Ένα debate για την Ελλάδα του 2040...

Οι κανόνες για την διεξαγωγή της τηλεοπτικής αναμέτρησης είναι θέμα που χάνεται στον τακτικισμό των κομμάτων. Προφανώς, οι σημερινοί κανόνες, πιέζουν σαν στενός κορσές, κι είναι πλέον παρωχημένοι.

Το ελληνικό καφενείο πλημμυρίζει από πολιτική. Καθόλου κακό. Έτσι έχουμε μάθει, έτσι μας αρέσει. Το κακό είναι όταν πλημμυρίζει η πολιτική από καφενείο. Στην κατηγορία «καφενείο» στην πολιτική σκηνή, που συνδυαστικά μετατρέπεται σε θεατρική, αλήθεια, υπάρχουν κάποιοι που έχουν αποδειχθεί ικανοί. Δεν τους ακούς, εννοείται, για το βάσιμο των επιχειρημάτων τους αλλά για τη δεινότητα που επιδεικνύουν στην υποκριτική. Δεν τους περιμένεις επειδή θα σου προετοιμάσουν κατάσταση κανονικότητας. 

Τους περιμένεις να αποδώσουν τον ρόλο τους, μέσω του οποίου γοητεύουν και γητεύουν μέρος του πλήθους που δεν έχει απαιτήσεις από την πολιτική, που αντιλαμβάνεται την πολιτική σαν μια παράσταση στην οποία τα επιχειρήματα παραμερίζονται από την άνεση στη σκηνική παρουσία. Σε αυτή την κατηγορία των συμπολιτών κερδίζει ο Α. Τσίπρας. Είναι καπάτσος, ξέρει να αντιγράφει, να υποδύεται ρόλο, να είναι ένας από τους πολλούς, που μπορεί να μην έχει την απαραίτητη κατάρτιση αλλά τα καταφέρνει σαν ικανός «καταφερτζής».

Η πραγματικότητα από το 2016, έχει καταδείξει, ότι οι περισσότεροι στην Ελλάδα προτιμούν την σοβαρότητα από την σοβαροφάνεια. Κάνουν πέρα την ηθικολογία, το διδακτισμό, το λαϊκισμό. Επιλέγουν την προετοιμασία, την προεργασία, την ενδελεχή ενημέρωση προκειμένου να ξεκινήσουν την εργασία που πρέπει να διεκπεραιώσουν. Όπως κάνουν όλοι οι επαγγελματίες, γυναίκες και άντρες, σε όποιον τομέα και αν απασχολούνται. 

Τα ανέκδοτα είναι για το διάλειμμα, για τη χαλάρωση. Την κατηγορία αυτή την εκπροσωπεί ο Πρωθυπουργός. Στη σκηνική του παρουσία, όσες φορές επιχείρησε να ακολουθήσει τον Α. Τσίπρα σε επίδειξη ενός άλλου χαρακτήρα από αυτόν που ο ίδιος έχει, ηττήθηκε. Παρασύρθηκε από τον αντίπαλο του σε πεδίο που δεν του ταιριάζει και η σύγκριση απέβη ατυχής.

Το καλό στην ιστορία, από το 2016 όταν εξελέγη Πρόεδρος στη Ν. Δημοκρατία, ο Μητσοτάκης είναι ότι το κοινό έχει κατασταλάξει στη γνώμη του. Ξέρει ποιον επιλέγει και γιατί τον επιλέγει. Ο Μητσοτάκης, έως τώρα τουλάχιστον, προτιμάται για την αποστολή της διακυβέρνησης και όπως όλα δείχνουν θα έχει την δεύτερη του ευκαιρία. Φυσικά, δεν αφήνει τους πάντες ικανοποιημένους.

Όμως στην παρούσα φάση δεν έχει αντίπαλο. Δεν προκρίνεται κάποιος άλλος πολιτικός αρχηγός ικανός να τον υποκαταστήσει. Ο Μητσοτάκης έφερε μετρήσιμα αποτελέσματα και αυτό μετράει στην σύγκριση που επιχειρεί το κοινό. Αντιθέτως, ο Α. Τσίπρας δεν κατάφερε να οικοδομήσει σοβαρότητα τα τελευταία τριάμισι χρόνια. Χάθηκε στη μετάφραση. Αδύναμος να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό.

Η αποτύπωση σχηματίζει μια δήθεν γενική εντύπωση ότι ο Πρωθυπουργός υστερεί έναντι του Τσίπρα στη δημόσια αντιπαράθεση. Στην καλλιέργεια της εντύπωσης υποβοηθούν οι μηχανισμοί προπαγάνδας που διασπείρουν ότι το Μαξίμου φοβάται τηλεοπτική αναμέτρηση με τον αρχηγό της αξ. αντιπολίτευσης. Η Κοινοβουλευτική αντιπαράθεση των δύο πολιτικών αρχηγών ωστόσο δεν επιβεβαιώνει σε καμία περίπτωση αδυναμία του Πρωθυπουργού, όταν η συζήτηση διεξήχθη με ανταλλαγή επιχειρημάτων στηριγμένων σε γεγονότα, δεδομένα και αποδεικτικά στοιχεία.

Συνεπώς, δεν συντρέχουν λόγοι που να μαρτυρούν ανασφάλεια. Έχει όμως υποστηριχθεί πως αρχηγός που κερδίζει στις δημοσκοπήσεις και στις εκλογικές αναμετρήσεις δεν έχει λόγους να εκτεθεί σε διάλογο με τον αντίπαλο του. Ειδικά όταν ο αντίπαλος θεωρείται και τεχνίτης στον λαϊκισμό. Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς το ενδεχόμενο τα λαϊκιστικά επιχειρήματα να χαϊδέψουν αυτιά, αλλά η σοβαρότητα όταν τεκμηριώνεται με αντικειμενικά αποδεδειγμένα στοιχεία δεν έχει να φοβηθεί κανέναν.

Σε μια τηλεοπτική αναμέτρηση οι πολίτες θα βλέπαμε δύο διαφορετικές προσωπικότητες να εκθέτουν τις απόψεις τους. Οι κανόνες για την διεξαγωγή της τηλεοπτικής αναμέτρησης είναι θέμα που χάνεται στον τακτικισμό των κομμάτων. Προφανώς, οι σημερινοί κανόνες, πιέζουν σαν στενός κορσές, κι είναι πλέον παρωχημένοι.

Δεν φαίνεται πιθανό η φετινή προεκλογική περίοδος να σταθεί αφορμή για να δοκιμαστεί κάτι νέο στις τηλεοπτικές μονομαχίες. Τα κομματικά επιτελεία δεν θα διακινδύνευαν πρωτοτυπίες.

Ας σκεφτούμε όμως μια συζήτηση για την Ελλάδα του 2040. Ποιος θα είχε να μας πει κάτι ουσιαστικό;

Το αφήνω σε εσάς, τι θα λέγατε;...