Αν προσέξει κάποιος τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των τελευταίων δημοσκοπικών καταγραφών, θα διαπιστώσει σοβαρές αλλαγές στην πρόθεση, των πολιτών. Και για να μη ξεκινήσουμε εκ νέου, την αμφισβήτηση, κατά πώς συμφέρει τα κόμματα, αξίζει να σημειωθεί πως όλες οι καταγραφές, καταλήγουν, περίπου, στα ίδια συμπεράσματα.
Αν ξεφύγουμε, μάλιστα, από την παρούσα περίοδο, διαπιστώνεται πως η επόμενη πολιτική ημέρα, μοιάζει ακόμη πιο «αδιέξοδη» από τη σημερινή. Αν επιβεβαιωθούν, δε, οι προβλέψεις τότε το αντίπαλο δέος απέναντι στην κυβέρνηση και προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη, απλώς δεν υπάρχει. Ούτε ως κεντροαριστερή παράταξη ούτε ως ηγετική φυσιογνωμία. Αντιθέτως επικρατεί μια καχυποψία ή τουλάχιστον, στην καλύτερη περίπτωση μια αναμονή. Η οποία με τη σειρά της δεν είναι ούτε ατελείωτη ούτε πανάκεια, δια πάσα ιδεολογική και πολιτική νόσο.
Την ίδια στιγμή που επικρατεί ο «κανένας» ως ο καταλληλότερος πρωθυπουργός -με 39%-, με δεύτερο τον Κυριάκο Μητσοτάκη που απέχει σοβαρά από τον δεύτερο, στην αντίπαλη παράταξη της ΝΔ, επικρατεί αμφισβήτηση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως μετά από 5 χρόνια διακυβερνήσεως της ΝΔ, για πρώτη φορά οι πολίτες αμφισβητούν το σύνολο των πολιτικών ηγετών. «Δεύτερος» ο Κ. Μητσοτάκης με 33% και μετά ο κ. Κασσελάκης 7%, ο κ. Ανδρουλάκης 5%, ο κ. Βελόπουλος 5%. Κοντολογίς η έλλειψη του ισχυρού πόλου, ισχυροποιεί τη υπάρχουσα αντικειμενική κατάσταση.
Το ίδιο, περίπου, σκηνικό και στα ποσοστά των κομμάτων. Με τη δεύτερη θέση να ανήκει στην αξιωματική αντιπολίτευση, με τη διαφορά με τη ΝΔ να αγγίζει τις 16 ποσοστιαίες μονάδες(!), το ΠΑΣΟΚ τρίτο και με μάχη για την τέταρτη θέση μεταξύ του ΚΚΕ και της Ελληνικής Λύσης. Με άλλα λόγια το σύνολο των δυο κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν φτάνουν το ποσοστό της κυβερνώσας παρατάξεως, παρά το γεγονός της πτώσης και του αρνητικού κλίματος που επικρατεί.
Και, όμως, οι ευρωεκλογές όσο και να μην επηρεάζουν το εσωτερικό πολιτικό γίγνεσθαι -δεν πέφτει η κυβέρνηση, δεν αλλάζει η κοινοβουλευτική σειρά των κομμάτων- αποτελούν μια εθνική κάλπη και τα συμπεράσματα θα εξαχθούν αναλόγως. Το σημαντικό, όμως, δεν είναι ποιος θα καταλήξει δεύτερος ή τρίτος. Γιατί από μόνη της, αυτή η διαμάχη επιβεβαιώνει το δημοσκοπικό μήνυμα των πολιτών: δυσαρέσκεια σε κυβερνητικούς χειρισμούς και ανυπαρξία εναλλακτικής λύσης...