Έρευνα ΓΣΕΕ: Το 32,3% των Ελλήνων δουλεύει σε επαγγέλματα που απαιτούν χαμηλότερο επίπεδο γνώσεων

Επιτακτική ανάγκη δομικού μετασχηματισμού, ανασυγκρότησης και ποιοτικής αναβάθμισης του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, διαπιστώνει το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, σε έκθεση που παρουσίασε σήμερα στο Αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης –στο πλαίσιο ειδικής εκδήλωσης με θέμα: «Εκπαίδευση και απασχόληση: Μεγέθη, τάσεις και εξελίξεις».

Όπως επισημαίνεται η χώρα μας βρίσκεται στην 3η υψηλότερη θέση στην ΕΕ των 28 στην κάθετη αναντιστοιχία δεξιοτήτων, με ένα 32,3% ατόμων ηλικίας 15-34 ετών και με μορφωτικό επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ISCED 5-8) να απασχολούνται σε επαγγέλματα που απαιτούν χαμηλότερο επίπεδο γνώσεων-δεξιοτήτων.

Δυστυχώς η εν λόγω παθογένεια, την ίδια στιγμή που απαξιώνει τα προσόντα και τις δεξιότητες του εγχώριου εργατικού δυναμικού –τα οποία επί της ουσίας αναπτύσσονται και διαμορφώνονται στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα με δημόσιους πόρους και θυσίες των ελληνικών νοικοκυριών– συμβάλλει με τον τρόπο της και στην επίταση του φαινομένου της μετανάστευσης των υπερ-εκπαιδευομένων στο εξωτερικό.

Πιο συγκεκριμένα, τα κύρια ευρήματα της έρευνας καταδεικνύουν:

α) Στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και ειδικότερα στον κλάδο της γεωργίας, η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση στην ΕΕ-28 σε απόδοση παραγωγής, γεγονός που συνδέεται ευθέως και με το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης-κατάρτισης των απασχολούμενων στον κλάδο αυτό (στην πλειονότητά τους διαθέτουν μόνο πρακτική γεωργική εμπειρία).

Χαμηλές είναι οι αποδόσεις και στους υπόλοιπους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής (αλιεία, υδατοκαλλιέργειες), ωστόσο παρατηρείται παράλληλα ότι όπου οι εργαζόμενοι διαθέτουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο (μέση ή και ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) οι αποδόσεις παραγωγής παρουσιάζουν βελτιωμένη εικόνα.

β) Ο δομικός μετασχηματισμός, η ανασυγκρότηση και η ποιοτική αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας κρίνονται απολύτως αναγκαία, αν ληφθεί υπόψη ότι στους 15 πιο δυναμικούς κλάδους οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται κάποιος από τους κλάδους της κατηγορίας «Έρευνα και Ανάπτυξη» (Research and Development), καθώς και ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι χαμηλής ψηφιακής έντασης, με τη χώρα να κατατάσσεται και πάλι στις χαμηλότερες θέσεις στην ΕΕ-28 στον σχετικό δείκτη (Δείκτης ψηφιακής έντασης - DII) τόσο ως προς το σύνολο των επιχειρήσεων (27η θέση) όσο και ως προς τη διαβάθμισή τους σε μικρές (28η θέση), μεσαίες (21η θέση) ή μεγάλες (26η θέση).

γ) Σε σύνδεση με το προαναφερθέν, από την Έκθεση προκύπτει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην αρνητική 2η θέση στην ΕΕ-28 σε ό,τι αφορά το «δείκτη επιχειρήσεων χωρίς στρατηγικό σχέδιο και δραστηριότητες συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης (CVT)», εύρημα που καταδεικνύει το διαχρονικό έλλειμμα κουλτούρας –από πλευράς επιχειρήσεων– στο να επενδύουν στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού τους μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων του.

Επίσης, από την Έκθεση προκύπτει ότι η χώρα μας βρίσκεται στην 3η υψηλότερη θέση στην ΕΕ-28 στην κάθετη αναντιστοιχία δεξιοτήτων, με ένα 32,3% ατόμων ηλικίας 15-34 ετών και με μορφωτικό επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ISCED 5-8) να απασχολούνται σε επαγγέλματα που απαιτούν χαμηλότερο επίπεδο γνώσεων-δεξιοτήτων (ISCO08: 4 έως και 9).

Δυστυχώς η εν λόγω παθογένεια, την ίδια στιγμή που απαξιώνει τα προσόντα και τις δεξιότητες του εγχώριου εργατικού δυναμικού –τα οποία επί της ουσίας αναπτύσσονται και διαμορφώνονται στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα με δημόσιους πόρους και θυσίες των ελληνικών νοικοκυριών– συμβάλλει με τον τρόπο της και στην επίταση του φαινομένου της μετανάστευσης των υπερ-εκπαιδευομένων στο εξωτερικό.

δ) Τέλος, τα 2/3 των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (περίπου 67%) είναι έντασης εργασίας, χαμηλών αμοιβών και υψηλών ρίσκων (στον πρωτογενή κυρίως τομέα) και μόνο το 1/3 είναι έντασης γνώσης. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στη χαμηλή προστιθέμενη αξία που εμφανίζει σημαντικό τμήμα της επιχειρηματικότητας στη χώρα.

Πηγή: skai.gr