων, να βγαίνουν πολιτικά κερδισμένες. Η δε Ρωσία παρουσιάζεται για άλλη μια φορά ως δύναμη σταθερότητας σπεύδοντας μάλιστα να προτείνει στην Ιρακινή κυβέρνηση την αγορά του αντιπυραυλικού συστήματος S400, ως μέσου αποτροπής ανάλογων περιστατικών στο μέλλον. Υπό αυτή την έννοια, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η δολοφονία Σολεϊμανί αποτελεί μια τακτική νίκη των Αμερικανών, η οποία εγγράφεται όμως στο πλαίσιο μιας διαφαινόμενης στρατηγικής υποχώρησης.

Ο Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος είναι διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών