Η άλυτη κόντρα στα 70ά γενέθλια του ΝΑΤΟ

Την προηγούμενη Πέμπτη οι υπουργοί Εξωτερικών των 29 κρατών-μελών του NATO γιόρτασαν την συμπλήρωση 70 ετών από την ίδρυση της Συμμαχίας. Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι συγκεντρωμένοι στην Ουάσιγκτον τόνισαν ότι το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο είναι η πιο πετυχημένη συμμαχία στην ιστορία.

Πίσω από την εικόνα ενότητας όμως βρίσκονται ορισμένες έντονες διαφορές, με αιχμή τις πιέσεις που ασκεί η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών στους ευρωπαίους εταίρους για αύξηση των αμυντικών δαπανών τους, οι οποίες έπεσαν σε χαμηλά επίπεδα μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου.

Αρχικά το NATO εξέτασε το ενδεχόμενο να γιορτάσει τα 70ά γενέθλιά του με ειδική σύνοδο κορυφής, όμως τελικά υποβάθμισε τις εκδηλώσεις σε επίπεδο ΥΠΕΞ λόγω ανησυχιών πως ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ θα αξιοποιούσε την ευκαιρία ώστε να επικρίνει εκ νέου κάποιους συμμάχους.

Στο παρελθόν ο κ. Τραμπ έχει δηλώσει ότι η Γερμανία «οφείλει τεράστια ποσά» στο NATO, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, για την «πολύ ακριβή» προστασία που της παρέχουν. Στην συνάθροιση της προηγούμενης εβδομάδας την σκυτάλη πήρε ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, ο οποίος κατηγόρησε το Βερολίνο πως αρνείται να κάνει αυτό που πρέπει, συμπληρώνοντας αιχμηρά πως το NATO δεν είναι «μονομερής συμφωνία ασφάλειας».

Υπό τη σκιά αυτών των εξελίξεων είναι ώρα να δούμε μερικά βασικά ερωτήματα για την οικονομική πλευρά του NATO.

Υπάρχει στόχος για δαπάνες στο NATO;

Ναι, αλλά δεν είναι τόσο απλό. Επί χρόνια τα μέλη της Συμμαχίας είχαν την άγραφη δέσμευση να δαπανούν ετησίως το 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα, στόχος που επισημοποιήθηκε το 2014, στην σύνοδο κορυφής στην Ουαλία.

Θορυβημένοι από την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, οι ηγέτες των 28 κρατών-μελών της Συμμαχίας έγραψαν στη διακήρυξη της συνόδου ότι όσοι δεν αφιερώνουν ήδη το απαιτούμενο ποσοστό του ΑΕΠ τους στην άμυνα θα «στοχεύσουν» σε αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού τους με απώτερο σκοπό να φτάσουν στο 2% εντός μίας δεκαετίας – δηλαδή έως το 2024.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη διακήρυξη, οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να αυξάνονται προς το 2% «ενόσω αυξάνεται το ΑΕΠ». Μία δικανική ανάγνωση του κειμένου θα μπορούσε να επιτρέψει σε χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα ή χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης να επικαλεστούν αυτόν τον όρο και να απαλλαγούν, εν μέρει τουλάχιστον, από τους στόχους.

Στην Ουαλία οι 28 ηγέτες επισημοποίησαν κι έναν δεύτερο στόχο, πιο ποιοτικό, ο οποίος προβλέπει ότι το ένα πέμπτο των ετήσιων αμυντικών δαπανών θα πρέπει να προορίζεται για έρευνα και ανάπτυξη και για απόκτηση σημαντικού, καινούργιου εξοπλισμού («major new equipment»). Διορία για την επίτευξη και αυτού του στόχου είναι το 2024.


Αμερικανοί στρατιώτες που υπηρετούν στην NATOϊκή αποστολή στο Αφγανιστάν
(AP Photo/Hoshang Hashimi)


Άρα, έχει δίκιο ο Τραμπ όταν λέει ότι κάποιοι χρωστάνε;

Όχι. Βάσει των συνθηκών και των διακηρύξεων απλούστατα δεν υπάρχει λογαριασμός χρεών στο NATO. Πρόκειται για εθνικούς αμυντικούς προϋπολογισμούς. Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε πρόβλεψη ότι τα μέλη της Συμμαχίας οφείλουν να πληρώνουν απευθείας τις Ηνωμένες Πολιτείες για παροχή «προστασίας», όπως έχει υποστηρίξει παλαιότερα ο κ. Τραμπ αναφερόμενος στη Γερμανία.

Από τη διατύπωση της διακήρυξης της Ουαλίας γίνεται κατανοητό ότι οι στόχοι δεν είναι δεσμευτικοί, αν και υπό την πίεση της Ουάσιγκτον τα κράτη-μέλη φαίνεται να τους έχουν αποδεχτεί σε πολιτικό επίπεδο.

Τον περασμένο Ιούλιο, κατά την διάρκεια της συνόδου των ηγετών του NATO, ο κ. Τραμπ ζήτησε μέσω Twitter τον απώτερο διπλασιασμό του στόχου στο 4% του ΑΕΠ, αν και η πρότασή του δεν αποτυπώθηκε στο κείμενο συμπερασμάτων.

Τιμωρούνται όσοι δεν πετύχουν το στόχο;

Όχι. Η Συμμαχία δεν έχει υιοθετήσει οιαδήποτε ποινή για χώρες που δεν θα αυξήσουν τον αμυντικό προϋπολογισμό τους στο 2% του ΑΕΠ έως το 2024.

Βέβαια υπάρχει πάντα ο μοχλός της πολιτικής πίεσης, τον οποίο η κυβέρνηση Τραμπ χρησιμοποιεί τακτικά. Το 2018 ο τότε υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις προειδοποίησε τους ομολόγους του στο NATO πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα «μετριάσουν τη δέσμευσή τους» στη Συμμαχία σε περίπτωση που οι υπόλοιπες χώρες-μέλη δεν αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους.

Ο ίδιος πρόεδρος έχει στο παρελθόν χαρακτηρίσει το NATO «παρωχημένο» – μολονότι στη συνέχεια άλλαξε γνώμη – ενώ προεκλογικά είχε προειδοποιήσει ότι μονάχα χώρες που ξοδεύουν επαρκή ποσά στην άμυνα θα μπορούν να προσβλέπουν σε αμερικανική βοήθεια σε περίπτωση που δεχτούν επίθεση.

Η οδός της πολιτικής πίεσης όμως δεν είναι καινοφανής. Ο προκάτοχος του κ. Τραμπ, Μπαράκ Ομπάμα, είχε προκαλέσει αίσθηση στη Γηραιά Ήπειρο την τελευταία χρονιά της προεδρίας του όταν κατηγόρησε Βρετανία και Γαλλία για ανεπαρκή εμπλοκή στη Λιβύη μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι. «Οι τζαμπατζήδες με ενοχλούν», είπε, αναφερόμενος σε ορισμένους συμμάχους της Αμερικής.


Συμμαχική άσκηση στην Πολωνία (AP Photo/Czarek Sokolowski)


Άρα, από τη μία οι ΗΠΑ έχουν πράγματι λόγο να παραπονιούνται…


Σύμφωνα με τις πρώτες επίσημες εκτιμήσεις το 2018 μόλις πέντε από τα 29 μέλη της Συμμαχίας πέτυχαν τον στόχο του 2%: Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ελλάδα, η Εσθονία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Λετονία. Τρεις ακόμα χώρες αναμένεται να έχουν φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο όταν θα γίνει η οριστική μέτρηση δαπανών: Η Πολωνία, η Λιθουανία και η Ρουμανία.

Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία στην ΕΕ, έμεινε στο 1,24%. Η κυβέρνηση της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ έχει αποφασίσει την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 1,5% του ΑΕΠ έως το 2024, δηλαδή μισή μονάδα κάτω από τον στόχο που συμφωνήθηκε στην σύνοδο της Ουαλίας.

Όμως ακόμα και αυτή η αύξηση δεν είναι δεδομένη. Στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο που παρουσίασε τον Μάρτιο ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς το ποσοστό των εξόδων για τις ένοπλες δυνάμεις θα αυξηθεί μεν έως το 2020 αλλά στην συνέχεια θα κατρακυλήσει εκ νέου – στο 1,25% το 2023 – λόγω δυσμενέστερων οικονομικών προοπτικών.

Οι ΗΠΑ εν τω μεταξύ ήταν υπεύθυνες για πάνω από το 66,5% των αμυντικών δαπανών ολόκληρου του NATO, μολονότι τους αναλογεί μόνο το 46% του αθροιστικού ΑΕΠ των 29 εταίρων.

Κι άλλες Ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία βρέθηκαν πέρυσι πολύ κάτω από το στόχο της Συμμαχίας. Η Μαδρίτη ήταν ο χειρότερος «θήτης», με τις αμυντικές δαπάνες να ανέρχονται στο 0,93% του ΑΕΠ της. Στην Ιταλία το ποσοστό διαμορφώθηκε στο 1,15%.

Από την άλλη όμως…

Παρά ταύτα, ο στόχος του 2% είναι αμιγώς ποσοτικός και δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα την ουσιαστική βελτίωση ή ενίσχυση του στρατεύματος.

Μία χώρα θα μπορούσε να παραγγείλει μεγάλη ποσότητα αρμάτων μάχης ή αεροσκαφών ώστε να ξεπεράσει τον στόχο, όμως αυτό δεν σημαίνει πως τα καινούργια όπλα θα ανταποκρίνονται στο δόγμα ή στις στρατηγικές ανάγκες των ένοπλων δυνάμεων.

Στην πράξη τέτοιες «λαμπερές» παραγγελίες μπορεί να αποδειχτούν άχρηστες και να επιβαρύνουν τον αμυντικό προϋπολογισμό για χρόνια λόγω του κόστους συντήρησης των νέων αποκτημάτων. Τέτοιες αστοχίες δεν είναι δυνατόν να διορθωθούν και συνάμα απορροφούν πόρους που θα μπορούσαν να δαπανηθούν πιο εύστοχα, όπως στην αντιμετώπιση του κυβερνο-πολέμου.

Μία ποιοτικότερη ανάλυση προκύπτει από τον δεύτερο στόχο του NATO, που προβλέπει πως το 20% των αμυντικών δαπανών θα πρέπει να διατίθεται σε μεγάλες εξοπλιστικές συμβάσεις ή σε έρευνα. Περισσότερα από τα μισά κράτη-μέλη, 15 τον αριθμό, πέτυχαν αυτόν τον στόχο το 2018 – σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η Ελλάδα.

Επίσης, σε απόλυτους αριθμούς οι 28 σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες τους κατά 41 δισεκατομμύρια δολάρια από το 2016, όπως δήλωσε κατά τους εορτασμούς ο γενικός γραμματέας του NATO, Γενς Στόλτενμπεργκ. Η αύξηση θα ανέλθει στα $100 δισεκ. έως το τέλος του 2020, προσέθεσε.


Η Άνγκελα Μέρκελ επισκέπτεται γερμανούς στρατιώτες στην Λιθουανία
(AP Photo/Mindaugas Kulbis)


Δεν γίνεσαι Ρώμη δωρεάν

Τέλος, πρέπει να θυμόμαστε πως η διατήρηση μεγάλου στρατεύματος και οι επακόλουθες δαπάνες, είναι ιστορικά απαραίτητη προϋπόθεση για το status της υπερδύναμης. Οι ΗΠΑ έχουν διαφορετικές γεωπολιτικές βλέψεις και πολύ ευρύτερα συμφέροντα από τους ευρωπαίους εταίρους τους, συνεπώς έχουν μεγαλύτερες και ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ επέλεξαν να εγγυηθούν την ασφάλεια της Ευρώπης έναντι της Σοβιετικής Ένωσης ώστε να εξυπηρετήσουν και δικά τους συμφέροντα. Η διατλαντική σχέση πράγματι είναι ετεροβαρής σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά σίγουρα δεν είναι μονόπλευρη.
Πηγή: skai.gr - Αλέξανδρος Μαράκης