Ενδιαφέρον και επιφυλάξεις για την τουρκική προσφυγή κατά του Βρετανικού Μουσείου

Με ενδιαφέρον αλλά και επιφυλάξεις αντιμετωπίζεται στο Λονδίνο η πρόθεση του τουρκικού υπουργείου Πολιτισμού και των τοπικών αρχών της πόλης Μποντρούμ να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διεκδικώντας την επιστροφή αρχαιοτήτων του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού από το Βρετανικό Μουσείο.

Η προσφυγή αναμένεται να κατατεθεί στα τέλη Ιανουαρίου, με την τουρκική πλευρά να υποστηρίζει ότι οι αρχαιολογικοί θησαυρού του Μαυσωλείου, ενός εκ των επτά θαυμάτων του αρχαίου κόσμου, δε βρέθηκαν νομίμως στο Λονδίνο.

Νομικοί κύκλοι
επισημαίνουν ότι η ερμηνεία επιχειρημάτων σε ηθική βάση, όπως εκτιμάται ότι θα δομηθεί τουλάχιστον μέρος της τουρκικής επιχειρηματολογίας, εναπόκειται στον εκάστοτε δικαστή. Σημειώνεται επίσης ότι όπως και στην περίπτωση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι περίπλοκη η αξιολόγηση των οθωμανικών φιρμανιών, που κατά τους Βρετανούς έδιναν την άδεια αφαίρεσης αρχαιολογικών θησαυρών.

Πρόσωπα με πείρα στο χώρο της λεγόμενης «πολιτιστικής διπλωματίας» σημειώνουν ότι η Τουρκία θέτει με τρόπο «δραματικό» το αίτημά της, επιλέγοντας τη συγκεκριμένη στιγμή επειδή έχει ξεκινήσει ή προγραμματιστεί η κατασκευή νέων μουσείων στη χώρα που θα πρέπει να «γεμίσουν» με εκθέματα.

Η υπόθεση ήταν φυσικό να απασχολεί και τη Βρετανική Επιτροπή για την Επανένωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Αυτό που τονίζεται αρχικά είναι ότι η Τουρκία κινείται με αυτή την εκστρατεία σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σε σύγκριση με τη στοχευμένη προσπάθεια υπέρ της επανένωσης των αθηναϊκών γλυπτών.

Ο πρόεδρος της επιτροπής, βετεράνος πολιτικός και επί 20ετία βουλευτής των Εργατικών, Έντι Ο’Χάρα φέρεται να έχει επιφυλάξεις για την επιλογή της οδού του δικαστηρίου επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Θεωρεί ότι η Συνθήκη του Φάρο, υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης, που τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνιο του 2011, είναι πιο ενδεδειγμένη και εξειδικευμένη ως νομικό πλαίσιο δραστηριοποίησης σε μια τέτοια υπόθεση, καθώς συνδέει την ανάγκη ταύτισης του καθενός με έναν ή περισσότερους πολιτισμούς με το δικαίωμα μετοχής στην πολιτιστική ζωή, όπως ορίζεται στη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η συνθήκη αφορά στην «Αξία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς για την Κοινωνία». Το πρόβλημα ωστόσο είναι πως το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει αναγνωρίσει με υπογραφή του τη συγκεκριμένη συνθήκη (όπως δεν έχουν κάνει μεταξύ άλλων η Ελλάδα και η Τουρκία).

Η εκπρόσωπος της Επιτροπής για τα γλυπτά του Παρθενώνα, Μάρλεν Ταφαρέλο σημείωσε ότι η υπόθεση θα παρακολουθείται με ενδιαφέρον. Πρόσθεσε δε ότι η σύνδεση του θέματος της αποκατάστασης της πολιτιστικής κληρονομιάς του Παρθενώνα με το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε γίνει και εξακολουθεί να υποστηρίζεται από την ιδρύτρια και ψυχή της Επιτροπής για την Επανένωση, Ελένη Κιούμπιτ.

«Ο όρος πολιτιστική κληρονομιά θα έπρεπε να αναφέρεται σε αυτά τα αντικείμενα που είναι κεντρικής σημασίας και ζωτικής σπουδαιότητας στην αίσθηση της ταυτότητας και αξιοπρέπειας κάθε ομάδας ανθρώπων και η αφαίρεση των οποίων δια της βίας ή με εξαπάτηση ή ακόμα και λόγω άγνοιας θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη θλίψη, πόνο και οργή σε ανθρώπους που πιστεύουν ότι τέτοια αντικείμενα τους ανήκουν ως αναπόσπαστο και ουσιώδες μέρος της ιστορίας και κληρονομιάς τους», έχει δηλώσει η Ελένη Κιούμπιτ.

Το Βρετανικό Μουσείο δεν έχει προβεί σε σχολιασμό των τουρκικών κινήσεων, πέρα της επίσημης θέσης ότι οι αρχαιολογικοί θησαυροί της Αλικαρνασσού αποκτήθηκαν μετά από διπλή βρετανική αποστολή στα μέσα του 19ου αιώνα, εγκεκριμένη και τις δύο φορές από οθωμανικό φιρμάνι.
Πηγή: Θανάσης Γκαβός