Εδώ και δεκαετίες, το ελληνικό Λύκειο υποφέρει από μια θεμελιώδη αντίφαση. Ενώ θεσμικά αποτελεί το ανώτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προετοιμάζοντας τους νέους για τη ζωή, την κοινωνία και την ενεργή άσκηση της ιδιότητας του πολίτη, στην πράξη λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά ως «διάδρομος» προς τις πανελλήνιες εξετάσεις. Η μορφωτική του αποστολή έχει σε μεγάλο βαθμό υποσκελιστεί από τον εξεταστικό του χαρακτήρα και ο παιδαγωγικός του ρόλος –να μορφώσει, να εμπνεύσει, να καλλιεργήσει ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες– έχει περιοριστεί μπροστά στη μονοδιάστατη επιδίωξη της επιτυχίας σε μια στιγμή εξέτασης.
Οι πανελλήνιες εξετάσεις αναμφίβολα έχουν αποδείξει διαχρονικά την αντικειμενικότητα, την αδιαβλητότητα και τη διαφάνειά τους – στοιχεία πολύτιμα, τα οποία πρέπει να διατηρηθούν, καθώς διασφαλίζουν την ισότητα των ευκαιριών και την αξιοπιστία της διαδικασίας. Η εμπιστοσύνη σε αυτές τις εξετάσεις από μια κοινωνία, που εκφράζει συχνά έντονη καχυποψία απέναντι στους θεσμούς, είναι σπάνιο και σημαντικό κεφάλαιο και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χαθεί. Ωστόσο, η ίδια η λογική του συστήματος απονευρώνει το Λύκειο από την παιδαγωγική του ουσία και εγκλωβίζει τη μαθησιακή διαδικασία σε ένα στενά εξετασιοκεντρικό μοντέλο. Η βαθμολογία στις πανελλήνιες επιδρά καθοριστικά στο μέλλον του παιδιού, δημιουργώντας ένα περιβάλλον άγχους και πίεσης που επισκιάζει κάθε άλλη παιδευτική διάσταση.
Η πρόκληση, επομένως, είναι διπλή: να διατηρήσουμε τα θετικά στοιχεία του σημερινού συστήματος, ενώ ταυτόχρονα να προχωρήσουμε σε μια ουσιαστική αναμόρφωση, που θα αποκαταστήσει τον αυτόνομο παιδαγωγικό ρόλο του Λυκείου. Η πρόταση για τη θεσμοθέτηση ενός Εθνικού Απολυτηρίου, στην οποία αναφέρθηκε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στο σημερινό σύστημα, που είναι προσανατολισμένο στην εξεταστική διαδικασία, και σε ένα νέο, περισσότερο παιδευτικό και δημιουργικό πλαίσιο.
Ένα Εθνικό Απολυτήριο, που θα αξιολογεί την επίδοση των μαθητών καθ’ όλη τη διάρκεια της τριετούς φοίτησής τους στο Λύκειο, θα μπορούσε να δώσει μια συνολική και δίκαιη εικόνα της πορείας τους. Η αξιολόγηση θα μετατοπιστεί από την περιοριστική αποστήθιση, στην κατανόηση, την ανάπτυξη κριτικής σκέψης, την ενίσχυση της ικανότητας συνεργασίας, τη δημιουργικότητα, τη φαντασία. Έτσι, η επιτυχία ή η αποτυχία δεν θα εξαρτάται από μια ημέρα, αλλά θα αντανακλά τη συνεχή προσπάθεια και την πραγματική πρόοδο του μαθητή. Με τον τρόπο αυτό, το Λύκειο θα αναβαθμιστεί σε έναν θεσμό που δεν προετοιμάζει απλώς «υποψήφιους φοιτητές», αλλά ολοκληρωμένους ανθρώπους και ενεργούς πολίτες.
Φυσικά, η μετάβαση σε ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί να γίνει βεβιασμένα ούτε αποσπασματικά. Απαιτείται εκτενής διαβούλευση και ένας ουσιαστικός εθνικός διάλογος, που θα συμπεριλάβει όλους τους εμπλεκόμενους: εκπαιδευτικούς, πανεπιστημιακούς, μαθητές, γονείς, κοινωνικούς εταίρους, κόμματα. Ένας διάλογος χωρίς παρωπίδες, αποκλεισμούς και μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Με προϋποθέσεις ειλικρινούς συμβολής σε μια μείζονα εθνική προσπάθεια και όχι μετατροπή της διαδικασίας σε στείρα αντιπολιτευτική. Μόνο μέσα από μια τέτοια διαδικασία θα μπορέσει να διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο που θα έχει τη νομιμοποίηση και την αποδοχή της κοινωνίας, προϊόν συλλογικής σύνθεσης και συναίνεσης. Το ζητούμενο δεν είναι να αντικαταστήσουμε ένα σύστημα με ένα άλλο, αλλά να βρούμε τη σύνθεση σε ένα πλαίσιο αδιάβλητο και αντικειμενικό που θα επιτρέπει στο σχολείο να διατηρεί τον παιδαγωγικό του ρόλο, χωρίς να εξαντλεί ψυχικά, συναισθηματικά και οικονομικά τα παιδιά και τις οικογένειές τους.
Και δεν είμαστε μόνοι σε αυτή την άσκηση. Η διεθνής εμπειρία μας τροφοδοτεί με πρακτικές χωρών, στις οποίες το απολυτήριο του Λυκείου αποτελεί ισχυρό και αξιόπιστο τίτλο σπουδών, που πιστοποιεί την ολοκληρωμένη φοίτηση και έχει κοινωνική και επαγγελματική αξία. Στη Γαλλία, το Baccalauréat συνδυάζει γραπτές και προφορικές εξετάσεις με αξιολόγηση της σχολικής πορείας. Το 2023, το 78% των αποφοίτων χρησιμοποίησε το Bac όχι μόνο για πανεπιστημιακή είσοδο αλλά και για επαγγελματική αποκατάσταση, αφού το απολυτήριο αυτό έχει κύρος και στην αγορά εργασίας. Στη Γερμανία, το Abitur εκδίδεται μετά από συνδυασμό συνεχούς αξιολόγησης και τελικών εξετάσεων. Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία του γερμανικού Υπουργείου Παιδείας, οι τελικές εξετάσεις αντιστοιχούν περίπου στο 50% της συνολικής βαθμολογίας – το υπόλοιπο προκύπτει από τη σχολική πορεία. Στην Ιταλία, η Maturità ενσωματώνει γραπτές εξετάσεις, προφορική παρουσίαση και συνεκτίμηση του «φακέλου» του μαθητή.
Η θεσμοθέτηση του Εθνικού Απολυτηρίου μπορεί να δώσει στο Λύκειο ξανά την παιδαγωγική του αποστολή, να το αναβαθμίσει σε χώρο μάθησης και δημιουργίας, και να αποκαταστήσει την αξία του απολυτηρίου ως τίτλου σπουδών με κοινωνικό και θεσμικό κύρος. Το στοίχημα είναι μείζον: δεν αφορά μόνο την πρόσβαση στο πανεπιστήμιο, αλλά τη διαμόρφωση μιας νέας γενιάς πολιτών με κριτική σκέψη, δημιουργικότητα και υπευθυνότητα, νέων ανθρώπων με ισχυρά εφόδια απέναντι στις προκλήσεις που θέτει η 5η βιομηχανική επανάσταση.
* Η Ιωάννα Λυτρίβη, PhD, είναι Βουλευτής Επικρατείας με τη ΝΔ, τ. Υφυπουργός Παιδείας