Φονικοί σεισμοί σε Τουρκία και Συρία: Και οι ζωντανοί περιμένουν... 

Οι προσπάθειες των διασωστών παραμένουν η μοναδική ελπίδα για να μετατραπεί αυτός ο μακράς διαρκείας εφιάλτης σε ένα στιγμιαίο θαύμα.

Της Αθηνάς Παπακώστα

Η ανείπωτη τραγωδία των φονικών, δίδυμων σεισμών στα σύνορα Τουρκίας και Συρίας με τους χιλιάδες νεκρούς και τους αμέτρητους εγκλωβισμένους στα χαλάσματα δεν έχει τέλος.

Κάθε ώρα που περνά το μέγεθος της καταστροφής ξεδιπλώνεται ολοένα και περισσότερο.

Οι έρευνες για τον εντοπισμό ζωντανών στα χαλάσματα είναι αγωνιώδεις όμως, πλέον οι ελπίδες για την ανεύρεση επιζώντων λιγοστεύουν. 

Το δράμα Τούρκων και Σύριων ραγίζει καρδιές.

Οι φωνές μέσα από τα συντρίμμια είναι η μοναδική ανάσα ζωής στις πληγείσες περιοχές.

Οι προσπάθειες των διασωστών παραμένουν η μοναδική ελπίδα για να μετατραπεί αυτός ο μακράς διαρκείας εφιάλτης σε ένα στιγμιαίο θαύμα.

Όσοι σώθηκαν προσεύχονται για εκείνους που ακόμη αντέχουν θαμμένοι στο τσιμέντο αλλά και για όλους εκείνους οι οποίοι έπεσαν για ύπνο και δεν ξύπνησαν ποτέ. 

"Φανταστείτε τον γιο σας ή τον αδερφό σας ή κάποιον από την οικογένεια σας να είναι μέσα στα συντρίμμια και να μην μπορείτε να τους βοηθήσετε. Να μην μπορείτε να τους απεγκλωβίσετε. Αυτό το συναίσθημα από μόνο του αρκεί".

Ο Αμπντελαχαλίντ ζούσε στο Καχραμάνμαρας. Πριν από λίγες ώρες είδε τον πατέρα του να βγαίνει ζωντανός από τα συντρίμμια. Λίγες ώρες μετά έμαθε ότι άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο.

Τώρα, ο ίδιος περιμένει ο αδερφός του και την οικογένειά του να δώσουν ένα σημάδι ζωής. Θυμάται ότι πριν από δέκα χρόνια δραπέτευσε από τον εμφύλιο της Συρίας για μία καλύτερη ζωή ή πιο σωστά για μία ζωή η οποία στη χώρα του εξαφανιζόταν μέρα την ημέρα. 

"Δεν έχω ελπίδα για τη ζωή πλέον. Η Συρία έχει διαλυθεί και ήρθαμε εδώ. Ο Θεός να βοηθήσει όσους είναι ακόμη ζωντανοί για να απεγκλωβιστούν. Ο Θεός να βοηθήσει εκείνους και εκείνους που βοηθούν", λέει με όση ψυχραιμία ακόμη καταφέρνει να διατηρεί και συμπληρώνει "Ζητάμε από τον Θεό και από όλους όσοι μπορούν να βοηθήσουν να το κάνουν". 

Το 70% της πόλης Καχράμανμαρας έχει πλέον ισοπεδωθεί. Λίγα μέτρα μακριά, δίπλα σε έναν άλλον σωρό από σίδερα, τσιμέντο και υπάρχοντα που θυμίζουν ζωές που χάθηκαν σε ένα λεπτό ο Μαρνταγκάνι λυγίζει. Ο αδερφός του ακόμη παραμένει θαμμένος στα συντρίμμια.

"Δεν γνωρίζω πόσο θα αντέξω ακόμη. Εγκαταλείπω σιγά - σιγά κάθε ελπίδα. Είμαι κουρασμένος. Θέλω να δω τον αδερφό μου, τη σύζυγό του και τα παιδιά τους. Θέλω να ξέρω ότι είναι καλά για να ηρεμήσει το μυαλό μου". 

Οι ζωντανοί περιμένουν. Μέσα και έξω από τα χαλάσματα. 

Στα Άδανα, εθελοντής διασώστης περιγράφει πώς κάθε ζωή δίνει τη δική της μάχη. Ενώ έσκαβε στα συντρίμμια πολυκατοικίας ανακάλυψε ένα κλουβί.

Το κλουβί είχε σπάσει αλλά μέσα σε αυτό παρέμενε ένα μπλε - κίτρινο πουλί. "Ήμουν πολύ χαρούμενος, σχεδόν έβαλα τα κλάματα", λέει έκπληκτος καθώς το πτηνό άντεξε 60 ώρες μέσα στα συντρίμμια γεννώντας ελπίδα πώς εάν αυτό το πλάσμα τα κατάφερε τόσες ώρες εγκλωβισμένο τότε θα καταφέρουν και οι άνθρωποι. 

Το κρύο παραμένει τσουχτερό. Οι προμήθειες τελειώνουν. Με τη βοήθεια της φωτιάς όσοι μπορούν και αναπνέουν τον καθαρό αέρα προσπαθούν να ζεσταθούν. 

Την ίδια στιγμή ούτε στη Συρία η κατάσταση είναι ευκολότερη. Όσοι τα κατάφεραν γνωρίζουν ότι στάθηκαν τυχεροί. Έτυχε, λένε, το δικό τους σπίτι να μην πέσει. Έτυχε, λένε, να προλάβουν να πεταχτούν έξω. 

Ο Μοχάμαντ Καζμόζ είναι δημοσιογράφος. Ζούσε στο Ιντλίμπ και περιέγραψε στη βρετανική εφημερίδα "The Guardian" όσα έζησε εκείνος και η οικογένειά του. 

"Τις τελευταίες δύο ημέρες, έζησα εκείνο το οποίο μοιάζει σαν έναν αδιανόητο εφιάλτη (...) Ζω με τη σύζυγό μου και τους γονείς μου. Ξυπνήσαμε από τον εφιάλτη. (...) Ήταν μία στιγμή που πίστεψα ότι το κτίριο θα μας πλακώσει. Κάθε μας βήμα γινόταν μέσα στον τρόμο. Το διπλανό κτίριο είχε πέσει όταν πια είχαμε ξυπνήσει. Πίστεψα πως ήμασταν οι επόμενοι. Ωστόσο, βγήκαμε έξω. Η απελπισία μας οδήγησε στον δρόμο", λέει ρίχνοντας φως στις πρώτες δραματικές ώρες της τραγωδίας που χτύπησε και εκείνους τα ξημερώματα της Δευτέρας.  

"Το πρώτο που αισθάνθηκα βγαίνοντας από το σπίτι ήταν το πόσο κρύο είχε. Μπήκαμε στο αμάξι και φύγαμε για να βρούμε ένα μέρος χωρίς σπίτια και κτίρια, ένα μέρος στο οποίο θα ήμασταν ξανά ασφαλείς". 

Ο Μοχάμαντ άφησε την οικογένεια του σε έναν καταυλισμό κοντά σε μία φάρμα, 90 λεπτά μακριά από την πόλη στην οποία διέμεναν. Ο ίδιος ξαναπήρε τον δρόμο της επιστροφής για τις πληγείσες περιοχές. 

"Ήξερα ότι έπρεπε να καταγράψω τα όσα συνέβαιναν", λέει. "Πήγαινα από σπίτι σε σπίτι, κατέγραφα τον φόβο και την απόγνωση που ο κόσμος ένιωθε, κατέγραφα τις ιστορίες και τον πόνο τους. Ήθελα επίσης να καταγράψω τις προσπάθειες διάσωσης και τη γενναιότητα με την οποία άνθρωποι προσπαθούσαν να ψάξουν στα χαλάσματα (...) Η γη έτρεμε. Το βράδυ επισκεφθήκαμε έναν φίλο για να συλλέξουμε μερικές προμήθειες, ανάμεσα σε αυτές κουβέρτες και φαγητό. Κοιμηθήκαμε στο αμάξι. Ήμασταν εξαντλημένοι, απεγνωσμένοι, κατατρομαγμένοι. Δεν μας έχει απομείνει τίποτε. Τουλάχιστον έχουμε ο ένας τον άλλον".