Λεμφώματα και Πολλαπλό Μυέλωμα: Σπάνιες αλλά αντιμετωπίσιμες παθήσεις

Μάλιστα σε ειδική ενημερωτική συνάντηση αναφορικά με τις σοβαρές αιματολογικές κακοήθειες, η Δρ. Ελένη Παπαδάκη, Αναπλ. Πρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης και Καθηγήτρια Αιματολογίας, Διευθύντρια Αιματολογικής Κλινικής στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου Κρήτης, τόνισε πως, με την αύξηση του ορίου ζωής αλλά και το συστηματικό προληπτικό έλεγχο στον οποίο προβαίνει ένα μεγάλο ποσοστό του γενικού πληθυσμού, έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των ασθενών που διαγιγνώσκονται με αιματολογικές κακοήθειες. Παράλληλα όμως, αυξάνεται εντυπωσιακά και ο αριθμός των φαρμάκων για την αντιμετώπιση των νοσημάτων αυτών, με εισαγωγή όχι μόνο κλασσικών χημειοθεραπειών, αλλά μικρών στοχευτικών μορίων που δρουν ενδοκυτταρικά, όπως μονοκλωνικά αντισώματα νέας γενιάς και ανοσοτροποποιητικά φάρμακα που επιδρούν στο μικροπεριβάλλον του όγκου. 

Σχετικά με τις ασθένειες ανέφερε ότι η πιο συχνή αιματολογική κακοήθεια είναι τα Λεμφώματα, (Β-χρόνια λεμφική λευχαιμία (Β-ΧΛΛ), χαμηλής κακοήθειας μη-Hodgin’s λεμφώματα, ανθεκτικό οζώδες λέμφωμα και ανθεκτική μορφή ή υποτροπή λεμφώματος μανδύα), η δεύτερη πιο συχνή αιματολογική κακοήθεια είναι το Πολλαπλούν Μυέλωμα, ενώ ακολουθεί η Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία (ΧΜΛ) και η Οξεία Μυελογενής Λευχαιμία. Για τις παραπάνω ασθένειες η έρευνα έχει αναδείξει τα τελευταία χρόνια σημαντικές θεραπείες ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται εντυπωσιακά αποτελέσματα και με την μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων.  
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της επιστημονικής έρευνας, η αυτόλογη μεταμόσχευση έχει ένδειξη κυρίως σε ασθενείς που πάσχουν από λεμφώματα (μη Hodgkin λέμφωμα-NHL και Hodgkin λέμφωμα-HD) και πολλαπλό μυέλωμα (MM). Οι ασθενείς αυτοί είναι δυνατό να θεραπευθούν με χορήγηση υψηλής δόσης χημειοθεραπείας, η οποία είναι μυελοκατασταλτική ή μυελοαπορριπτική και απαιτεί επανέγχυση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων προκειμένου να επανακαταληφθεί ο μυελός των οστών και να αναγεννηθούν τα κύτταρα του αίματος. Για τα σπάνια αυτά νοσήματα, έχει παρατηρηθεί αποτυχία κινητοποίησης ή επαρκούς κινητοποίησης των αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων με τις συμβατικές μεθόδους, αποτρέποντας τους ασθενείς με λέμφωμα και πολλαπλό μυέλωμα να προχωρήσουν σε αυτόλογη μεταμόσχευση και πιθανά ίαση.
Τα επίπεδα των αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων στο περιφερικό αίμα αντιπροσωπεύουν μικρότερο από 0,05% των λευκοκυττάρων. Για τους ασθενείς αυτούς που χρειάζονται την έγχυση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων, τα κύτταρα αυτά πρέπει να κινητοποιηθούν από το μυελό των οστών στο περιφερικό αίμα. Με τα καθιερωμένα σχήματα κινητοποίησης που περιλαμβάνουν τις κυτταροκίνες (αυξητικό παράγοντα δημιουργίας αποικιών κοκκιοκυττάρων) με ή χωρίς χημειοθεραπεία, σημαντικό ποσοστό των ασθενών αυτών δεν κινητοποιούν επαρκώς και πιθανά να μην είναι σε θέση να κινητοποιήσουν έναν ικανοποιητικό ή το στοχευμένο αριθμό κυττάρων για τη μεταμόσχευση. Η διαδικασία της κινητοποίησης για αυτούς τους ασθενείς είναι δυνατό να επιτευχθεί μέσω της θεραπείας με δικυκλαμικό παράγωγο (πλεριξαφόρη) σε συνδυασμό με αυξητικό παράγοντα δημιουργίας αποικιών κοκκιοκυττάρων. Η θεραπεία αυτή έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ώριμων και πολυδύναμων αιμοποιητικών προγονικών κυττάρων στο περιφερικό αίμα και τη δυνατότητα επακόλουθη αυτόλογης μεταμόσχευσης σε ασθενείς με λέμφωμα και πολλαπλό μυέλωμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρελιξαφόρη, αποτελεί ένα καινοτόμο ογκολογικό φάρμακο το οποίο εγκρίθηκε το 2009 και μάλιστα η καινοτομία του αναδείχτηκε και κατά την βράβευσή του το 2013, στην εκδήλωση για τα Φαρμακευτικά Βραβεία Prix Galien, ως καλύτερο «ορφανό» φάρμακο (για σπάνια πάθηση).  
Πηγή: Γιώργος Σακκάς