Του Αλέξη Καλοκαιρινού

Καθώς η εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία βρίσκεται σε εξέλιξη, επικρατεί η αντίληψη ότι ο Πούτιν έχει αποτύχει στο στόχο του. Αυτό είναι αλήθεια αν συμφωνήσουμε ότι ο στόχος του ήταν μια γρήγορη κατάληψη του Κιέβου και η αντικατάσταση της ουκρανικής κυβέρνησης με συνεργάτες πρόθυμους να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του για «αποστρατιωτικοποίηση» και «ουδετερότητα» της Ουκρανίας, αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία και της ανεξαρτησίας των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονμπάς. Ωστόσο, είναι απίθανο ο Πούτιν να έλαβε την απόφαση της εισβολής χωρίς να έχει καταστρώσει εναλλακτικά σχέδια τα οποία τίθενται τώρα σε εφαρμογή. Η εντύπωση που δίνεται είναι ότι οι δυνάμεις εισβολής αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιμελητείας (εφοδιασμού) και επικοινωνίας (πληροφοριών).

Τονίζονται επίσης οι απώλειες του ρωσικού στρατού και το χαμηλό ηθικό των ψυχολογικά απροετοίμαστων ή και περιπλανημένων Ρώσων στρατιωτών απέναντι στους αποφασισμένους Ουκρανούς υπερασπιστές της πατρίδας τους. Όλα αυτά μπορεί να είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αληθή, αλλά δεν επαρκούν για να προδικάσουν την έκβαση του πολέμου και των συνεπειών του. 

Ο Πούτιν διατηρεί την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων και είναι ο μόνος, μαζί με το επιτελείο του, που μπορεί να εκτιμήσει και να διευθετήσει τον «ωφέλιμο χρόνο» για την κατάληξη της ονομαζόμενης από τον ίδιο «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης». Ελέγχει ακόμα την οικονομία του πολέμου. Είναι ενδεχόμενο, λοιπόν, να έχει επιλέξει το σενάριο της αργής κλιμάκωσης, υπολογίζοντας στη φθορά και την εξάντληση των αμυνομένων και του άμαχου πληθυσμού, και δοκιμάζοντας βήμα προς βήμα τις ανοχές της Δύσης. Ένα τέτοιο σενάριο μπορεί να περιλαμβάνει προκλήσεις προς το ΝΑΤΟ και τα μέλη του, όπως ο εμποδισμός εφοδιασμού των Ουκρανών σε όπλα ή ακόμα και σε ανθρωπιστική βοήθεια ή και τακτικών πυρηνικών όπλων σε ουκρανικούς στόχους, η συνέπεια της οποίας μπορεί να εκτεινόταν πέρα από τα σύνορα της Ουκρανίας. Δεν μπορεί κανείς αυτή τη στιγμή να προβλέψει αν ο Πούτιν θα επιλέξει να ακροβατήσει πάνω στην κόκκινη πυρηνική γραμμή. Αλλά δεν μπορεί να το αποκλείσει. 

Είναι βέβαιο ότι οι μαζικές κυρώσεις πλήττουν βαριά τη ρωσική οικονομία και αρχίζουν να έχουν επιπτώσεις στην καθημερινότητα των Ρώσων πολιτών. Είναι λιγότερο βέβαιο ότι οι Ρώσοι ολιγάρχες υποφέρουν ιδιαίτερα, και, σε κάθε περίπτωση, η ελπίδα των Δυτικών ότι μπορεί να συντελέσουν στην ανατροπή του Πούτιν είναι μάλλον αβάσιμη: οι άνθρωποι αυτοί είναι πλήρως εξαρτημένοι από την κορυφή του ρωσικού κράτους. Είναι αναμενόμενο ότι η εσωτερική προπαγάνδα του Πούτιν, με την ολοκληρωτική χειραγώγηση της πληροφόρησης, θα εντείνει την πόλωση στη ρωσική κοινωνία, συσπειρώνοντας το μεγάλο πλήθος των υποστηρικτών του μέσα σ’ αυτή.

Ακόμα κι αν η δημόσια αντίσταση χιλιάδων Ρώσων πολιτών είναι αξιοθαύμαστη, η ρωσική «κοινή γνώμη» βρίσκεται πολύ μακριά από το να αποτελέσει μοχλό για μια αλλαγή καθεστώτος στη χώρα. (Βάζω την «κοινή γνώμη» μέσα σε εισαγωγικά, διότι στη Ρωσία δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη λειτουργία της όπως νοείται ιστορικά στο Δυτικό κόσμο). Καταλαβαίνω ότι περισσότερο ενδεχόμενο θα ήταν ένα πραξικόπημα μέσα από τον λαβύρινθο των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών από τις οποίες προέρχεται και στις οποίες στηρίζεται ο σημερινός πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αλλά αυτό είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Και δεν μπορεί να σταθμίσει τις πιθανές του συνέπειες, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. 

Συνεπώς, είναι πρόωρο να επιχαίρει οποιοδήποτε στη Δύση για την «αποτυχία» του Πούτιν. Η ρητορική είναι κατανοητή, ίσως και χρήσιμη, αρκεί να μη συγχέεται με την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι ότι κάθε μέρα που περνά αυξάνεται ο κίνδυνος γενίκευσης του πολέμου, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Το ζητούμενο είναι η Δύση να έχει προετοιμαστεί για όλα τα ενδεχόμενα, αφενός με αντίδραση αναλογική που θα συγκρατεί την πολεμική κλιμάκωση, αφετέρου κρατώντας τους διαύλους επικοινωνίας στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο ανοιχτούς. Είναι δεδομένο ότι ο Πούτιν δεν πρέπει να αφεθεί να κερδίσει τον πόλεμο αυτόν. Είναι λιγότερο προφανές με ποιον τρόπο θα οδηγηθεί να τον χάσει.