Του Ανδρέα Ανδρέου*

Υπό το πρίσμα του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί ένα νομικό εργαλείο που απαντάει στο ερώτημα αναφορικά με το πότε μία διάταξη νόμου ή πράξη της διοίκησης είναι σύμφωνη ή όχι με το Σύνταγμα. Το παρόν άρθρο, όμως, δεν απευθύνεται σε νομικούς και ο λόγος είναι ότι όποιος γνωρίζει το «τεστ της αναλογικότητας» του προσφέρεται ένα εργαλείο σκέψης για να κρίνει εάν ένα μέτρο που περιορίζει τα δικαιώματά του είναι «καλώς καμωμένο». Εν ολίγοις, είναι ένα βοήθημα κριτικής σκέψης για κάθε σκεπτόμενο πολίτη.

Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα -αν όχι όλοι μας- έχουν τελέσει ουκ ολίγες φορές σε προβληματισμό ή αμφισβήτηση για πλήθος αποφάσεων του κράτους, αναφορικά με το κατά πόσο οι αποφάσεις αυτές είναι πραγματικά νόμιμες. Πρόσφατα παραδείγματα που μας άγγιξαν ήταν τα μέτρα περιορισμού (το περίφημο lockdown), η πλέον επίκαιρη υποχρεωτική χρήση μάσκας, αλλά ακόμα και μία πιθανή επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού με το πολυαναμενόμενο εμβόλιο έναντι του sars-cov-2. Τόσο άμεσες, καθολικές και απόλυτες παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας εις βάρος της προσωπικής μας ελευθερίας είναι αναμενόμενο να διεγείρουν ένα αίσθημα αντίδρασης στους πιο θερμόαιμους, είτε να οδηγούν σε μία κατάσταση ουσιαστικής περίσκεψης στους πιο λελογισμένους συμπολίτες μας. Εκ στόματος Κυβέρνησης ακούστηκαν προτροπές για την τήρηση των εκάστοτε μέτρων θεμελιώνοντάς τες στην κατάρτιση των επιστημόνων ή ακόμα και στο «ελληνικό φιλότιμο». Αυτές οι προτροπές αποτελούν σίγουρα ερείσματα πειθούς της Πολιτείας για την εναρμόνιση των πράξεων των πολίτων με τα μέτρα που θεσπίζονται, όμως δεν δίνουν ουσιαστικούς λόγους για την αναγκαιότητα τήρησης των συγκεκριμένων μέτρων που αποφασίζονται.

Κατά την άποψή μου το πλέον καίριο ζήτημα που ανακύπτει είναι αυτό της ουσιαστική νομιμότητας των κατά περίπτωση πολιτικών αποφάσεων. Δηλαδή, τι συμβαίνει όταν στον βωμό της προάσπισης του «κοινού συμφέροντος» θυσιάζεται ένα εύρος των ατομικών ελευθεριών μας. Νομικά το προαναφερθέν φαινόμενο ονομάζεται σύγκρουση δικαιωμάτων, αφού τόσο οι διάφορες πτυχές του «δημόσιου καλού» όσο και οι ελευθερίες μας έχουν διαρθρωθεί και προστατεύονται εκ του Συντάγματος σε ένα πλέγμα θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Φυσικά, το παρόν ζήτημα δεν είναι άγνωστο, μιας και όλοι πιστεύω έχω ακούσει το εκ της ανθρωπολογίας ορμώμενο αν και «παιδικό» στην έκφρασή του˙  η ελευθερία μας τελειώνει εκεί που ξεκινάει η ελευθερία του άλλου. Αυτός ο γενικός κανόνας, όμως, δεν επαρκεί και αυτό γιατί η σύγχρονη πραγματικότητα συνίσταται σε ένα σημαντικά ανώτερο επίπεδο περιπλοκότητας. Δημιουργείται η ανάγκη, λοιπόν, μιας φόρμουλας για τον προσδιορισμό του μέγιστου δυνατού περιορισμού των δικαιωμάτων μας, ειδικά ότι το υπό ανάλυση ζήτημα δεν είναι η σύγκρουση των δικαιωμάτων μεταξύ των πολιτών, αλλά ο περιορισμός τους από το κράτος.

Η αρχή της αναλογικότητας έρχεται να δώσει την λύση στην τροχοπέδη της σύγκρουσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρόκειται ένα τεστ τριών κριτηρίων που έχει καθιερωθεί νομολογιακά, δηλαδή μέσω δικαστικών αποφάσεων. Συγκεκριμένα, οι περιορισμοί που επιβάλλονται πρέπει να είναι:

  1. Κατάλληλοι, δηλαδή πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού.
  2. Αναγκαίοι, δηλαδή να μην υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις που θα περιόριζαν λιγότερο το δικαίωμα.
  3. Σταθμισμένοι, δηλαδή η αναμενόμενη ωφέλεια από τον περιορισμό να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλεί. 

Πριν προβούμε στην εξέταση των ως άνω κριτηρίων σκόπιμο είναι να ελεγχθούν δύο ακόμα προκαταρκτικά κριτήρια. Το πρώτο είναι αν έχουμε prima facie (εκ πρώτης όψεως) περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος το οποίο θεωρούμε ότι προσβάλλεται. Δεύτερον, αν το μέτρο που τελεί υπό κρίση αντισυνταγματικότητας εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

Τέλος, η εσχάτη των προϋποθέσεων περί συνταγματικότητας μίας διάταξης που περιορίζει θεμελιώδες δικαίωμα είναι η διάταξη αυτή να μην προβλέπει κανόνες που περιορίζουν το πυρήνα του συγκεκριμένου δικαιώματος. Τούτο σημαίνει ότι, υπό την επιφύλαξη ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι απαγορευτικό ένας κανόνας δικαίου να περιορίζει ένα θεμελιώδες δικαίωμα στο βαθμό που δεν μπορεί να ασκηθεί η βασική του λειτουργία. Στο πλαίσιο της απαγόρευσης περιορισμού του πυρήνα ενός δικαιώματος, έχει κριθεί από τα δικαστήρια ότι η υποχρέωση λήψης άδειας για την άσκηση του δικαιώματος, ισοδυναμεί με περιορισμό του πυρήνα του δικαιώματος.

Είναι αδιαμφησβήτητο ότι ο τελικός χρήστης της αρχής της αναλογικότητας και τελικός κριτής κάθε επίδικου ζητήματος είναι ο Δικαστής, όμως τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει να έχει και το μονοπώλιο της γνώσης. Άλλωστε, το διαδίκτυο καθιστά την πληροφορία προσβάσιμη σε όλους μας, το μόνο που απομένει είναι να την χρησιμοποιήσουμε για να συνειδητοποιήσουμε την αλήθεια και εν προκειμένω το δίκαιο.   

   Παρατίθεται μία σύντομη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας για τα μέτρα περιορισμού της Κυβέρνησης την περίοδο του «lockdown»”.

*Ο Ανδρέας Ανδρέου είναι φοιτητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου