Η εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, σχολιάζοντας δηλώσεις της Φινλανδής ΥΠΕΞ, την κατηγόρησε για “απροκάλυπτο ψέμα” σχετικά με την παραβίαση από τη Ρωσία, των αρχών της Συμφωνίας του Ελσίνκι.
Στους ισχυρισμούς της έμμεσα αποδέχθηκε τις ενέργειες της Τουρκίας και της Β. Μακεδονίας στο Κυπριακό και το θέμα της ονομασίας της Βόρειας γείτονος αντίστοιχα, κατηγορώντας την Ελλάδα για παραβίαση των καταστατικών αρχών της Συμφωνίας.
Το ελληνικό ΥΠΕΞ αντέδρασε άμεσα, και διπλωματικές πηγές αναφέρθηκαν στη διεθνή καταδίκη της κατοχής του Βορείου μέρους της Κύπρου από την Τουρκία (ΟΗΕ, Συμβούλιο Ασφαλείας κ.ά.) και στην ειρηνική επίλυση του ονόματος της Β. Μακεδονίας, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Όμως, αυτή η ατυχής δήλωση της εκπροσώπου του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών φωτίζει ξανά το ερωτηματικό, του κατά πόσον η Ρωσία θεωρεί την Ελλάδα μια φιλική χώρα.
Αρχές της συμφωνίας του Ελσίνκι
Τον Αύγ. 1975 υπογράφτηκε στο Ελσίνκι η Τελική Πράξη, στο πλαίσιο της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, με τη συμμετοχή 15 χωρών μελών του ΝΑΤΟ, 7 χωρών μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και 13 ουδετέρων κρατών, επιβεβαιώνοντας το μεταπολεμικό status quo.
Το οριστικό κείμενο της Τελικής Πράξης έχει ως άξονες τη Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τρεις ενότητες, εκ των οποίων η πρώτη αφορά τις 10 βασικές αρχές, οι οποίες διέπουν τις σχέσεις των χωρών της Διάσκεψης και διασφαλίζουν την εθνική κυριαρχία, την ειρηνική επίλυση των διαφορών και τον σεβασμό των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Είναι αυτές οι αρχές, οι οποίες, τόνισε η ΥΠΕΞ της Φινλανδίας, παραβιάζονται από τη Ρωσία στην Ουκρανία, και στις οποίες αναφέρθηκε η Μαρία Ζαχάροβα ως παραβιασθείσες από τη Δύση, με παραδειγματικές αναφορές στην Ελλάδα, όπως:
Αρχή Ι. Κυρίαρχη ισότητα, σεβασμός των δικαιωμάτων που είναι εγγενή στην κυριαρχία.
«Παραβιάσθηκε με την επέμβαση της Χούντας των Μαύρων Συνταγματαρχών στην Ελλάδα στη διεθνική σύγκρουση στην Κύπρο, μια προσπάθεια προσάρτησης του νησιού στην Ελλάδα» . ( Ζαχάροβα)
Αποσιωπάται από τη Ρωσίδα εκπρόσωπο ο ρόλος της Τουρκίας, η εισβολή τον Ιουλ. 1974 και η συνεχιζόμενη παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στο νησί, όπως και οι τουρκικές αιτιάσεις για την de facto διαίρεση του νησιού σε δυο οντότητες.
Ενδεχομένως συντρέχουν δύο βασικοί λόγοι για την τοποθέτηση της Ζαχάροβα:
Ο πρώτος, ότι οι σχέσεις Ρωσίας – Τουρκίας είναι φιλικές και συνεργατικές στο παρόν στάδιο, και η πρώτη δεν θα ήθελε να τις διαταράξει, και ο δεύτερος, ότι η τουρκική εισβολή και κατοχή κυπριακού εδάφους από την Τουρκία, δημιουργεί ένα προηγούμενο για την τωρινή εισβολή και κατοχή ουκρανικού εδάφους από την Ρωσία. Σε κάθε περίπτωση η θέση της κ. Ζαχάροβα είναι κατάφορα ανθελληνική.
Αρχή ΙΧ. Συνεργασία μεταξύ Κρατών.
«Μέχρι το 2018, η Ελλάδα μπλόκαρε διεθνείς πρωτοβουλίες, που στόχευαν στη συνεργασία με την Δημοκρατία της Μακεδονίας ( λόγω μιας ανεπίλυτης διαφοράς για το όνομα)» (Ζαχάροβα).
Το θέμα λύθηκε ειρηνικά το 2018, με την συμφωνία των Πρεσπών.
Η Ρωσία ήταν από τις πρώτες χώρες, οι οποίες αναγνώρισαν τη Β. Μακεδονία, όπως είχε πράξει και στην περίπτωση του Κοσσόβου, επιδιώκοντας τη δημιουργία ερεισμάτων στη Βαλκανική, κατά την πάγια διαχρονική πολιτική της στον χώρο.
Θα μπορούσε όμως να επισημανθεί, ότι κατά την άσκηση αυτής της πολιτικής της, οι σχέσεις με τους Έλληνες είχαν χαρακτήρα περισσότερο ευκαιριακό και δευτερεύοντα σε σχέση με άλλες επιλογές, αν όχι αρνητικό.
Διαχρονική επιδίωξη και ανατροπές
Κάποιες φορές η ιστορική ανασκόπηση, αν και όχι πάντοτε δεσμευτική, είναι διαφωτιστική.
Παραθέτουμε κάποια παραδείγματα, τα οποία κατά την άποψή μας, υποδηλώνουν την ευκαιριακή και ασταθή θέση της Ρωσίας απέναντι στους Έλληνες, διαχρονικά, από παλαιότερες εποχές.
Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812) μεταξύ τσαρικής Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέρος της από το 1804 εξεγερμένης κατά των Οθωμανών Σερβίας ανακηρύχθηκε, με πίεση της Αγίας Πετρούπολης, αυτόνομη ηγεμονία. Αυτή ήταν μια οφειλόμενη αναγνώριση των Ρώσων προς τους φιλορώσους Σέρβους, με βραχύβια διάρκεια όμως, καθώς, οι εγγυούμενες την ανεξαρτησία ρωσικές δυνάμεις αποσύρθηκαν προς τα μέτωπα με τον Ναπολέοντα.
Έλληνες ιστορικοί έχουν υποστηρίξει, ότι η Ρωσία κατά τρόπο ανάλογο της σερβικής αυτονομίας θα μπορούσε να είχε διεκδικήσει κάτι αντίστοιχο και για την Ελλάδα, το οποίο όμως δεν έγινε.
Ενδεχομένως, όμως, να έχει μια σημασία το γεγονός, ότι οι Σέρβοι είναι λαός φυλετικά συγγενής με τους Ρώσους, ενώ δεν υπάρχει φυλετική συγγένεια με τους Έλληνες, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να διαφοροποιεί ενδεχομένως τη ρωσική πολιτική μεταξύ Σέρβων και Ελλήνων. Το μόνο κοινό πολιτιστικό στοιχείο με τους Έλληνες ήταν το ομόδοξο, ενώ για τους Σέρβους ήταν ένα πρόσθετο στοιχείο.
Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι σημαντικό, ότι η ρωσική πολιτική εισήγαγε, κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, την έννοια του πανσλαβισμού, ως οχήματος επιρροής στα Βαλκάνια.
Μια ερμηνεία ακόμη, για την εφεκτική στάση των Ρώσων απέναντι των Ελλήνων, θα μπορούσε να αναζητηθεί στην πάντοτε προσεκτική στάση της Ρωσίας προς τη Βρετανία, δεδομένης της ελληνικής αμεσότητας με το Αιγαίο.
Το επιβεβαιώνει η ιστορική αναφορά.
Οι Ρώσοι ναύαρχοι της Μαύρης θάλασσας είχαν εντολές, να μην εμπλακούν με βρετανικά πολεμικά, και η βρετανο- οθωμανική συνθήκη του 1809 προέβλεπε περιορισμό της εξόδου της Ρωσίας από τα Στενά.
Στο πλαίσιο αυτό γίνεται αντιληπτό, ότι η ενδεχόμενη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους υπό τη ρωσική αιγίδα, δεν θα ήταν αποδεκτή λύση από τη Βρετανία, με την οποία η Ρωσία δεν ήταν διατεθειμένη να εμπλακεί.
Η Ρωσία αντιμετώπιζε την Ελλάδα ευκαιριακά, κατά την έννοια μιας οντότητας η ενεργοποίηση της οποίας κατά τις ρωσο-οθωμανικές συγκρούσεις του 18ου αιώνα, θα πρόσφερε ένα χώρο ουσιαστικού αντιπερισπασμού, από τους κύριους στόχους, που πάντα ήταν, η Ουκρανία, η Μαύρη Θάλασσα και ο Καύκασος. Ενδεχομένως, η ηχώ αυτών των θεωρήσεων φθάνει έως τις μέρες μας.
Το δόγμα της προσφοράς του ελληνικού χώρου για αντιπερισπασμό διατυπώθηκε το 1737-1739, από τον Ρώσο στρατάρχη Μύνιχ, κατά την εκστρατεία του στην Κριμαία. Οι Έλληνες βέβαια το αγνοούσαν, διότι η ρωσική προπαγάνδα τόνιζε στους υπόδουλους το όραμα της απελευθέρωσης.
Βάσει του ιδίου δόγματος αποφασίσθηκε από το τσαρικό στρατιωτικό συμβούλιο η εκστρατεία των Ορλώφ, ως αντιπερισπασμός στο Αιγαίο, κατά τον ρωσο- οθωμανικό πόλεμο του 1768-1774, οι κύριοι στόχοι του οποίου ήταν η κατάκτηση της Ουκρανίας και η κυριαρχία στην Μαύρη Θάλασσα και τον Καύκασο. Η συνθήκη του Καϊναρτζή που ακολούθησε, δεν ρύθμισε το ελληνικό θέμα παρά την ρωσική επικράτηση και τις βαριές θυσίες των υπόδουλων.
Και κατά τη διάρκεια του επαναστατικού αγώνα του 1821, η ρωσική θέση ήταν προσεκτική και ισόρροπη με την θέση της Βρετανίας και της Γαλλίας, παρά τις εκάστοτε διάφορες διακοινώσεις και προτάσεις της τσαρικής αυλής υπέρ του ελληνικού θέματος. Η Συνθήκη περί «Ειρηνοποιήσεως της Ελλάδος» (1827), μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας ήταν εκείνη σε εφαρμογή της οποίας έγινε η ναυμαχία του Ναυαρίνου, και ουσιαστικά δρομολογήθηκαν οι διεργασίες για τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, εισάγοντας ένα νέο status quo στην περιοχή.
Στο πλαίσιο αυτό ανταγωνίσθηκαν οι δυνάμεις αυτές για επικυριαρχία στον ελληνικό χώρο. Όμως, η ρωσο-τουρκική συνθήκη ειρήνης της Αλεξανδρούπολης (1829) ήταν τελικά εκείνη, η οποία έδρασε καταλυτικά για την δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, πιέζοντας την Τουρκία να δεχτεί τα πρωτόκολλα και τους όρους της Διάσκεψης του Λονδίνου.
Σταδιακά, με σημαντικούς σταθμούς την εισαγωγή του Πανσλαβισμού στα Βαλκάνια, δόγμα το οποίο επεξεργάσθηκαν Ρώσοι πολιτικοί (1830-1840, Ιγνάτιεφ), τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) με την ήττα της Ρωσίας, και τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου – Μεγάλη Βουλγαρία, μετά τη νίκη των Ρώσων κατά των Οθωμανών- (1878), και τη συμφωνία του Βερολίνου - περιορισμός της Βουλγαρίας με βρετανικές πιέσεις – (1878), η Ελλάδα προσδέθηκε στο άρμα της Μ. Βρετανίας και η ρωσική προσπάθεια επιρροής στα ελληνικά πράγματα μειώθηκε δραματικά.
Η όλη επιφυλακτική έως αρνητική θεώρηση των Ρώσων για τους Έλληνες, ενισχύθηκε με την ελληνική επέμβαση στην Ουκρανία το 1919 κατά των Μπολσεβίκων, με ενδεικτική την ενίσχυση του Κεμάλ μέσω της συνθήκης της Μόσχας το 1921, με οπλισμό τον οποίο χρησιμοποίησε κατά του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Μ. Ασία και την καταβολή 80 εκατομ. τουρκικών λιρών, ποσό το οποίο αντιστοιχούσε στον τουρκικό προϋπολογισμό του 2021.
Αυτές οι ρωσικές ενέργειες θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως απότοκες του φόβου των Μπολσεβίκων, ότι η Ελλάδα, ως ενεργούμενο των Δυτικών, θα μπορούσε να εγκατασταθεί στη Μ. Ασία, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για τη Ρωσία.
Από τα προηγούμενα αναδύεται, κατά την άποψή μας, ότι οι ρωσικές τοποθετήσεις απέναντι στην Ελλάδα απηχούν τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή, κατά τις οποίες η Ελλάδα ανήκει διαχρονικά στν σφαίρα επιρροής των Δυτικών, ενώ στη βαλκανική διάσταση του πράγματος, η μη σλαβική καταγωγή των Ελλήνων μπορεί να είναι και αυτή ένας διαφοροποιός παράγοντας για τους ρωσικούς διπλωματικούς χειρισμούς. Πχ, η ρωσική στήριξη στο καθεστώς Βούτσιτς είναι ενδεχόμενο να ενισχύεται από τον φυλετικό παράγοντα και τις μακραίωνες σχέσεις Ρωσίας – Σερβίας.
Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, η τοποθέτηση της Μ. Ζαχάροβα δεν προκαλεί έκπληξη, ενώ θα μας εξέπληττε το αντίθετο.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής