Κλείσιμο

Η Συμφωνία των Πρεσπών, που χαρίζει στα Σκόπια εθνικότητα και γλώσσα υπονομεύοντας το μέλλον της Μακεδονίας μας, γεμίζει θλίψη τους Έλληνες, αφού για την απελευθέρωσή της χύθηκαν ποταμοί ελληνικού αίματος. Χιλιάδες Έλληνες θυσιάστηκαν κατά τον Μακεδονικό αγώνα, αναδεικνύοντας σε όλο τον κόσμο την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Και τελικά, η απελευθέρωσή της από τον οθωμανικό ζυγό, η απόκρουση του βουλγαρικού επεκτατισμού και η ενσωμάτωσή της στην πατρίδα επετεύχθησαν με τους Βαλκανικούς Πολέμους και με νέες θυσίες. Καθώς λοιπόν η προσοχή όλων των Ελλήνων είναι στραμμένη προς τα βόρεια σύνορά μας, κρίθηκε σκόπιμο να επιχειρήσουμε μια αναδρομή σε αυτά τα ιστορικά γεγονότα. 

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13) είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας της χερσονήσου του Αίμου, που ανέτρεψαν τις υφιστάμενες ισορροπίες εις βάρος της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και καθόρισαν, κατά ένα μεγάλο βαθμό, τα σημερινά σύνορα. Έθεσαν όμως και τις βάσεις για την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε το φάσμα της διάλυσης. Παρά την τεράστια έκτασή της, ήταν ένα αναχρονιστικό κράτος με μεσαιωνικές δομές και αντιλήψεις για κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό. Βέβαια, το 1839, οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλλαν μια σειρά διοικητικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την ονομασία «Τανζιμάτ», οι οποίες κατέληξαν το 1876 στην ανακήρυξη του πρώτου Συντάγματος. Όμως η ανάληψη της εξουσίας από τον Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, αλλά και η έναρξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, το 1877 – 78, ανέστειλαν κάθε προσπάθεια φιλελευθεροποίησης και οδήγησαν το κράτος πίσω στον απολυταρχισμό. 

Επιπλέον, το κίνημα των Νεοτούρκων, που είχε ως αποστολή τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, απέτυχε να επιβληθεί. Τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων ο στρατός της αυτοκρατορίας, που ανερχόταν στις 350.000 άνδρες, είχε αναδιοργανωθεί και εκπαιδευτεί από γερμανικές αποστολές, ενώ το Γενικό Επιτελείο είχε προβεί σε μεγάλες προμήθειες γερμανικών οπλικών συστημάτων και γενικότερα πολεμικού υλικού. Ο κλάδος, όμως, που αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ήταν το πολεμικό ναυτικό. Εξαιτίας μιας περίεργης εμμονής του σουλτάνου, που θεωρούσε το ναυτικό ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ασφάλεια του καθεστώτος, ο πολεμικός στόλος βρισκόταν από εικοσαετίας σε πλήρη απαξίωση και ακινησία στον Βόσπορο, ενώ η εκπαίδευση του προσωπικού ήταν ανύπαρκτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφενός την ακινητοποίηση του στόλου λόγω βλαβών, αφετέρου την άγνοια των αξιωματικών να διεξάγουν ναυτικές επιχειρήσεις.

Ποια ήταν όμως η διεθνής κατάσταση εκείνη την εποχή; Ως γνωστόν, η Ρωσία επεδίωκε την έξοδο στις θερμές θάλασσες και στήριζε την ιδέα του πανσλαβισμού, με κυριότερους εκπροσώπους τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Από την άλλη πλευρά, η Αγγλία που φοβόταν την έξοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο επεδίωκε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γνωρίζοντας όμως ενδεχόμενη αδυναμία της να ανταπεξέλθει σε μια συντονισμένη επίθεση των βαλκανικών στρατών, επιθυμούσε τη συμμετοχή της Ελλάδας σε έναν βαλκανικό συνασπισμό. Αναφορικά με τη Γαλλία, εκείνη επεδίωκε την ενίσχυση της θέσης της στην περιοχή του Λεβάντε (Λίβανο, Συρία, Παλαιστίνη, Ισραήλ), ενώ η Γερμανία επιθυμούσε την αύξηση της επιρροής της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ώστε να την καταστήσει δορυφόρο της. 

Από την άλλη πλευρά, η Ιταλία απευχόταν την έξοδο οποιασδήποτε ναυτικής δύναμης στην Αδριατική. Τέλος, η Αυστροουγγαρία των Αψβούργων, ως πολυεθνική αυτοκρατορία, επεδίωκε τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας φοβούμενη ότι η διάλυσή της θα είχε αντίκτυπο και σ’ αυτήν. Επιπλέον, εποφθαλμιούσε σε συρρίκνωση της Σερβίας, φοβούμενη την υποκίνηση επαναστατικής δράσης από τους Σέρβους υπηκόους της, ιδιαίτερα στην περιοχή της Βοσνίας.
Την ίδια περίοδο, η κατάσταση των βαλκανικών χωρών είχε ως εξής: Η Βουλγαρία, με τη στήριξη της Αυστροουγγαρίας, ήταν ανεξάρτητο Βασίλειο από το 1908, στο οποίο είχε προσαρτηθεί πραξικοπηματικά, από το 1885 και η Ανατολική Ρωμυλία. Εθεωρείτο δε, ως η μεγαλύτερη δύναμη των Βαλκανίων ή όπως ισχυρίζονταν οι Βούλγαροι, η «Πρωσία των Βαλκανίων» και επεδίωκε την κατάληψη της Μακεδονίας και της Θράκης. Μάλιστα, τις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων συγκέντρωσε 300.000 καλά εκπαιδευμένο και εξοπλισμένο στρατό, με αξιόλογη δύναμη ιππικού και πυροβόλων. Η Σερβία, ανεξάρτητο κράτος από το Συνέδριο του Βερολίνου του 1878, είχε αποκτήσει αρκετά εδάφη κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877. Οι δυνάμεις που συγκέντρωνε ανέρχονταν σε 220.000 άνδρες και θεωρούντο αξιόμαχες. Το δε Μαυροβούνιο, ανεξάρτητο βασίλειο από το 1910, διέθετε μια μικρή δύναμη 35.000 ανδρών. Τέλος η Ελλάδα, η οποία εκτεινόταν ως τη Θεσσαλία και την Άρτα, είχε εξέλθει ταπεινωμένη από τον ατυχή πόλεμο του 1897. Στο επόμενο όμως διάστημα, η χώρα μας κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για τη συγκρότηση αξιόμαχου στρατού και ναυτικού. Προέβη σε ριζική αναδιοργάνωση του στρατού, σύμφωνα με τις επιταγές του σύγχρονου πολέμου, και κάλεσε Γάλλους αξιωματικούς ως εκπαιδευτές, ενώ ολοκλήρωσε σταδιακά την εντατική μετεκπαίδευση της εφεδρείας, ξεκινώντας από την κλάση του 1902. Επιπλέον, προέβη σε προμήθειες 100.000 τυφεκίων μάνλιχερ, πυροβόλων και πυρομαχικών. 

Την παραμονή της έναρξης του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η Ελλάδα είχε 120.000 στρατό, σύγχρονα οργανωμένο, με μικρή δύναμη, όμως ιππικού. Εκεί όμως που είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα, σε σχέση με τους συμμάχους, ήταν ο στόλος. Το πολεμικό ναυτικό προμηθεύτηκε σύγχρονα πολεμικά πλοία (θωρηκτά, αντιτορπιλικά, τορπιλοβόλα, υποβρύχιο, ναρκοθετικά κ.λπ.), ενώ κάλεσε Άγγλους αξιωματικούς για τη σύγχρονη εκπαίδευση του προσωπικού. Με τη δημιουργία ενός ισχυρού στόλου και σε συνάρτηση με την απαξίωση του οθωμανικού ναυτικού, η Ελλάδα είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων στο Αιγαίο.

Τον Μάρτιο του 1912, η Σερβία και η Βουλγαρία υπέγραψαν συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην οποία αναφερόταν ότι σε περίπτωση νίκης η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, ενώ η Σερβία βορείως του όρους Σκάρδος. Δεν κατάφεραν, όμως, να συμφωνήσουν σχετικά με τη διανομή της Μακεδονίας. Στη συμμαχία προστέθηκε λίγο αργότερα και το Μαυροβούνιο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, βλέποντας πως η χώρα μας θα εγκλωβιζόταν στα σύνορα της Θεσσαλίας ύστερα από έναν νικηφόρο πόλεμο των βαλκανικών κρατών , υπέγραψε αμυντική συμφωνία με τη Βουλγαρία, τον Μάιο του 1912, χωρίς να γίνει αναφορά στη διανομή των εδαφών της Μακεδονίας. Ουσιαστικά όμως η Βουλγαρία, έχοντας τις μνήμες της ήττας κατά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο, και αγνοώντας τις εξελίξεις στην αναδιοργάνωση, εκπαίδευση και εξοπλισμό του στρατού μας, πίστευε ότι ο ελληνικός στρατός δεν θα μπορούσε να επιχειρήσει στη Μακεδονία και θα καθηλωνόταν στις τουρκικές οχυρώσεις του Ολύμπου. Είχε όμως μεγάλη εκτίμηση στο ελληνικό πολεμικό ναυτικό, καθώς αυτό θα απαγόρευε τη μεταφορά δυνάμεων από την Ασία στην Ευρώπη για την ενίσχυση των οθωμανικών στρατευμάτων που μάχονταν στη Βαλκανική. 

Με την έναρξη των συγκρούσεων το 1912, οι στρατοί των βαλκανικών χωρών προέλασαν αστραπιαία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Βούλγαροι έδωσαν μάχες στη Θράκη με τελικό σκοπό την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Έφτασαν όμως μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας, 20 χλμ δυτικά της. Από την άλλη πλευρά, οι Σέρβοι κατέλαβαν περιοχές του Κοσόβου και της σημερινής ΠΓΔΜ, φτάνοντας μέχρι τη Γευγελή, ενώ δυτικά προέλασαν μέχρι την Αδριατική. Όσον αφορά τον ελληνικό στρατό, αυτός ήταν χωρισμένος σε δύο μέρη. Ο κύριος όγκος απελευθέρωσε τη Μακεδονία, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης, η οποία αποτέλεσε το μήλον της Έριδος με τον βουλγαρικό στρατό, ενώ το δευτερεύον τμήμα απελευθέρωσε την Ήπειρο. Παράλληλα, το ελληνικό πολεμικό ναυτικό έγραψε ηρωικό έπος στο Αιγαίο, όπου απελευθέρωσε τα νησιά και εγκλώβισε τον οθωμανικό στόλο στα Δαρδανέλια. 

Με τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε στις 30 Μαΐου 1913, οπότε υπογράφηκε η Συνθήκη του Λονδίνου. Σύμφωνα με αυτήν παραχωρήθηκαν στον Βαλκανικό Συνασπισμό τα εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας, ενώ έγινε λόγος για την ίδρυση του κράτους της Αλβανίας και παραχωρήθηκε η Κρήτη στους συμμάχους. Για τα νησιά του Αιγαίου και τη χερσόνησο του Άθω, θα λαμβανόταν μέριμνα σε μελλοντική Διάσκεψη. Καθώς όμως δεν υπήρχε συμφωνία διανομής των εδαφών της Μακεδονίας, ο καθένας από τους συμμάχους κρατούσε τα εδάφη που απελευθέρωνε. Αυτό εκνεύριζε τη Βουλγαρία, η οποία ήθελε για λογαριασμό της τη Μακεδονία. Βλέποντας ο Βενιζέλος την επικίνδυνη κλιμάκωση της κατάστασης, υπέγραψε, δύο ημέρες μετά τη Συνθήκη του Λονδίνου, συνθήκη συμμαχίας και συνεργασίας με τη Σερβία, για την περίπτωση επίθεσης από την Αυστροουγγαρία ή τη Βουλγαρία, καθορίζοντας και τα μεταξύ τους σύνορα.

Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε με αιφνιδιαστική επίθεση της Βουλγαρίας κατά των πρώην συμμάχων της, στις 29 Ιουνίου 1913 και χωρίς την επίσημη κήρυξη πολέμου. Όμως, εκτός από τους πρώην συμμάχους, στον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας μπήκαν η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έχοντας πλέον, πολλά μέτωπα ενεργά, οι βουλγαρικές δυνάμεις δεν ήταν δυνατόν να ανταπεξέλθουν. Ο στρατός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προέλασε ταχύτατα στη Θράκη και πέρασε τα προπολεμικά σύνορα της Βουλγαρίας, προκαλώντας πανικό στον πληθυσμό. Η Ρωσία, βλέποντας πως διαμορφώνεται η κατάσταση απείλησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία με επίθεση στον Καύκασο και ναυτικό αποκλεισμό της Κωνσταντινούπολης, γεγονός που προκάλεσε την επέμβαση της Αγγλίας. Ταυτόχρονα, όμως, οι ρουμανικές δυνάμεις προέλαυναν προς τη Σόφια, ενώ ο Βούλγαρος βασιλιάς ζήτησε ανακωχή από τους πρώην συμμάχους. Την ανακωχή ακολούθησε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που κατοχύρωσε στην Ελλάδα την κυριαρχία επί της Μακεδονίας, της Νοτίου Ηπείρου και της Κρήτης. Στη Σερβία εκχώρησε τις περιοχές που είχε καταλάβει μέχρι τότε, ενώ προέβη και στην ίδρυση αλβανικού κράτους. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δόθηκε η περιοχή της Ανατολικής Θράκης, μέχρι την Αδριανούπολη, ενώ η Βουλγαρία έχασε τη Δοβρουτσά από τη Ρουμανία και απέκτησε έξοδο στο Αιγαίο στην περιοχή της σημερινής Δυτικής Θράκης.

Κάνοντας λοιπόν έναν σύντομο απολογισμό των Βαλκανικών Πολέμων, από την πλευρά της χώρας μας, θα διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα αύξησε την έκτασή της, από 64.790 τχ σε 108.610 τχ, ενώ ο πληθυσμός της αυξήθηκε σε 4.363.000 εκατομμύρια. Το σημαντικό όμως είναι ότι αποκτά περιοχές με τεράστια γεωστρατηγική και οικονομική σημασία, όπως η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Κρήτη και αργότερα τα νησιά του Αιγαίου. Το κλειδιά, δε, για αυτές τις επιτυχίες ήταν τρία: Η αξιοποίηση των διεθνών συγκυριών που εκείνη την περίοδο ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα, η σύναψη συμμαχιών και η συγκρότηση ισχυρών και αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων. Αρχές που παρά το πέρασμα ενός και πλέον αιώνα, παραμένουν πάντοτε διαχρονικές. 

Κυρίως, όμως, αυτό που θα πρέπει να μας προβληματίσει είναι η αδιαφορία της κυβέρνησης για τις ηρωικές θυσίες δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων. Γιατί η Μακεδονία δεν μας χαρίστηκε. Απελευθερώθηκε με αντάλλαγμα το αίμα των προγόνων μας, ενώ στους Βαλκανικούς Πολέμους δεν είδαμε να μάχεται κάποιο «μακεδονικό» έθνος για την απελευθέρωση αυτής της ιστορικής περιοχής.