Του Νικόλα Κατσαούνη*

Tο πρόσφατο διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Γάλλων και Αμερικανών, με αφορμή την προσχώρηση της Αυστραλίας σε μία συμμαχία με τις ΗΠΑ και την ακύρωση παραγγελιών υποβρυχίων από πλευράς της Αυστραλίας, είναι χρήσιμο να το δούμε ως ένα γεγονός σε έναν ευρύτερο ιστορικό κύκλο, με γεγονότα σαν αυτό να αποτελούν ορόσημα μιας ιστορικής συνέχειας.

Η ιστορική αυτή συνέχεια ξεκινά χονδρικά στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι Αμερικανοί εμφανίζονται στο διεθνές στερέωμα ως αναγνωρίσιμη δύναμη, αφού πρώτα έχουν διακηρύξει και πετύχει την μη ανάμιξη ευρωπαϊκών δυνάμεων στο δυτικό ημισφαίριο διασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο του γεωγραφικού χώρου συμφερόντων του. Προχωρούν σε ταχύτατη εκβιομηχάνιση της οικονομίας τους και τελικά μπαίνουν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος παράλληλα σηματοδοτεί και την αρχή της μακράς παρακμής των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων.  

Με την αποφασιστική εμπλοκή τους στον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα επισφραγίσουν το στάτους τους ως την νέας αναδυόμενης υπερδύναμης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι επινοώντας νέες μεθόδους βιομηχανικής παραγωγής των οποίων χρήση έκανε και μετά τον πόλεμο, το 1945 η αμερικανική βιομηχανία παρήγαγε το 50% των συνολικού πολεμικού υλικού παγκοσμίως με το οποίο τροφοδοτούσε και τους συμμάχους της. Το νούμερο είναι αξιοσημείωτο, καθώς σημαίνει ότι οι Αμερικανοί παρήγαγαν το μισό πολεμικό υλικό όλων των εμπλεκομένων στην παγκόσμια σύρραξη. 

Το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε και την οριστική και αμετάκλητη απώλεια του στάτους της υπερδύναμης για τη Γαλλία και την Αγγλία. Η Βρετανική αυτοκρατορία κατέρρευσε και οδηγήθηκε σε αναδίπλωση με ένα κύμα ανεξαρτησίας να εξαπλώνεται στις πρώην αποικίες της, ενώ ανάλογη πορεία είχαν και οι γαλλικές αποικίες. Αξίζει να σημειωθεί, δε, ως ενδεικτικό της οικονομικής κατάστασης της πρώην αυτοκρατορίας, ότι στην Βρετανία το δελτίο στα τρόφιμα -ενδεικτικό μιας γενικότερης ανέχειας- ήταν σε ισχύ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ´50.

Αν είναι ένα γεγονός το οποίο επισφραγίζει την οριστική απώλεια όχι μόνο των αυτοκρατοριών τους, αλλά και της ισχύος της Γαλλίας και της Αγγλίας στο διεθνές στερέωμα, είναι η κρίση στο Σουέζ. Οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Ισραηλινοί οργάνωσαν μία επίθεση στην Αίγυπτο, απαντώντας στην κρατικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, το οποίο έχανε έτσι το ουδέτερο στάτους του. Το σχέδιο οργανώθηκε χωρίς να ενημερωθούν οι Αμερικανοί. 

Όταν οι Αμερικανοί αντιλήφθηκαν το σχέδιο, αντιτάχθηκαν δημοσίως στο εγχείρημα και ανάγκασαν τους Γάλλους και τους Άγγλους να γυρίσουν στα σπίτια τους, ενώ επέβαλαν τη δική τους λύση. Με αυτή την κίνηση οι ΗΠΑ έδειξαν ποιος έχει την πρωτοκαθεδρία στο ΝΑΤΟ, έδειξαν ότι είναι η πρώτη δύναμη στη Μέση Ανατολή, αλλά και επισφράγισαν την οριστική παρακμή της Γαλλίας και της Αγγλίας. 

Αυτό το modus vivendi συνεχίστηκε περίπου για 40 χρόνια, με τους Αμερικανούς να έχουν τη μερίδα του λέοντος στις αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ, κάτι που παράλληλα τους έδινε την δυνατότητα να είναι πρώτοι μεταξύ ίσων στη λήψη αποφάσεων της συμμαχίας, ενώ οι Ευρωπαίοι -εν ολίγοις- παραιτήθηκαν, αναλαμβάνοντας παθητικά το ρόλο του δεύτερου ανάμεσα σε δύο υπερδυνάμεις. Και ενώ γκρίνιαζαν για την απώλεια γοήτρου και εξουσίας, παράλληλα απολάμβαναν την εγγύηση ασφάλειας των Αμερικανών. 

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η κατάρρευση του ανατολικού δημιούργησε νέες ισορροπίες στο διεθνές ισοζύγιο ισχύος οι οποίες σηματοδοτούνται από γεγονότα-ορόσημα στην ιστορική αυτή συνέχεια. Η επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας, αλλά και η στρατηγική ασυδοσία των Αμερικανών οπως αποτυπώθηκε με την εισβολή στο Ιράκ και τον 20ετή πόλεμο στο Αφγανιστάν τα βασικότερα από αυτά. Η επέκταση του ΝΑΤΟ εξόργισε την Ρωσία.  Η εισβολή στο Ιράκ κατέστησε το Ιράν τοπική ηγεμονική δύναμη και κόστισε στους Αμερικανούς χρήματα και πόρους σε έναν πραγματικά αχρείαστο πόλεμο ο οποίος απέσπασε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, ενω η ίδια η παραμονή στο Αφγανιστάν ήταν χαρακτηριστική μιας κατάστασης στην οποία οι Αμερικανοί θεώρησαν ότι μπορούν να ξοδεύουν χρήμα και πόρους χωρίς ευρύτερο στρατηγικό κόστος. 

Αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί εσαεί. Η ανάδυση της Κίνας και της Ρωσίας, τα συσσωρευμένα λάθη των Αμερικανών, αλλά και η αδράνεια της Ευρώπης, κάποια στιγμή θα έρχονταν στην επιφάνεια. 

Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν και η κρίση ΗΠΑ-Γαλλίας είναι το τελευταίο ορόσημο σε αυτή την ιστορική συνέχεια. 

Οι Αμερικανοί βλέπουν την Κίνα ως τον κυρίως αντίπαλο, και συνασπίζονται με κράτη που έχουν κοινό σκοπό. Σε αυτήν τη νέα ισορροπία η Ευρώπη παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Πρώτον, γιατί δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική, εναρμονισμένη με την αμερικανική. Δεύτερον, γιατί δεν συνεισφέρει στις αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ το ποσό που της αναλογεί. Τρίτον, γιατί η εξωτερική της πολιτική, όπως εκφράζεται υπό την de facto αρχηγία της Γερμανίας, είναι ένα μείγμα ανάμεσα στα "καλά και συμφέροντα της Γερμανίας" και στο "να τα βρίσκουμε με όλους στη μέση." Οι Αμερικανοί δεν έχουν ξεχάσει ούτε την επιμονή των Γερμανών για εμπορική συμφωνία με την Κίνα ούτε τον αγωγό με τη Ρωσία. Το ότι οι Αμερικανοί δεν τους ενημέρωσαν για τη συμφωνία είναι μεν κατακριτέο και απαξιωτικό, αποτυπώνει όμως παράλληλα και την στρατηγική ανυπαρξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ευρωπαίοι διατύπωναν τη δυσαρέσκειά τους ως προς το ότι δεν είχαν αποφασιστικό λόγο στη λήψη αποφάσεων στο ΝΑΤΟ -ότι οι Αμερικανοί αποφάσιζαν και διέταζαν. Σε αυτήν τη σχέση εξάρτησης, από την άλλη, οι Αμερικανοί, παρόλο που ήθελαν μια πιο δυναμική Ευρώπη, ήθελαν και τον πρώτο λόγο. 

Στη μετά-ψυχροπολεμική εποχή, οι Ευρωπαίοι συνέχισαν να επωφελούνται από τις αμερικανικές εγγυήσεις ασφάλειας, κυρίως γιατί η αμερικανική πολιτική τάξη, αλλά και η διπλωματική και στρατιωτική γραφειοκρατία, θεωρούσαν καθήκον της Αμερικής την επέμβαση σε όποιο σημείο εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντά της, ενώ παράλληλα όριζαν τα συμφέροντα αυτά με αδικαιολόγητο -και εν ολίγοις- μη βιώσιμο εύρος. 

Η εποχή αυτή έχει τελειώσει. Η μουσική έχει σταματήσει και η Ευρώπη είναι χωρίς καρέκλα. Και αν θέλει να την αποκτήσει, πρέπει να αποφασίσει πώς θέλει να κινηθεί σε αυτό το νέο περιβάλλον. Τούτο δεν σημαίνει απαραίτητα να συνταχθεί με την Αμερική: ανεξάρτητη πολιτική σημαίνει ανεξάρτητη πολιτική. Σημαίνει όμως να αποφασίσει ποιες είναι οι στρατηγικές επιδιώξεις τις, ποια είναι τα σημεία επαφής και απόκλισης με τους συμμάχους της, και να ακολουθήσει τους στόχους της με αυτάρκεια και σαφήνεια.

Ο Νικόλας Κατσαούνης είναι απόφοιτος της σχολής διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης. Τα τελευταία 10 χρόνια, δουλεύει στον χώρο της πολιτικής ανάλυσης,  των media και της επικοινωνίας.