Γραφείο Προϋπολογισμού: Εξυγίανση μέσω φόρων – Κατάρρευση εισοδημάτων

Η έκθεση του ΓΠΚ αναλυτικά

Για δυσανάλογη επιβάρυνση των πιο αδύναμων τμημάτων της κοινωνίας, κάτι στο οποίο έχει συμβάλει και η μείωση του αφορολόγητου, κάνει λόγο το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στην τριμηνιαία έκθεσή του που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα. Σημειώνεται ότι και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ κατέδειξαν μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω της υπερφορολόγησης των μεσαίων στρωμάτων. 

Ειδικότερα, το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους αναφέρει ότι κατ’ αρχάς υπάρχει κατάρρευση των εισοδημάτων λόγω της οικονομικής κρίσης – η οποία κατ’ επέκταση επηρεάζει το συνολικό ύψος των φόρων. «Από την άλλη πλευρά τα στοιχεία δείχνουν ότι αφενός μεν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ζει σε καθεστώς φτώχειας, αφετέρου όμως αναδεικνύεται και το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας δεν καταγράφεται, με συνέπεια να επιβαρύνονται δυσανάλογα τα πιο αδύναμα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας κάτι στο οποίο έχει συμβάλει και η μείωση του αφορολόγητου που έχει διευρύνει τη φορολογική βάση» τονίζουν χαρακτηριστικά οι αναλυτές.

Ανέφικτα πρωτογενή πλεονάσματα

Οι αναλυτές του ΓΠΚ αμφισβητούν ευθέως και τη δυνατότητα επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων, κάνοντας λόγο για ανέφικτα πρωτογενή πλεονάσματα. Όπως σημειώνει, «επιπροσθέτως, έχουμε δεσμευθεί σε σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018 (πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020 συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ!)».

Στη συνέχεια, τονίζουν οι αναλυτές, η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά (και μάλλον ανέφικτα) πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060! Βέβαια μπορεί να διευρυνθεί ο λεγόμενος «δημοσιονομικός χώρος», ουσιαστικά δηλαδή να χαλαρώσει η περιοριστική πολιτική προσαρμογής, αν αναθεωρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτό δεν είναι διόλου βέβαιο (βλ. πιο κάτω). Σημειώνουμε τέλος ότι η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος, το ύψος του οποίου θα εξαρτηθεί από τη στάση του ΔΝΤ (αν δηλαδή θα συμμετάσχει ως τότε στο ελληνικό πρόγραμμα ή αν θα αποχωρήσει χωρίς θόρυβο) και των ευρωπαϊκών θεσμών (μέσω κυρίως της ελάφρυνσης στην εξυπηρέτηση του χρέους).

Όπως αποσαφηνίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, ως χώρα έχουμε δεσμευθεί σε σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018 (πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020 συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ!). Στη συνέχεια, η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά (και μάλλον ανέφικτα) πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060! Βέβαια μπορεί να διευρυνθεί ο λεγόμενος «δημοσιονομικός χώρος», ουσιαστικά δηλαδή να χαλαρώσει η περιοριστική πολιτική προσαρμογής, αν αναθεωρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτό δεν είναι διόλου βέβαιο (βλ. πιο κάτω). Σημειώνουμε τέλος ότι η πλήρης έξοδος στις αγορές, αν επιτευχθεί, θα έχει κόστος, το ύψος του οποίου θα εξαρτηθεί από τη στάση του ΔΝΤ (αν δηλαδή θα συμμετάσχει ως τότε στο ελληνικό πρόγραμμα ή αν θα αποχωρήσει χωρίς θόρυβο) και των ευρωπαϊκών θεσμών (μέσω κυρίως της ελάφρυνσης στην εξυπηρέτηση του χρέους).

«Παραμένει η επιτήρηση και με έξοδο στις αγορές»


Περαιτέρω, σύμφωνα με το ΓΠΚ «καθαρή» έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση ξεκαθαρίζει ακόμα το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στην τριμηνιαία έκθεσή του, παρά τις περί αντιθέτου αναφορές της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού προσωπικά.
Σύμφωνα με το ΓΠΚ πιθανόν αναγκαία προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από οικονομική εποπτεία.

«Φιλόδοξες προβλέψεις»


Χαρακτηρίζει εξάλλου φιλόδοξες τις επικαιροποιημένες προβλέψεις για το ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας το 2017. Για το 2017 αναμένεται, σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις ότι η οικονομία θα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης 1,8%. Το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2018 προβλέπει ρυθμό μεγέθυνσης 2,4%

Το Γραφείο Προϋπολογισμού τους Κράτους, σημειώνει ότι οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης βελτιώθηκαν, αναφέροντας ότι η ελληνική οικονομία το δεύτερο τρίμηνο του 2017 σημείωσε εκ νέου θετικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και η κορύφωση της τουριστικής κίνησης διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο. Ωστόσο, με δεδομένο το πρώτο εξάμηνο, οι επικαιροποιημένες προβλέψεις για το ρυθμό μεγέθυνσης του 2017 εξακολουθούν να θεωρούνται φιλόδοξες επισημαίνει.

Κατά την εκτίμηση των αναλυτών, δεν έχει αποκατασταθεί εκείνη η εμπιστοσύνη της οικονομίας από την οποία εξαρτώνται οι πραγματικά παραγωγικές επενδύσεις. Ο κρατικός μηχανισμός με το τωρινό νομικό σύστημα εξακολουθεί να φέρνει εμπόδια σε μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Η ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις στην οικονομία εξακολουθεί να περιορίζεται από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια («κόκκινα δάνεια»). Ορισμένες μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται, αλλά γενικά διαπιστώνουμε βραδύτητα. «Συναφώς, κρίσιμες αποφάσεις έχουν μετατεθεί για το 2018. Από τις δημοσιονομικές επιδόσεις ως τότε θα εξαρτηθεί αν θα χρειασθούν νέα μέτρα το 2018 και αν θα ενεργοποιηθούν νωρίτερα τα προβλεπόμενα για το 2019 -2020 μέτρα (περικοπές στις 11 συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου). Ανησυχία, ωστόσο, προκαλούν τα έσοδα από τη φορολογία» σημειώνεται.

Σύμφωνα με το ΓΠΚ «είναι κρίσιμο πλέον οι προσπάθειες να μετατοπισθούν στη βελτίωση των συνθηκών στην «πραγματική οικονομία», προκειμένου η ελληνική οικονομία να ξεφύγει από τη στασιμότητα που βρίσκεται την τελευταία τριετία (2014 – 2016).

Εξάλλου, οι αναλυτές του ΓΠΚ αναφέρουν την πτώση του ποσοστού ανεργίας σε σχέση με το 2013 και το 2014, αλλά την αποδίδουν και στη σημαντική εξάπλωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. 

Πηγή: skai.gr - Σ.Κ