Εκδικητική πορνογραφία: Νομοθετικές εξελίξεις και η προστασία των θυμάτων

Η αυστηροποίηση όμως του νόμου επιλύει μερικώς το πρόβλημα, αφού λόγω της ιδιαιτερότητας της τέλεσης του αδικήματος μέσω διαδικτύου και με την φαινομενική ανωνυμία του δράστη, πολλά από τα θύματα σιωπούν και διστάζουν να κινηθούν νομικά εναντίον των παραβατών.  

Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται έξαρση του φαινομένου της  διαρροής βίντεο και φωτογραφιών ερωτικού περιεχομένου στο διαδίκτυο, με την επικαιρότητα να κατακλύζεται από ειδήσεις με πρωταγωνιστές ανθρώπους που μέσα σε μία νύχτα κατέρρευσε η κοινωνική, προσωπική  τους  ζωή και υπόσταση.

Η πανδημία του Covid-19 και η είσοδος του διαδικτύου σε κάθε τομέα της καθημερινότητάς μας, συνεπικούρησαν στον πολλαπλασιασμό τέτοιων φαινομένων, με τα θύματα να μην γνωρίζουν πως πρέπει να αντιδράσουν όταν έρχονται αντιμέτωπα με αυτή την εγκληματική ενέργεια.

Νομικά μέχρι το έτος 2022 ίσχυε ο νόμος 4624/2019, που στο άρθρο 38, τιμωρούσε τον κάτοχο τέτοιων βίντεο/φωτογραφιών δίχως συναίνεση  με φυλάκιση ως ένα έτος και τον διαμοιραστή αυτών με φυλάκιση από ένα έως πέντε έτη. Κατόπιν της μεγάλης έκτασης που δόθηκε σε τέτοια περιστατικά, ο νομοθέτης κινητοποιήθηκε και ενσωμάτωσε στον Ποινικό Κώδικα το νέο άρθρο 346 και πλέον ο διαμοιρασμός αυτών καθίσταται κακουργηματικής φύσεως αδίκημα, ειδικά όταν ο δράστης διαχειρίζεται για τον διαμοιρασμό τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η αυστηροποίηση όμως του νόμου επιλύει μερικώς το πρόβλημα, αφού λόγω της ιδιαιτερότητας της τέλεσης του αδικήματος μέσω διαδικτύου και με την φαινομενική ανωνυμία του δράστη, πολλά από τα θύματα σιωπούν και διστάζουν να κινηθούν νομικά εναντίον των παραβατών.   

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα θύματα αυτών των εγκλημάτων πρέπει να γνωρίζουν ότι υπάρχουν συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες μπορούν να προβούν, στην περίπτωση που τελικά τελέσθηκε το αδίκημα και συγκεκριμένα:

Α) αμέσως μόλις αντιληφθούν την διαρροή προσωπικών τους στιγμών να σπεύσουν να αποτυπώσουν στιγμιότυπα οθόνης (screenshots) από την ανάρτηση για να ανευρεθούν ευκολότερα τα ίχνη του αγνώστου δράστη πού είναι υπεύθυνος για την διαρροή. Η ταυτοποίηση των δραστών δεν επιτυγχάνεται μέσα από τις παραδοσιακές έρευνες, αλλά από τα ηλεκτρονικά ίχνη των ενεργειών των δραστών, τα οποία πάντα αφήνουν οι δράστες.  

Β) να απευθυνθούν το γρηγορότερο δυνατόν στις αρμόδιες αρχές για να ταυτοποιηθεί ο δράστης, διότι  τα  ηλεκτρονικά ίχνη για τον  εντοπισμό του δεν διατηρούνται για πάντα, καθιστώντας τα γρήγορα αντανακλαστικά σημαντικό παράγοντα της υπόθεσης. 

Τα θύματα, πέραν της διατήρησης της ψυχραιμίας τους όταν συνειδητοποιήσουν την διαρροή, πρέπει να απευθυνθούν σε εξειδικευμένους στο αντικείμενο νομικούς, οι οποίοι θα προσφέρουν την κατάλληλη καθοδήγηση και θα προβούν χωρίς καθυστέρηση στις ενδεδειγμένες νομικές ενέργειες. Είναι ιδιαίτερα ευτυχές ότι οι περισσότερες υποθέσεις ηλεκτρονικού εγκλήματος και συγκεκριμένα εκδικητικής πορνογραφίας, καταλήγουν στην τιμωρία των δραστών, οι οποίοι πολλές φορές είναι άτομα που το θύμα είτε γνωρίζει, είτε συνδέονται στενά με αυτό. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο δράστης είναι πρώην σύντροφος του θύματος και στοχεύει στον διασυρμό του παθόντος.

Η δικαιοσύνη και οι διωκτικές αρχές αντιμετωπίζουν το θέμα με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και πλέον διαμορφώνουν ένα αποτελεσματικό τείχος προστασίας απέναντι σε κάθε τέτοια εγκληματική πράξη, με πολύτιμο εργαλείο την πρόσφατη αυστηροποίηση του νόμου. Σε κάθε όμως περίπτωση, θα πρέπει οι ίδιοι να επαγρυπνούμε και να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί με την χρήση των προσωπικών μας δεδομένων.

*Η Σοφία Κατσούλα είναι δικηγόρος ηλεκτρονικού εγκλήματος