της Ιωάννας Μάνδρου

Το έγκλημα της Μαρφίν αποτελεί μια χαίνουσα πληγή στο κοινωνικό σώμα και μία ανεκπλήρωτη ευθύνη της πολιτείας που τόσα χρόνια μετά τον τραγικό θάνατο, ουσιαστικά τεσσάρων ανθρώπων, καθώς ένα από τα θύματα ήταν έγκυος, δεν έχει βρει τους υπεύθυνους και δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη.

Η εκ νέου έρευνα της υπόθεσης, που ανακοινώθηκε προ ημερών από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, δημιουργεί προσδοκίες για πραγματικά αποτελέσματα αυτή τη φορά, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάθαρση μιας τραγωδίας, με έντονα τα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά.

Οι όποιες προσπάθειες των διωκτικών αρχών χρόνια πριν, δεν είχαν αίσιο αποτέλεσμα, καθώς τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν οδήγησαν σε αθώωση από το δικαστήριο και δεν μπόρεσαν να θεμελιώσουν ευθύνες για τη φρικτό θάνατο αθώων ανθρώπων.

Τώρα, υπό το φως των νέων δεδομένων, κυρίως τεχνολογικών, η πολιτεία δοκιμάζει για μία ακόμη φορά τις δυνατότητες της να φθάσει στους υπευθύνους του εγκληματικού εμπρησμού.

Όμως απαιτείται γι’ αυτό, πρώτα από όλα η ανεύρεση στοιχείων που να είναι ισχυρά και δεμένα, έρευνες συστηματικές και κυρίως υπό καθεστώς μυστικότητας, προκειμένου να μην οδηγηθεί το όποιο αποτέλεσμα της σε νέο δικαστικό Βατερλώ, κάτι που θα ήταν χειρότερη ήττα από την πρώτη.

Αλώστε τα εγκλήματα για τα οποία αναζητούνται οι ένοχοι είναι βαρύτατα. Ανθρωποκτονίες και μάλιστα φρικτές. Ποιο δικαστήριο θα δικάσει και θα καταδικάσει κάποιους σε τρεις ισόβια αν τα στοιχεία δεν είναι "μπετόν" κι αν οι αποδείξεις δεν είναι στέρεες;

Αυτά για τις έρευνες, που πολύ σωστά το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με τη συνδρομή των εισαγγελικών αρχών κινεί εκ νέου σε μια προσπάθεια, πιο οργανωμένη αυτή τη φορά , με την ελπίδα να υπάρξει αποτέλεσμα.

Το οφείλει άλλωστε η πολιτεία όχι μόνον στους συγγενείς των θυμάτων, αλλά και στο κοινωνικό σώμα που για χρόνια έχει μια πληγή που δεν έχει κλείσει.

Από την άλλη πλευρά η καταδίκη αυτού του φρικαλέου εγκλήματος στη συνείδηση της πλειοψηφίας της κοινωνίας μόλις τα τελευταία χρόνια εμπεδώνεται και γι’ αυτό δόθηκε πραγματικά μάχη από ορισμένους, καθώς τα πρώτα χρόνια μετά τον εμπρησμό της Μαρφίν δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν υποβαθμίσει το γεγονός, και πάντως δεν είχαν αντιληφθεί πλήρως το μέγεθος της απαξίας μιας τόσο αποτρόπαιης δολοφονικής πράξης.

Οι τεράστιες, και ως ένα βαθμό αναμενόμενες, αντιδράσεις για την οικονομική κατάρρευση της χώρας και τις οδυνηρές της συνέπειες, δυστυχώς είχαν προκαλέσει τύφλωση σε πολλούς για ένα τόσο βαρύ έγκλημα.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι όταν κάηκαν ζωντανοί οι υπάλληλοι της Μαρφίν, εκτός από εκείνους που διέπραξαν το έγκλημα, ρίχνοντας μολότοφ και εύφλεκτες ύλες στο κτίριο, δεκάδες ήταν έξω από το φλεγόμενο υποκατάστημα που δεν διευκόλυναν την Πυροσβεστική να φθάσει έγκαιρα,  η ακόμα χειρότερα με συνθήματα αποδοκίμαζαν τους καιόμενους υπαλλήλους.

Αυτά έχουν περιγράφει πολλές φορές στις δικαστικές διαδικασίες που ακολούθησαν, είτε για τους εκείνους που παραπέμφθηκαν ως υπεύθυνοι, είτε για εκείνους που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας του τραπεζικού καταστήματος. Η υπόθεση της Μαρφίν, όπως κι αν το δει κανείς, αποτελεί μαύρη σελίδα. Από τις πιο μαύρες των τελευταίων ετών. Οι διωκτικές αρχές, η δικαιοσύνη, η πολιτεία έχουν υποχρέωση να βρουν την άκρη. Και να επουλωθεί η πληγή με την καταδίκη όσων έφταιξαν.