Του Βασίλη Χιώτη

Πριν από λίγες μέρες, η κυβέρνηση ξεκαθάρισε διά του κυβερνητικού εκπροσώπου, ότι δεν προτίθεται να αλλάξει και πάλι τον εκλογικό νόμο, για να είναι πιο εύκολος ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης.

Τα σενάρια για εκ νέου αλλαγή του εκλογικού νόμου κυκλοφορούσαν, επειδή αρκετά κυβερνητικά στελέχη ομολογούν πλέον πως ήταν λάθος να μειωθεί το περίφημο bonus,για το κόμμα που αναδεικνύεται πρώτο, από τις 50 έδρες που ίσχυε ως τις εκλογές του 2009, στις 40 κατ’ ανώτατο όριο. Η νέα ρύθμιση καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης, καθώς πλέον για να το επιτύχει ένα κόμμα με βεβαιότητα, πρέπει να έχει επιτύχει ένα ποσοστό άνω του 38%.

Η κυβερνητική διάψευση, ήταν κατ’ αρχάς πολιτικά ορθή. Διότι αν αυτά τα σενάρια φούντωναν, η αντιπολίτευση θα κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι «μαγειρεύει μυστικά» την αλλαγή του εκλογικού νόμου, συνοδεύοντάς την κατηγορία με μια σειρά από παραμύθια.

Αλλά πέρα από την διάψευση, τίθεται ένα ζήτημα, αν μπορεί η κυβέρνηση να αλλάξει τον εκλογικό νόμο μέσα σε μια τριετία, προς μια κατεύθυνση που κατά πάσα πιθανότητα θα την ωφελήσει.

Η απλή απάντηση είναι όχι. Δεν μπορεί να το κάνει, για να μην εκπέμψει ηττοπάθεια, δείχνοντας ότι φοβάται ότι δεν θα επιτύχει την αυτοδυναμία, αλλά και για να μην κατηγορηθεί ότι «ράβει εκλογικό νόμο, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της».

Αυτό είναι το πολιτικά σωστό. Αλλά είναι το σωστό και για το συμφέρον της χώρας; 

Η Νέα Δημοκρατία θα είναι, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις το πρώτο κόμμα στις επόμενες διπλές εκλογές. Αλλά δεν θα είναι για πάντα. Πριν από επτά χρόνια πρώτο κόμμα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Πριν από δώδεκα χρόνια πρώτο κόμμα ήταν το ΠΑΣΟΚ. Κι έπειτα από επτά οκτώ χρόνια, κανείς δεν ξέρει πως θα είναι οι πολιτικοί συσχετισμοί. 

Το βέβαιο όμως είναι, πως όποτε γίνουν εκλογές και δεν αναδειχθεί αυτοδύναμη κυβέρνηση, αυτό θα είναι καταστροφή για τη χώρα. Αν αυτό μάλιστα,  συμβεί στις επόμενες εκλογές, τότε θα επιστρέψουμε αυτόματα στις εποχές που δεν μας δάνειζε κανένας, επειδή αυτό που όλοι αποκαλούμε κυβερνητική σταθερότητα, θα έχει και πάλι χαθεί. Με ότι συνεπάγεται για τις διεθνείς αγορές, τους θεσμούς που μας επιτηρούν και τους επενδυτικούς οίκους που ακόμα και σήμερα διστάζουν να μας αναβαθμίσουν.   

«Ωραία τα λες. Αλλά η αλλαγή του εκλογικού νόμου, είναι πολιτικά μη διαχειρίσιμη» παρατηρούν τα μέλη της κυβέρνησης, όταν ακούνε αυτά τα επιχειρήματα.

Φοβούνται ένα πολιτικό κόστος, το οποίο στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.

Φοβούνται τις κραυγές του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο τελευταίος που δικαιούται για να ομιλεί. Έφτιαξε έναν εκλογικό νόμο στα μέτρα του, όχι για να κυβερνήσει ο ίδιος (κυβέρνησε μια χαρά με τον προηγούμενο όσο ήταν πρώτο κόμμα), αλλά για να μην κυβερνήσει κανένας άλλος! Θέσπισε την απλή αναλογική γιατί αυτό εξουδετέρωνε όλους τους αντιπάλους του κι εξυπηρετούσε μόνο τον ίδιο!

Φοβούνται την κριτική του ΠΑΣΟΚ, ενώ κι εδώ η απάντηση είναι απλή: Αν το ΠΑΣΟΚ συζητούσε έστω και θεωρητικά την κυβερνητική συνεργασία με το πρώτο κόμμα (όποιο κι αν είναι αυτό) τότε δεν θα χρειαζόταν αλλαγή του εκλογικού νόμου. Αλλά επειδή δεν το συζητά, κάποιος πρέπει να φροντίσει, να έχει η χώρα κυβέρνηση.

Και για όποιον έχει ακόμα αμφιβολίες, ας δει τι έγινε πρόσφατα στην Πορτογαλία. Η κυβέρνηση κατέρρευσε, επειδή ο ένας κυβερνητικός εταίρος καταψήφισε τον προϋπολογισμό που σχεδίασε ο άλλος κυβερνητικός εταίρος!

Και μετά τις εκλογές, το κόμμα του Αντόνιο Κόστα κατέκτησε μια οριακή πλειοψηφία στη Βουλή με ποσοστό 41,7%!!

Ας συμφωνήσουμε λοιπόν κάποτε στην Ελλάδα, με τι ποσοστό πρέπει μια κυβέρνηση να διασφαλίζει την αυτοδυναμία στη Βουλή. Διότι όποιος υποστηρίζει ότι τα ποσοστά άνω του 38% είναι ποσοστά που τα επιτυγχάνουν εύκολα τα κόμματα, τότε μάλλον σκέφτεται ρομαντικά… 

Όποιος λοιπόν τολμήσει να μειώσει αυτό το «ποσοστό αυτοδυναμίας» από το 38% που είναι σήμερα στο 35%, δεν θα ωφελήσει με βεβαιότητα τον εαυτό του. Αλλά θα ωφελήσει με βεβαιότητα την χώρα…