Η τύχη του Κ. Μητσοτάκη, μέσα στην αλυσίδα των άτυχων γεγονότων που συναντά στην πρωθυπουργική του πορεία, έχει αναλυθεί πολλαπλώς. Έξω ο Ερντογάν, μέσα ο Τσίπρας, κάνουν ο,τι περνά από το χέρι τους, ως το δίπολο της πλατιάς υποστήριξης που δεν θα μπορούσε να την φανταστεί κανένας Πρωθυπουργός. Προσφάτως, Βερναρδάκης και η μισαλλόδοξη διαχείριση από τον ΣΥΡΙΖΑ της αποφυλάκισης του καταδικασθέντα Δ.Λιγνάδη υπενθύμισαν στους περισσότερους τα αυτογκόλ του Τσίπρα. Όσοι προσπαθούν να διακρίνουν την μετακίνηση προς το Κέντρο του Α. Τσίπρα ένιωσαν άλλη μία απογοήτευση.

Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν διορθώνει την τακτική του. Ψάχνεται, χώνεται όπου νομίζει πως θα βρει σαματά, στην προσπάθεια του να καβαλήσει τη σανίδα της διαμαρτυρίας. Για εκείνον, όλα θυμίζουν το 2012, μόνο που σήμερα τίποτε δεν είναι το ίδιο με το 2012.

Ο έλεγχος της Δικαιοσύνης παραμένει κρυφός πόθος. Οι αρμοί της εξουσίας και το πως θα σφίξουν παραπάνω με την  ΔΦΑ παραμένει κάτι σαν υπαρξιακός σκοπός. Προφανώς, η έννοια του θεσμού και η ανάγκη να μείνει μακριά από κομματικούς ανταγωνισμούς δεν ενδιαφέρουν καθόλου την αξιωματική αντιπολίτευση. Με αφορμή την περίπτωση Λιγνάδη, αφέθηκαν κομματικά στρατευμένοι εργαζόμενοι στα θεάματα να τοποθετούνται εντός παραστάσεων με πανό υπέρ των «λαϊκών δικαστηρίων». Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» τέθηκε στον δημόσιο διάλογο, χωρίς φυσικά να αναλογιστούν οι διαμαρτυρόμενοι ότι αυτό λειτουργεί και αντίστροφα. Εναντίον εκείνων που το επικαλούνται. Ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τις συνθήκες..άγριας Δύσης.

Με δεδομένη τη δημοσκοπική διαφορά που δεν μειώνεται παρά την επίκληση κοινωνικών αντιθέσεων και της έντασης  για την ακρίβεια, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να πολιτεύεται με σημαία τον λαϊκισμό. Καμία ιδέα, καμία πρόταση, καμία πρωτοβουλία για τα θέματα που απασχολούν τους πολλούς. Καμία απόδειξη διαχειριστικής δυνατότητας. Ο κ. Τσίπρας υπήρξε πρωθυπουργός, πασχίζει όμως να επιστρέψει στην εξουσία σαν ακτιβιστής. Οι πολίτες, κι αυτοί ακόμη που δεν τοποθετούνται υπέρ της ΝΔ ή δεν διάκεινται ευνοϊκά προς Μητσοτάκη, δεν διακρίνουν να ξεχωρίζει κάτι ελκυστικό στην πολιτική ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, τα ποικίλα κυβερνητικά επιδόματα που κατευθύνονται είτε σωστά στους δικαιούχους, είτε άδικα στους φοροαποφεύγοντες λειτουργούν καταπραϋντικά στα παράπονα.

Είναι όμως ικανά τα επιδόματα να διατηρήσουν τη δημοσκοπική πρωτιά του κ. Μητσοτάκη; Η απάντηση, απ´όποιο πρίσμα ιδωθεί το θέμα, θα είναι αρνητική. Ειδικά για την συγκεκριμένη κυβέρνηση με τα χαρακτηριστικά που επιχειρεί να τις προσδίδει ο Πρωθυπουργός η επένδυση στην επιδοματική πολιτική είναι σκέτη καταστροφή. Θα ήταν άδικος, επίσης, ο ισχυρισμός ότι είναι το μόνο που χαρακτηρίζει την κυβερνητική πολιτική. Όμως από την άλλη η κάμψη, η κόπωση καιροφυλακτεί, όταν μάλιστα προσεχώς προβλέπονται δύσκολοι μήνες για την διαχείριση της καθημερινότητας.

Ο Πρωθυπουργός πήρε την τολμηρή απόφαση να μην προκηρύξει εκλογές τον προσεχή Σεπτέμβριο. Καλείται τώρα να φρεσκάρει την κυβέρνηση του, να μοιράσει νέα γαλάζια ντοσιέ με πολιτικές που πρέπει να υλοποιηθούν. Οι πολίτες εξακολουθούν να ζητούν πρωτοβουλίες, δουλειά, αποτελεσματικότητα. Σε ο,τι δεν μπορεί να ανταποκριθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατεί να πάρει θέση το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, καλείται ο κ. Μητσοτάκης. Αν και η Δεξιά της παρατάξεως της ΝΔ δεν
καλοβλέπει την κεντροδεξιά μετατόπιση, δύσκολα θα εκφραστούν, δημοσίως τουλάχιστον, αντιρρήσεις για την πολιτική σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης του κ. Μητσοτάκη που έχει καταλάβει το Κέντρο εμποδίζοντας τους αντιπάλους τους να βρουν θέση.

Η απλή αναλογική που κληροδότησε ο Α. Τσίπρας για να προκαλέσει ακυβερνησία, δεδομένου ότι η Αριστερά δεν ευνοείται από την κανονικότητα, όπως έχει πει η Ε. Αχτσιόγλου, πρέπει να αντιμετωπιστεί για να μην προκληθεί «ατύχημα» που θα οπισθοδρομήσει την Ελλάδα. Πρέπει να αποφευχθεί. Για την αποφυγή του υπεύθυνος είναι ο Πρωθυπουργός. Εκείνος κρατά το τιμόνι της διακυβέρνησης..