Του Διαμαντή Δ. Μπασαρά *

Σήμερα, συχνότερα από ποτέ, ο πολιτικός διάλογος καταλήγει στις δικαστικές αίθουσες, με τους δικαστές να καλούνται να αποδώσουν δικαιοσύνη, δηλαδή αλήθεια στην πράξη. Δικαστική κρίση που, ακόμη κι αν ουδεμία σχέση έχει και συνήθως δεν απηχεί πολιτικές θέσεις και αντιλήψεις, ερμηνεύεται από τα διάδικα μέρη με… πολιτικό τρόπο.

Στη νομολογία των δικαστηρίων, η αλήθεια είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια του γεγονότος, που ως τέτοιο θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης. Αυτός ο ορισμός του γεγονότος φαίνεται να συνδυάζει την αριστοτελική «θεωρία της αντιστοιχίας» της νόησης προς το νοούμενο αντικείμενο, αφού απαιτεί συγκεκριμένο περιστατικό που να υποπίπτει στις αισθήσεις, με την «πραγματιστική θεωρία» για την αλήθεια (W. James), σύμφωνα με την οποία αληθείς παραστάσεις είναι εκείνες που μπορούμε να τις αφομοιώσουμε, να τις επικυρώσουμε, να τις βεβαιώσουμε και να τις επαληθεύσουμε, αφού, σύμφωνα με τον ορισμό, αυτό το περιστατικό πρέπει να είναι δεκτικό απόδειξης. Ο νομολογιακός ορισμός του γεγονότος ενισχύει την κρατούσα «θεωρία της αντιστοιχίας», που έχει δεχθεί κριτική για αοριστία και κυκλικότητα, με τις έννοιες της επικύρωσης, της βεβαίωσης, της επαλήθευσης, με αποτέλεσμα να καθίσταται ένα χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο.

Σε ένα άλλο επίπεδο αναφοράς, στην πολιτική και κοινωνική σφαίρα, όπου η απόδειξη, σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει στις δικαστικές αίθουσες, διαδραματίζει μάλλον δευτερεύοντα ρόλο και κρίνεται με άλλες, ακόμη και εξωλογικές ή/και συναισθηματικές παραμέτρους, η «θεωρία της αντιστοιχίας» θα μπορούσε να καταστεί λειτουργικότερη, ενισχυόμενη με το «συναινετικό κριτήριο» για την αλήθεια. Έτσι, αληθές θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτό επί του οποίου υφίσταται «αντιστοιχία» της νόησης προς το νοούμενο αντικείμενο, αρκεί γύρω από αυτή την «αντιστοιχία» να καταφάσκει ένας επαρκής βαθμός κοινωνικής συναίνεσης, που βέβαια θα πρέπει να προσδιοριστεί το μέτρο της.

Στη σφαίρα της πολιτικής, η αλήθεια είναι μια έννοια - σημαία όλων των πολιτικών χώρων, μολονότι το «πολιτικό ψεύδος» αποτελεί συνήθη πρακτική… Ωστόσο, στην πολιτική θεωρία έχει υποστηριχθεί (και) η αντίθετη θέση, που αμφισβητεί ακόμη και την ίδια τη συμβατότητα και τη χρησιμότητα της αλήθειας. Αυτό, διότι, από μια άποψη, το ψεύδος, αν και δεν αντιστοιχεί σε μια πραγματικότητα, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πυροδοτεί μια αιτιώδη αλληλουχία που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να λειτουργήσει επ’ ωφελεία της κοινωνίας, με την έννοια της διάνοιξης ενός δρόμου εκεί όπου δεν υπήρχε!

Στο πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης, κατά μία γνώμη, αμφισβητείται ακόμη και αυτή καθ’ εαυτήν η έννοια του ψεύδους, στο μέτρο που η αλήθεια θεωρείται δύσκολο έως αδύνατον να σταθεροποιηθεί. Η Χάνα Άρεντ στο δοκίμιό της «Αλήθεια και Πολιτική» διαχωρίζει την αλήθεια σε επιστημονική και φιλοσοφική, που μπορεί να προσεγγιστεί και εμφανίζει σταθερότητα, σε αντίστιξη προς την αλήθεια των γεγονότων (γεγονική αλήθεια). Για την Άρεντ, η γεγονική αλήθεια δεν είναι πιο αυταπόδεικτη από τη γνώμη, κι αυτός ενδέχεται να είναι ένας από τους λόγους που όσοι έχουν γνώμη εύκολα αναιρούν μια γεγονική αλήθεια και την υποβιβάζουν σε μια ακόμη γνώμη. Κι αν η γεγονική αλήθεια στη σφαίρα του πολιτικού υπόκειται σε τέτοιου είδους ενστάσεις, τότε φαίνεται να υποπίπτει στο πεδίο της γνώμης. Βέβαια, εάν είναι έτσι, εύλογα κανείς διερωτάται τι ισχύει για τη δικαστική αλήθεια όταν έρχεται σε επαφή με την πολιτική σφαίρα.

Θεωρώ ότι στην πολίτικη και ευρύτερα στο δημόσιο διάλογο μεταξύ δημόσιων προσώπων για δημόσια θέματα, η διάκριση ψευδούς και αληθούς και η έννοια του γεγονότος είναι άστοχο να κρίνονται με δικαστικά εργαλεία. Tο πολιτικό ψεύδος θα έπρεπε, τουλάχιστον από ποινική άποψη, να είναι αδιάφορο, όπως άλλωστε συμβαίνει σε πολλά κράτη του δυτικού κόσμου. Γι’ αυτό χαιρετίζω προς την ορθή κατεύθυνση τη συζητούμενη αποποινικοποίηση της απλής δυσφήμησης, στην οποία ο δράστης αγνοεί ότι είναι ψευδές το υπ’ αυτό ισχυριζόμενο ή/και διαδιδόμενο γεγονός, γιατί τότε υπάρχει ψεύδος, όχι όμως ψευδόμενος αφού απατάται και βρίσκεται σε πλάνη. Όπως παρατηρεί ο Γάλλος φιλόσοφος J. Derrida, το ψεύδος προϋποθέτει την περιεσκεμμένη επινόηση μιας μυθοπλασίας, αλλά αντιστρόφως κάθε μυθοπλασία δεν ισοδυναμεί με ψεύδος!

Για να πάμε ένα βήμα παραπέρα, με αυτά τα δεδομένα, κρίνεται απαραίτητη η πλήρης αποποινικοποίηση του ποινικού αδικήματος της (απλής και συκοφαντικής) δυσφήμησης, αφού εξάλλου ήδη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε υποθέσεις ελευθερίας της γνώμης (και του Τύπου), έχει πολλές φορές δεχθεί ότι αρκεί η αστική κύρωση πληρωμής χρηματικής ικανοποίησης και δεν είναι η ποινική κύρωση, που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο (ultimum refugium), αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. 

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, από τη μια θα απαλλαγεί ο ποινικός δικαστής από το βάρος να κρίνει με ένα μη λειτουργικό μεθοδολογικό εργαλείο, δηλαδή με τον νομολογιακό ορισμό, την αλήθεια και το γεγονός στην πολιτική και κοινωνική σφαίρα που είναι άλλης ποιότητας. Από την άλλη όμως, πόση και ποια είναι άραγε η αλήθεια στην πολιτική; Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι σήμερα στην κοινωνία, με αναγωγή στα εκλογικά ποσοστά στις τελευταίες εθνικές εκλογές, ένα γεγονός είναι 40% αληθές για όσους υποστηρίζουν τη Νέα Δημοκρατία και το ίδιο γεγονός… 32% ψευδές για αυτούς που ακολουθούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλες λέξεις, στην κοινωνική και πολιτική σφαίρα η αλήθεια φαίνεται να συνδέεται με την απήχηση μιας γνώμης στην κοινωνία, που πρωτίστως εκφράζεται από τη δύναμη των πολιτικών κομμάτων στις εκλογές και δευτερευόντως από την επίδραση των λοιπών οργανωμένων ομάδων επιρροής. 

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι προτείνεται ένας άκρατος σχετικισμός, που καταλήγει στη θέση ότι η δικαστική αναζήτηση της πολιτικής αληθείας είναι απριορικώς ένα αδύνατο έργο. Ωστόσο, στη σφαίρα του πολιτικού, συμφωνώ με την άποψη ότι και το ψέμα έχει την αξία του στο δημόσιο διάλογο, γιατί αναδεικνύει την αλήθεια μέσα από τη σύγκρουσή του με αυτήν (J. S. Mill). 

Συνεπώς, φαίνεται ορθότερος ο αυτοπεριορισμός και η αποφυγή εμπλοκής της πολιτικής αλήθειας σε δικαστικές διενέξεις, που άλλωστε, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι στη διακριτική ευχέρεια των μερών. Κυρίως όμως, είναι ώριμες οι συνθήκες έτσι ώστε τα ποινικά δικαστήρια να απαλλαγούν από το… φορτίο να επιβάλλουν ιδιαίτερα σοβαρές κυρώσεις σε ένα πεδίο όπου θα έπρεπε στη στάθμιση να υπερισχύει η ελευθερία της έκφρασης, πόσω μάλλον όταν τέτοιου είδους κυρώσεις οδηγούν σε (αυτό)λογοκρισία, που λειτουργεί αποδομητικά για τη δημοκρατία.

O Διαμαντής Δ. Μπασαράς είναι δικηγόρος, Μ.Δ.Ε. Ποινικών Επιστημών Ε.Κ.Π.Α. & Εφαρμοσμένων Οικονομικών Α.Σ.Ο.Ε.Ε.