Κλείσιμο

Του Παναγιώτη Kαρκατσούλη*

H τηλεργασία (ή εργασία από απόσταση) είναι μια νέα μορφή εργασίας, κατά την οποία οι εργαζόμενοι εχουν τη δυνατότητα να εργάζονται απο οπουδήποτε και οποιαδήποτε μέρα και ώρα. Αυτό μπορεί να γίνει χάρι στη χρήση της σύγχρονης πληροφορικής τεχνολογίας και του διακτύου. 

Η τηλεργασία, η οποία στην Ελλάδα δεν ξεπερνούσε, πρό κρίσεως, το 5% των εργαζομένων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, βρέθηκε στο επίκεντρο κατά το διάστημα της πανδημίας αναδείχονοντας  τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.  Μερικά πρώτα συμπεράσματα που διατυπώνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι:

  •      Οι κοινωνικές ομάδες που δέχτηκαν ευκολώτερα την τηλεργασία είναι εκείνες που ήταν εξοικειωμένες με την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και τις ψηφιακές εφαρμογές εν γένει.
  •      Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι περισσότεροι από τους μισούς που μπήκαν στην τηλεργασία δεν είχαν καμία προηγούμενη σχετική εμπειρία.
  •      Ο μέσος όρος των εργαζομένων που δούλεψαν από μακριά κατά την περίοδο της πανδημίας εκτιμάται στο 40% σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Επιτροπή εκτιμά ότι στην παρούσα συγκυρία η τηλεργασία αποτέλεσε ένα μέσο με το οποίο σώθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας. Προκρίνει, δε, την επέκτασή της σε όλα τα κράτη-μέλη, μετά από ενδελεχή μελέτη των ιδιαιτεροτήτων και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων καθενός εξ αυτών. 

Η τεχνολογική αυτή κατάκτηση δεν είναι, ωστόσο, αξιακά και πολιτικά ουδέτερη. Μπορει να κινηθεί προς μια συντηρητική η μια προοδευτική κατεύθυνση, ανάλογα με εκείνους που θα ωφεληθούν απ’ αυτήν.  

Η απόφαση να εργαστεί από μακριά το 40% των Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων λήφθηκε μετά από διαδοχικές παλινωδίες της κυβέρνησης. Ανά ημέρα, η τηλεργασία γινόταν προαιρετική και υποχρεωτική, έως ότου με πολλές εξαιρέσεις και ασάφειες θεσμοθετήθηκε η υποχρεωτικότητά της για δύο εβδομάδες.

Ένα δείγμα του επιπόλαιου και ευκαιριακού τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισε το μεγάλο αυτό θέμα είναι ότι ο νομοθέτης στις τρεις διαδοχικές εγκυκλίους που έστειλε σε διάστημα τεσσάρων ημερών, δυσκολευόταν να βρει κριτήρια με τα οποία θα έστελνε στην τηλεργασία κάποιους υπαλλήλους. Επελέγησαν εκείνοι οι οποίοι εργάζονται στο «back office», δηλαδή, εκείνοι που κάνουν διοικητική-υποστηρικτική δουλειά. Το κριτήριο ήταν ότι η τυποποιημένη εργασία τους προσφέρεται για την τηλεργασία. Αυτό, όμως, δεν είναι δίκαιο για τους υπόλοιπους των οποίων η εργασία απαιτεί την αυτοπρόσωπη παρουσία τους στο γραφείο.   

Η τηλεργασία τόσο στον ιδωτικό όσι και στον δημόσιο τομέα παραμένει, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό μια καινοφανής συνθήκη: Επιτάσσει τόσο την λήψη μέτρων που θα κατοχυρώνουν τα δικαιώματα των εργαζομένων αλλά αποτελεί και μια ευκαιρία για την δρομολόγηση ουσιαστικών διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Εάν, επί παραδείγματι, υπήρχαν σαφή περιγράμματα θέσεων στο δημόσιο θα μπορούσε η επιλογή να ήταν περισσότερο σωστή και δίκαιη. Κυρίως, όμως, θα μπορούσαμε να επωφεληθούμε από τις δυνατότητες της τηλεργασίας να βελτιώσουμε την παραγωγικότητα, κάτι που έχει συμβεί σε άλλες χώρες που εφαρμόζουν συστήματα τηλεργασίας πριν από την πανδημία.   

Κάθε κράτος θα πρέπει, λοιπόν, να γνωρίζει ποιά είναι τα οφέλη αλλά και οι  κίνδυνοι που συνδέονται με την τηλεργασία. Ως τέτοιοι αναφέρονται, ιδίως: 

1.    Η τηλεργασία οδηγεί σε κοινωνική απομόνωση και ψυχικές διαταραχές τους εργαζόμενους.
2.    Η τηλεργασία οδηγεί σε φτωχοποίηση των εργαζομένων (“working poors”).
3.    Η τηλεργασία αποστερεί τον εργαζόμενο από βασικά δικαιώματά του.
4.    Η τηλεργασία περιστέλλει την διαβούλευση.

Είναι πολύ κρίσιμος ο τρόπος με τον οποίο θα απαντηθούν τα προηγούμενα διλήμματα και στη χώρα μας.  

Ενόψει της παρουσίασης ενός νέου πλαισίου που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση ότι επεξεργάζεται, παρουσιάζουμε τα βασικά ερωτήματα που θέτει μια προοδευτική οπτική στον ρυθμιστή της τηλεργασίας:

  •     Θα εξασφαλίζεται η συναίνεση του εργαζομένου στην αλλαγή της μορφής εργασίας του, όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή νομοθεσία χωρίς εξαναγκασμό; 
  •     Θα τηρηθούν απαρέγκλιτα τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων και με ποιό τρόπο; Πως θα αντιμετωπιστεί, για παράδειγμα,  το μείζον θέμα που προκύπτει με το ωράριο εργασίας;
  •     Θα είναι σαφές ότι ο εργοδότης οφείλει να παρέχει τα μέσα και να καλύπτει το κόστος της τηλεργασίας χωρίς αυτό να μετακυλίεται με οποιονδήποτε τρόπο στον εργαζόμενο;
  •     Θα υπάρχει σαφής περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στην εξέλιξη του εργαζόμενου, που μπορεί να δημιουργήσει η «απουσία» του από το γραφείο; 
  •     Θα δημιουργηθεί ένα «παρατηρητήριο τηλεργασίας» ως προέκταση της Επιθεώρησης Εργασίας, με συμμετοχή εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων που να μπορεί να «ελέγχει» τις συνθήκες εργασίας και την τήρηση των συμβάσεων;
  •    Θα υπάρχει η πρόνοια  για την φυσική παρουσία στο γραφείο όσων τηλεργάζονται μια ή δύο φορές την εβδομάδα;

Από τις απαντήσεις που θα δοθούν στα προηγούμενα ερωτήματα, θα κριθεί κατά πόσον η κυβέρνηση θα μπορέσει να εξυπηρετήσει τόσο τα συμφέροντα των εργαζομένων όσο και την διάδοση των σύγχρονων  τεχνολογιών και της τηλεργασίας. 

* Δρ. Παναγιώτης Καρκατσούλης - Ινστιτούτο Έρευνας Ρυθμιστικών Πολιτικών - Στέλεχος του Κινήματος Αλλαγής