Του Χαράλαμπου Γκότση*

Η πανδημία έφερε ήδη τα πάνω κάτω σε κοινωνία και οικονομία. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι ο τρόπος ζωής, εργασίας, επικοινωνίας αλλά και ανθρωπίνων σχέσεων στο μέλλον δεν θα είναι ίδιος με αυτόν που μέχρι τώρα γνωρίζαμε. Έτσι, είναι φανερό, ότι πολλά πρέπει να σχεδιαστούν από την αρχή, να αλλάξουν, να βελτιωθούν και  να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Στον οικονομικό τομέα μετά από την πρόσφατη εμπειρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης, βιώνουμε τώρα και μια πρωτόγνωρη βύθιση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία έπληξε καίρια, όχι μόνο τις εύθραυστες οικονομίες του Νότου, αλλά και τις μέχρι πρότινος παντοδύναμες των Βορείων χωρών της Ευρώπης, των ΗΠΑ και των άλλων μεγάλων παικτών της υφηλίου. Κοινή διαπίστωση και των δύο κρίσεων είναι, ότι για την αντιμετώπισή τους είναι αναγκαία η καθιέρωση μεγαλύτερης ευελιξίας στη λήψη μέτρων, κυρίως δημοσιονομικών. Αντ’ αυτού στην πρώτη περίπτωση, φορτωθήκαμε το Δημοσιονομικό Σύμφωνο με το Φρένο Χρέους και τώρα μετά από την αναστολή εφαρμογής του, βρισκόμαστε υπό την απειλή μιας επαναφοράς στο προηγούμενο καθεστώς του δημοσιονομικού ζουρλομανδύα, αντί να ανοίξει η συζήτηση για αναθεώρησή του. Ας δούμε λοιπόν περί τίνος πρόκειται.

Το φρένο χρέους αποτελεί τη βασική συνιστώσα του Δημοσιονομικού Συμφώνου, που αποφασίσθηκε  στις 8/12/ 2011 στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τέθηκε σε ισχύ την πρωτοχρονιά του 2013.  Δύο χώρες απείχαν, η Μεγάλη Βρετανία και η Τσεχία. Οι υπόλοιπες, υπό το κράτος των γεγονότων και του εκτροχιασμού των κρατικών προϋπολογισμών, στο αποκορύφωμα της κρίσης 24 από τις 27 χώρες είχαν ενταχθεί στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος της Ε.Ε., αναγκάσθηκαν να δεχθούν ένα σχέδιο γερμανικής έμπνευσης πολύ αυστηρότερων κανόνων δημοσιονομικής διαχείρισης, εκείνων που προβλέπονταν ήδη στη Συνθήκη του Μάαστριχτ καθώς και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, επειδή κρίθηκε ότι δεν ήταν επαρκείς.

Η απόφαση άφησε ανοιχτό το θέμα της υποχρεωτικής εισαγωγής του θεσμού στα εθνικά συντάγματα, κάτι που είχε κάνει ήδη από το 1999 η Γερμανία, δίνοντας τη δυνατότητα στις επιμέρους χώρες να κάνουν τις δικές τους  ισοδύναμες επιλογές. Η χώρα μας επέλεξε να ενσωματώσει τη σχετική οδηγία 2011/85/ΕΕ στο νόμο 4270 της 28ης Ιουνίου του 2014, αποφεύγοντας να δεσμευθεί για συνταγματική κατοχύρωση, με το αιτιολογικό ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει του ελληνικού συντάγματος.

Η βασικότερη πρόνοια του Δημοσιονομικού Συμφώνου συνίσταται στην υποχρέωση ότι, οι προϋπολογισμοί των κρατών πρέπει να είναι ισοσκελισμένοι ή και να εμφανίζουν πλεονάσματα. Ο νέος δανεισμός δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ της χώρας. Ο περιορισμός αναφέρεται στο λεγόμενο διαρθρωτικό έλλειμμα, που προκύπτει, αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για συγκυριακούς λόγους. Σε περίπτωση δε που κάποιο κράτος παραβιάσει τους κανόνες, τότε ενεργοποιείται αυτόματα η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 0,1% του ΑΕΠ της παραβάτριας χώρας. Μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις επιτρέπεται υπέρβαση του ορίου με συγκεκριμένες όμως δεσμεύσεις.
Η εμφάνιση της πανδημίας και οι αναμενόμενες καταστρεπτικές επιπτώσεις που εκτιμήθηκε ότι θα είχε στις οικονομίες, έδωσε το έναυσμα αξιοποίησης αυτής της ρήτρας εξαίρεσης (γενική ρήτρα διαφυγής). Έτσι, στη συνεδρίαση του Eurogroup της 23/3/2020 αποφασίστηκε να ενεργοποιηθεί η ρήτρα αυτή για όλες τις χώρες, με στόχο την αναθέρμανση των οικονομιών και την αντιμετώπιση των συνεπειών της εξάπλωσης του κορωνοιού στις οικονομίες. Η πρώτη χώρα που έκανε χρήση ήταν η Γερμανία, με την κατάθεση στη Bundestag ενός συμπληρωματικού προϋπολογισμού τόνωσης της οικονομίας ύψους 156 δις Ευρώ.

Η πολύ θετική αυτή απόφαση δικαιώνει όσους από την αρχή αντιτάχθηκαν σ ’αυτόν τον παραλογισμό, τον οποίο για καθαρά δογματικούς, πολιτικούς λόγους, επέβαλαν στις ευρωπαϊκές χώρες, που ούτε το βασικό του σκοπό, δηλαδή τη μείωση του δημοσίου χρέους των χωρών επέτυχε, αλλά και τις οικονομίες βύθισε σε στασιμότητα και τώρα πλέον  με την παρουσία της κρίσης του κορωνοιού σε μεγάλη ύφεση. Με την  αναστολή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι επιμέρους χώρες απέκτησαν τη δυνατότητα να αποφασίζουν για το μέγεθος των δαπανών, ικανών για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κρίσης, αλλά και να στηρίξουν εργαζόμενους και επιχειρήσεις ασκώντας επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.

Είναι πλέον ανάγκη, μετά από επτά συναπτά έτη ισχύος του Δημοσιονομικού Συμφώνου και 30 Από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αφού ήδη διαθέτουμε τα απαραίτητα στοιχεία από τα αποτελέσματα που προέκυψαν, να εξάγουμε τα αναγκαία συμπεράσματα και να προχωρήσει μια ακαδημαϊκή συζήτηση αρχικά, πολιτική στη συνέχεια και καταληκτικά στα όργανα της Ένωσης, ώστε να καταργηθεί ή έστω να αναθεωρηθεί μια ρύθμιση, η οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων οδηγεί σε στασιμότητα, οικονομική καχεξία και αδιέξοδα. Εκείνο που χρειάζεται η Ευρώπη σήμερα είναι η θέσπιση κανόνων φιλικών στις επενδύσεις καθώς και έναν αποτελεσματικότερο συντονισμό των οικονομιών της. Μια επιστροφή στους ισχύοντες κανόνες του 60% του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ και του 3% δημοσιονομικού ελλείμματος, θα οδηγήσει πάλι χώρες με οικονομικές αδυναμίες σε μέτρα λιτότητας και στο μαρασμό. Αντίθετα μια διεύρυνση του ορίου για το χρέος στο 90% ή και την εξαίρεση των δημοσίων επενδύσεων από την προσμέτρηση σε έλλειμμα και χρέος, θα έδινε τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο για να ασκήσουν αντικυκλική πολιτική που απαιτείται.

Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό, ότι ο κρατικός προϋπολογισμός δεν αποτελεί απλά μια λογιστική αποτύπωση των εσόδων από τη μια και των εξόδων από την άλλη πλευρά, αλλά σημαντικό μέσο άσκησης οικονομικής πολιτικής.   Η δημοσιονομική πολιτική σε περιόδους αναιμικής ανάπτυξης ή ακόμη χειρότερα όταν η οικονομία οδεύει προς την ύφεση, εξασφαλίζει μέσα από την αύξηση των δαπανών, συχνά και με ελλείμματα, την αποτελεσματικότητα μιας αντικυκλικής πολιτικής. Οι κρατικές δαπάνες έρχονται να καλύψουν την ανεπαρκή ζήτηση για κατανάλωση και για επενδύσεις δημιουργώντας εισοδήματα, ενεργό ζήτηση στα νοικοκυριά, δουλειές στις επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας  καθώς και αισιοδοξία για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας. Αυτή η πολλαπλασιαστική διαδικασία αποτελεί τη βάση για την ανάκαμψη, την ανάπτυξη και την ευημερία μιας χώρας.

Γινόμαστε μάρτυρες τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω ανυπαρξίας της δημοσιονομικής πολιτικής, μιας υπερβολικής χρήσης της νομισματικής πολιτικής. Και ενώ οι κεντρικοί τραπεζίτες αποφασίζουν τη μια χαλάρωση μετά την άλλη, διαθέτοντας ασύλληπτα ποσά ελεύθερης ρευστότητας στις τράπεζες για να την διαθέσουν στις επιχειρήσεις και να πραγματοποιήσουν επενδύσεις, παρατηρούμε ότι τα περισσότερα χρήματα διαρρέουν σε κερδοσκοπικά επενδυτικά κεφάλαια φουσκώνοντας τους δείκτες των κεφαλαιαγορών που μέχρι πρότινος δεν είχαν την παραμικρή αντιστοίχιση με την ευρωστία των οικονομιών. Το δε χειρότερο στην περίπτωση, είναι η απαξίωση των φορέων της νομισματικής πολιτικής, των οποίων σημαντικές αποφάσεις πέφτουν στο κενό, χωρίς καμία από τις αναμενόμενες αντιδράσεις. Ας θυμηθούμε ότι πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση μια μικρή μεταβολή κατά 0,1% του προεξοφλητικού τόκου ήταν ικανή να κινητοποιήσει όλη την οικονομία και να αλλάξει κατεύθυνση.

Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνάει η ανθρωπότητα, θα πρέπει να ξαναδούμε τα του οίκου μας στην Ευρώπη και να αναλογιστούμε  τι δεν πήγε καλά και τι πρέπει να διορθώσουμε. Οι συνεχείς εκκλήσεις του Mario Draghi αλλά και της διαδόχου του Christine Lagarde, βλέποντας ότι η πολιτική τους έχει παγιδευτεί και μόνο συμπληρωματικά μπορεί να προσφέρει, ενώ το βάρος θα πρέπει να πέσει στη δημοσιονομική πολιτική των κρατών και κυρίως των ισχυρών του Βορρά, φαίνεται τελικά μετά και την ίδρυση του Ταμείου Ανάκαμψης ότι έπιασαν τόπο. Το τίμημα αυτής της υγειονομικής κρίσης είναι βέβαιο ότι θα είναι βαρύ. Για το λόγο αυτό είναι ακόμη πιο επιτακτική ανάγκη οι φορείς της οικονομικής πολιτικής να διαθέτουν όλο το αναγκαίο οπλοστάσιο ώστε να το χρησιμοποιήσουν όταν χρειαστεί. Το φρένο χρέους εκ των πραγμάτων ακυρώνει το σημαντικότερο όπλο, που είναι η αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική. 

Δυστυχώς τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου, αλλά και οι πρόδρομοι δείκτες για τον Ιούλιο και Αύγουστο έδειξαν, ότι το μέγεθος της ύφεσης σε Ευρώπη και Αμερική θα είναι τουλάχιστον για το 2020 τεράστιο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες και με τη λειτουργία των επιχειρήσεων  να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από διοικητικές αποφάσεις, είναι αμφίβολο, αν ακόμη και γενναία πακέτα δημοσιονομικής επέκτασης θα είναι ικανά να αντιστρέψουν την καθοδική πορεία. Αυτό όμως που αναμένεται να προκύψει ως θετικό αποτέλεσμα, είναι ότι θα καταφέρουν να μετριάσουν τις επιπτώσεις. Όσο όμως το αίσθημα του φόβου επικρατεί και οι πολίτες δεν έχουν εμπιστοσύνη στους φορείς της οικονομικής πολιτικής, ότι με τις αποφάσεις τους θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, είναι αδύνατη μια σημαντική ανοδική αντίδραση και επιστροφή στην κανονικότητα.

*Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής οικονομικών, τ. Πρόεδρος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς