Economist: Το πραγματικό πρόβλημα της ευρωζώνης

Η κρίση του ενιαίου νομίσματος είναι τόσο πολιτική, όσο είναι και οικονομική, εξηγεί σε άρθρο του ο Economist, με μια συνοπτική ανάλυση των πολιτικών εξελίξεων που σημάδεψαν την πορεία έως τη σημερινή κρίση χρέους.

Όποιος αναρωτιέται για ποιο λόγο η Ευρώπη δεν μπορεί να βάλει ένα τέλος στην κρίση της ευρωζώνης, ίσως βρει την απάντηση αν ανατρέξει σε ένα δυσάρεστο δείπνο, στη διάσκεψη της 28ης Οκτωβρίου του 2010. Οι παρευρισκόμενοι διαφωνούσαν σχετικά με την απαίτηση της Γερμανίας και της Γαλλίας, που είχε διατυπωθεί λίγες μέρες πριν στη Ντοβίλ, να υπάρξει αλλαγή συνθήκης ώστε να δημιουργηθεί ένα μόνιμο σύστημα διάσωσης χωρών που δεν μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους. Όλοι είχαν δυσανασχετήσει, τότε. Τους είχε πάρει χρόνια να καταλήξουν στη Συνθήκη της Λισσαβόνας, η οποία είχε τεθεί σε ισχύ μόλις πρόσφατα. Όμως υπέκυψαν στην απαίτηση της Μέρκελ, η οποία ήθελε να αποφύγει οποιουδήποτε είδους κίνδυνο μέσω του συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας.

Ωστόσο, ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ανησυχούσε για κάτι άλλο: για την απαίτησή της να περιλαμβάνουν τα μελλοντικά προγράμματα διάσωσης «επαρκή συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών», που σήμαινε απώλειες για τους ομολογιούχους. Αυτό θα έκρουε των κώδωνα του κινδύνου για τις αγορές, οι οποίες ήταν ακόμη ανήσυχες από την ελληνική κρίση της Άνοιξης. «Δεν αντιλαμβάνεστε τη σοβαρότητα της κατάστασης...», είχε ξεκινήσει να λέει ο κ. Τρισέ. Όμως τον διέκοψε ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος του απευθύνθηκε ως Γάλλος προς Γάλλο: «Ίσως μπορείς να μιλήσεις εσύ στους τραπεζίτες. Εμείς είμαστε υπόλογοι στους πολίτες μας». Η κα Μέρκελ τον σιγοντάρισε: οι φορολογούμενοι δεν θα μπορούσαν να επωμιστούν όλο το βάρος του λογαριασμού, όχι όταν είχαν μόλις πληρώσει για να σώσουν τις τράπεζες.

Τελικά επικράτησαν οι πολιτικοί. Όμως οι ανησυχίες του κ. Τρισέ δικαιώθηκαν, επίσης, καθώς η μετάδοση αγγίζει τώρα και την Ιταλία. Η διαφωνία εκείνου του δείπνου δείχνει το πώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν έρχονται σε σύγκρουση με πολιτικές, νομικές και συναισθηματικές προτεραιότητες. Πράγματι, τα προβλήματα της ευρωζώνης είναι τόσο πολιτικά, όσο είναι και οικονομικά. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι όπως ο κ. Τρισέ παπαγαλίζουν ότι το συνολικό χρέος και το έλλειμμα της ευρωζώνης είναι πιο βιώσιμα από αυτά της Αμερικής. Ωστόσο, η Ευρώπη δεν διαθέτει μεγάλους ομοσπονδιακούς προϋπολογισμούς και οικονομικούς θεσμούς που θα αναδιανείμουν τα εισοδήματα και θα απορροφήσουν τα οικονομικά σοκ. Και δεν έχει ένα ενιαίο πολίτευμα για να μεσολαβήσει στις εντάσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Είναι αρκετά δύσκολο να πείσεις τους Καλιφορνέζους να σώσουν τους τραπεζίτες της Wall Street –πόσο μάλλον να ζητήσεις από τους Γερμανούς να σώσουν τους Έλληνες γραφειοκράτες.

Όμως οι πολιτικοί δεν μπορούν να ρίξουν το φταίξιμο μόνο στην έλλειψη μέσων. Η ασυνέπεια και η ασάφειά τους σχετικά με τη συνδρομή των ιδιωτών πιστωτών έχει εντείνει τον κίνδυνο της μετάδοσης. Το πρώτο πακέτο βοήθειας επέβαλε σκληρά μέτρα στην Ελλάδα, αλλά όχι και στους τραπεζίτες. Πράγματι, η συγκέντρωση ενός σημαντικού κονδυλίου διάσωσης είχε ως σκοπό να αποκλείσει το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας. Στη Ντοβίλ, όμως, η κα Μέρκελ και ο κ. Σαρκοζί ζητούσαν να υπάρξει προοπτική χρεοκοπίας: το τρέχον χρέος θα διατηρούταν, είχαν πει. Όμως οι ηγέτες συμφώνησαν αργότερα ότι από το 2013, οι χώρες θα εξέδιδαν νέους τύπους ομολόγων, που θα μπορούσαν να αντέξουν πιο εύκολα μια ενδεχόμενη κρίση της χώρας που τα εκδίδει. Τώρα, η Ελλάδα χρειάζεται νέο πακέτο διάσωσης, η χρεοκοπία πλησιάζει όλο και περισσότερο, ενώ Γερμανοί και Ολλανδοί ζητούν άμεση συμμετοχή από τους ιδιώτες επενδυτές. Αυτό έχει οδηγήσει σε ανοιχτή διαμάχη με τον κ. Τρισέ, ο οποίος υποστηρίζει ότι ακόμα και η ηπιότερη αναδιάρθρωση του χρέους θα οδηγήσει σε κρίση παρόμοια με την κατάρρευση της Lehman Brothers. Ο κ. Τρισέ έχει απειλήσει ότι, αν υπάρξει οποιουδήποτε είδους χρεοκοπία, θα κόψει την πίστωση στις ελληνικές τράπεζες –οδηγώντας πολλές από αυτές στη χρεοκοπία. Είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς που οι επενδυτές προσπαθούν να ξεφορτωθούν τα ομόλογα της ευρωζώνης;

Επιπλέον, στις συζητήσεις με τους πιστωτές της Ελλάδας, οι χώρες της ευρωζώνης έχουν περάσει τις τελευταίες εβδομάδες επιδιώκοντας αντικρουόμενους στόχους. Το Βερολίνο και η Χάγη επιδιώκουν «σημαντική» συνεισφορά των ομολογιούχων, όμως –για να ικανοποιηθεί και η ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη- θα πρέπει να είναι «εθελοντική» -λες και υπάρχει κανείς που θα επιλέξει οικειοθελώς μια μεγάλη χασούρα, όταν του προσφέρεται η επιλογή μιας μικρότερης. Οι υπουργοί οικονομικών στις Βρυξέλες ουσιαστικά αποδέχτηκαν το ενδεχόμενο της «επιλεκτικής χρεοκοπίας», αρκεί να είναι βραχυπρόθεσμη (όχι πάνω από λίγες μέρες) και να μην πυροδοτήσει εξαργύρωση των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικού κινδύνου (μια μορφή ασφάλειας που προστατεύει τον επενδυτή από χρεοκοπίες). Προκειμένου να ελαφρύνουν το βάρος της Ελλάδας, οι υπουργοί φαίνονται έτοιμοι να της δανείσουν περισσότερα χρήματα για να επαναγοράσει τα ομόλογά της, καθώς και να μειώσουν τα επιτόκια δανεισμού τους.

Η συμφωνία αυτή ίσως κοστίσει ακριβά. Ανάλογα με το βαθμό εξαναγκασμού, οι ιδιώτες πιστωτές θα χάσουν έως και 30δισ. ευρώ για τις ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας έως το 2014. Όμως οι αξιωματούχοι λένε ότι ακόμη και για να χαμηλώσουν την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας στο επίπεδο της υπερχρεωμένης Ιταλίας, που είναι ο ανεπίσημος στόχος, θα χρειαστεί ένα ποσό που είναι κατά πολλές φορές μεγαλύτερο. Και ίσως χρειαστεί παρόμοια αντιμετώπιση και για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.

Υπάρχουν ορθά επιχειρήματα υπέρ της συμμετοχής των ιδιωτών. Οι φορολογούμενοι δεν θα πρέπει να υποστούν το σύνολο από το βάρος των απωλειών των ομολογιούχων –στο κάτω κάτω, οι επενδυτές έλαβαν υψηλότερες αποδόσεις επειδή ανέλαβαν το ρίσκο. Όμως η πολιτική που ακολουθείται έως σήμερα, είναι διπλά αρνητική: πολύ μικρή συμμετοχή από ιδιώτες για να ωφεληθεί σημαντικά η Ελλάδα, πολλή αναστάτωση για να αξίζει η προσπάθεια.

Είναι καιρός να αλλάξουμε σκεπτικό. Αν πρόκειται να υπάρξει χρεοκοπία, τότε καλύτερα να είναι μεγαλύτερη, με σημαντικό «κούρεμα» για τους επενδυτές, ώστε η Ελλάδα να έχει μεγαλύτερο όφελος και περισσότερες πιθανότητες ανάκαμψης. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα θα χρειαστεί βοήθεια για τα επόμενα χρόνια. Και κάποιες τράπεζες θα χρειαστούν ανακεφαλαιοποίηση. Ένα χρήσιμο μέσο ώστε να αποφύγει τον πανικό η ευρωζώνη, θα είναι η έκδοση μέρους του χρέους της υπό τη μορφή ομολόγων με κοινή εγγύηση. Τα ομόλογα με κοινή εγγύηση που πωλούνται για να συγκεντρωθούν χρήματα για τα τρέχοντα κονδύλια διάσωσης είναι περιζήτητα για τους επενδυτές.

Αυτό είναι οικονομικά λογικό. Όμως το σχεδόν αξεπέραστο εμπόδιο είναι, όπως πάντα, πολιτικό: υπάρχουν τεράστιες αντιδράσεις σε αυτό που θα εξελιχτεί σε μια πιο ανοιχτή «ένωση μεταβίβασης». Σε μια ομάδα δημοκρατιών, όπου οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται ομόφωνα, είναι δύσκολο και χρονοβόρο να υπάρξει συναίνεση. Έτσι, οι ηγέτες έδρασαν μόνο όταν βρέθηκαν στο χείλος της καταστροφής –και αυτό με ημίμετρα. Οι αγορές κινούνται πολύ πιο γρήγορα. Δεν θα περιμένουν -όπως περίμεναν οι Αμερικάνοι τον Τσώρτσιλ- να εξαντλήσουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες όλες τις εναλλακτικές και να πάρουν τότε τις σωστές αποφάσεις.
Πηγή: skai.gr