Ο επιχειρηματίας Tινκόφ απαρνήθηκε τη ρωσική υπηκοότητά του λόγω του πολέμου στην Ουκρανία

Ο Τινκόφ, του οποίου η νεοφυής εταιρεία ψηφιακών πιστωτικών καρτών TCS Group Holding έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοοικονομικούς θεσμούς της Ρωσίας, είναι ένας απερίφραστος επικριτής της εισβολής και του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν.

Ο επιχειρηματίας Όλεγκ Τινκόφ απαρνήθηκε τη ρωσική υπηκοότητά του λέγοντας πως δεν θέλει να συνδέεται με το «φασισμό» ή με ανθρώπους που συνεργάζονται με «φονιάδες».

Σε σημερινή καταχώρισή του στο Instagram, ο 54χρονος ιδρυτής της Tinkoff Bank έγραψε: «Αποφάσισα να απαρνηθώ τη ρωσική υπηκοότητά μου μετά την εισβολή της Ρωσίας στην ανεξάρτητη Ουκρανία. Είμαι εναντίον αυτού του πολέμου και του φόνου ειρηνικών ανθρώπων».

Ο Τίνκοφ, του οποίου η νεοφυής εταιρεία ψηφιακών πιστωτικών καρτών TCS Group Holding έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοοικονομικούς θεσμούς της Ρωσίας, είναι ένας απερίφραστος επικριτής της εισβολής και του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν.

Ο επιχειρηματίας αναγκάσθηκε τον Απρίλιο να πουλήσει το 35% της TCS, της μητρικής εταιρείας της Tinkoff Bank, που κατείχε, στον ρώσο μεγιστάνα των μεταλλείων Βλαντίμιρ Ποτάνιν, έπειτα από μια σειρά αντιπολεμικών σχολίων του.

Ο Τίνκοφ δήλωσε πως μια αρχική καταχώρισή του χθες, Δευτέρα, στο Instagram, που περιλάμβανε μια φωτογραφία πιστοποιητικού με το οποίο απαρνιόταν την υπηκοότητά του από τις 26 Οκτωβρίου, έχει «μυστηριωδώς εξαφανισθεί».

Ο Τίνκοφ δήλωσε επίσης σήμερα πως προχωρεί σε αγωγή για να αναγκάσει την τράπεζα να σταματήσει να χρησιμοποιεί το όνομά του.

«Το όνομά μου δεν θα πρέπει να συνδέεται με το φασισμό», δήλωσε ο Τίνκοφ. «Απεχθάνομαι το να συνδέεται η μάρκα/όνομά μου με την τράπεζα που συνεργάζεται με φονιάδες και με αίμα».

Η τράπεζα, από την πλευρά της, ανέφερε πως νομικά έχει πλήρως το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το εμπορικό σήμα Tinkoff, μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων TASS.

Ο μεγιστάνας, ο οποίος έχει παρομοιάσει τον εαυτό του με τον βρετανό δισεκατομμυριούχο Ρίτσαρντ Μπράνσον και στην ακμή των επιχειρήσεών του «άξιζε» σχεδόν 10 δισεκατομμύρια δολάρια, είχε δημιουργήσει μάρκες ηλεκτρονικών, κατεψυγμένων τροφίμων και μπύρας, πριν ιδρύσει την Tinkoff Bank στα μέσα των χρόνων του 2000.

Πριν πωλήσει το μερίδιό του, η Βρετανία είχε επιβάλει κυρώσεις στον Τίνκοφ λέγοντας πως «έχει οφέλη από τη ρωσική κυβέρνηση» μέσω του μεριδίου του σε μια συστημικά σημαντική εταιρεία.

Ο Τίνκοφ πιστεύεται πως ζει στο Λονδίνο, όπου εδώ και χρόνια υποβάλλεται σε θεραπεία για λευχαιμία. Λέει πως δεν έχει πλέον επιχειρηματικά συμφέροντα στη Ρωσία.

Ο Τίνκοφ είχε προηγουμένως αμερικανική υπηκοότητα, όμως την απαρνήθηκε την περίοδο που η Tinkoff Bank μπήκε στο χρηματιστήριο. Σύμφωνα με την Ουάσινγκτον, το έκανε για να αποφύγει να καταβάλει φόρους.

Πέρυσι ο Τίνκοφ κατέληξε σε ένα διακανονισμό ύψους 500 εκατ. δολαρίων με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ